Παρακολουθώ τη συζήτηση σε σχέση με αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «Νόμο Παρασκευόπουλου», αλλά και συνολικά την αντιεγκληματική πολιτική.
Δεν θέλω να σταθώ τόσο στην πολιτική ή κομματική αντιπαράθεση, όσο στον τρόπο που πολλές φορές συζητάμε για ένα θέμα τόσο σύνθετο όπως είναι η εγκληματικότητα.
Ένα θέμα που το μόνο που δεν χρειάζεται είναι απλουστεύσεις και στερεότυπα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα αυτό που έχει γραφτεί πολλές φορές τις τελευταίες μέρες: ότι έγιναν 15.000 αποφυλακίσεις από το 2015 και μετά στη βάση της ισχύουσας νομοθεσίας.
Ανάμεσά τους και άνθρωποι που είχαν καταδικαστεί για βαριά αδικήματα και οι οποίοι μετά την αποφυλάκισή τους διέπραξαν και άλλα βίαια αδικήματα.
Καταλαβαίνω ότι εάν κανείς το δει αυτό, εύλογο είναι να οργιστεί.
Όμως, εάν μιλήσει κανείς με ανθρώπους που ασχολούνται πιο συστηματικά με αυτά τα ζητήματα θα δει ότι τα πράγματα είναι πιο σύνθετα.
Για παράδειγμα όταν μιλάμε για πρόωρες αποφυλακίσεις (αλλά και γενικά για ανθρώπους που πέρασαν από το ποινικό σύστημα), το βασικό που πρέπει να κοιτάμε δεν είναι πόσοι αποφυλακίστηκαν, αλλά το πόσοι από αυτούς στη συνέχεια ήταν υπότροποι.
Δηλαδή, εάν αποφυλακιστούν πολλοί άνθρωποι, αλλά είναι χαμηλό το ποσοστό αυτών που θα υποτροπιάσουν, τότε η απόφαση για την αποφυλάκιση ήταν πετυχημένη.
Εάν υπάρχει υψηλό ποσοστό υποτροπής, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Όμως και εδώ χρειάζεται προσοχή: ο βαθμός στον οποίο άνθρωποι υποτροπιάζουν δεν έχει να κάνει με το πόσο κάθισαν στη φυλακή. Έχει να κάνει με το εάν υπάρχουν προγράμματα επανένταξης, αλλά και με τη συνολικότερη κοινωνική συνθήκη, από την ανεργία έως τη φτώχεια. Γι’ αυτό και υπάρχουν χώρες που μπορεί να έχουν αυστηρότερες ποινές και ταυτόχρονα υψηλότερα ποσοστά υποτροπής.
Γι’ αυτό και σε τέτοια ζητήματα είναι καλό να διατυπώνονται γνώμες. όταν έχουμε όλα τα δεδομένα και με καθοδήγηση από ανθρώπους που γνωρίζουν.
Το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο που επανέρχεται η συζήτηση για αυστηρότερες ποινές.
Προφανώς και είναι σημαντικό να εκσυγχρονίζεται ο ποινικός κώδικας, να προσδιορίζει καλύτερα τα αδικήματα, να αναγνωρίζει αδικήματα που κάποτε τα προσπέρναγε. Και η τιμωρία να είναι να είναι ανάλογη του εγκλήματος.
Όμως, η λογική που λέει ότι απλώς χρειαζόμαστε παντού και πάντα αυστηρότερες ποινές κάποιες περισσότερο ικανοποιεί τη διάθεσή μας να εκδικηθούμε ή να δούμε ανταπόδοση, παρά απαντάει στο πρόβλημα της εγκληματικότητα.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι πάντα η σύγκριση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη: στις ΗΠΑ έχουν ταυτόχρονα μεγαλύτερες ποινές και υψηλότερη εγκληματικότητα σε σχέση με την Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα, οι ειδικοί επιμένουν ότι αυτό που λειτουργεί αποτρεπτικά για το έγκλημα δεν είναι τόσο το μέγεθος της ποινής όσο η βεβαιότητα της σύλληψης και καταδίκης.
Η απουσία ατιμωρησίας αποτρέπει περισσότερο από υψηλές ποινές που τελικά δεν εφαρμόζονται γιατί δεν συλλαμβάνονται, παραπέμπονται και καταδικάζονται οι ένοχοι.
Γι’ αυτό το λόγο και το υπαρκτό ζήτημα της εγκληματικότητας δεν πρέπει να συζητιέται με εύκολα σχήματα και συνθήματα.
Αρκεί να σκεφτούμε ότι ακόμη χρειάζεται να υπενθυμίζουμε ότι είναι πρόβλημα να δημιουργούμε τη λανθασμένη εικόνα ότι τα περισσότερα αδικήματα γίνονται από μετανάστες.
Το θέμα δεν είναι εύκολο. Και το πρόβλημα υπαρκτό. Όμως, θα πρέπει να μάθουμε να το συζητάμε σοβαρά.