Το όνομά του έγινε μύθος στα βουνά του Βιετνάμ. Ενας λαϊκός ήρωας στην Ινδοκίνα, που ξεκίνησε ως ο γιος ενός μικρασιάτη πρόσφυγα από τη Θεσσαλονίκη. Ο Κώστας Σαραντίδης, μια θρυλική μορφή του Ελληνισμού, γνωστός ως ο έλληνας μαχητής των Βιετμίνχ – που συμμετείχε στον Α’ Πόλεμο της Ινδοκίνας για την ανεξαρτησία του Βιετνάμ από τους Γάλλους ,- έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 94 ετών. Ο βίος του υπήρξε κινηματογραφικός και ο ίδιος αποτέλεσε σύμβολο ηρωικών αγώνων για τους οποίους οι Βιετναμέζοι τού έδωσαν το όνομα Nguyen Van Lap και τον τίμησαν με ανώτατους τίτλους.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927 σε μια φτωχή οικογένεια με επτά παιδιά. Διωγμένος από το σχολείο επειδή δεν είχε ενταχθεί στη μεταξική Νεολαία βγήκε από μικρός στον αγώνα για το μεροκάματο. Ωστόσο τον Σεπτέμβριο του 1943 συνελήφθη από τους Γερμανούς ενώ περπατούσε στους δρόμους της πόλης, για να οδηγηθεί σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. «Ηταν μια αξέχαστη μέρα όταν περάσαμε τα σύνορα. Από τον Σεπτέμβριο μέχρι τα Χριστούγεννα περπατούσαμε μέσα στα χιόνια» έλεγε αργότερα. Κατάφερε να δραπετεύσει λίγο έξω από το Ζάγκρεμπ και περιπλανιόταν μέχρι το τέλος του πολέμου με «διαβατήριο» μια κλεμμένη στολή των SS. Σαλτάροντας σε τρένα έφτασε στην Αυστρία και μετά τον πόλεμο στην Ιταλία, όμως αδυνατώντας να επιστρέψει στην Ελλάδα που φλεγόταν από τον Εμφύλιο κατετάγη στην περίφημη Λεγεώνα των Ξένων.
Με τους αντάρτες
Ο Κώστας Σαραντίδης ως λεγεωνάριος έζησε στιγμές που τον σημάδεψαν για πάντα. Βρέθηκε στην Αλγερία και τον Φεβρουάριο του 1946 έφτασε στην Ινδοκίνα, όπου λίγους μήνες αργότερα, αρνούμενος να συμμετάσχει στη δολοφονία αθώων για χάρη των αποικιοκρατών, λιποτάκτησε. Μαζί με έναν ισπανό κομμουνιστή συμπολεμιστή του, απελευθέρωσαν 25 βιετναμέζους κρατουμένους από ένα γαλλικό στρατόπεδο και πέρασαν στο πλευρό των ανταρτών κουβαλώντας στη ζούγκλα τουφέκια, δύο οπλοπολυβόλα και μερικές χειροβομβίδες.
«Εγώ δεν είχα παιδεία, πολιτική σκέψη και μορφωτικό επίπεδο για να κάνω ανάλυση στα γεγονότα, ήμουν 18 χρονών. Αλλά κατάλαβα ότι γινόμουν κατακτητής. Αντικαθιστούσα τον Γερμανό, τον Βούλγαρο και τον Ιταλό στην πατρίδα μου. Διερωτήθηκα, μαζί με έναν άλλον Ελληνα, τον Κώστα Φιτσιτσόγλου: Τι κάνουμε εδώ; Τι δουλειά έχουμε εμείς στο Βιετνάμ; Τότε πήρα την απόφασή μου: Να ψάξω να βρω» είχε διηγηθεί παλαιότερα σε συνέντευξή του. «Για τέσσερις μήνες έψαχνα να μάθω, τι συνέβαινε, ποιοι είναι οι Βιετμίνχ. Οι Γάλλοι περιπολούσαν, καίγανε, σφάζανε, ρημάζανε τα πάντα (…) Μετά από τέσσερις μήνες πλιάτσικου, κλεψιών, πυρπολήσεων, επιδρομών, που με είχαν κάνει να βγω έξω από τα ρούχα μου, βρήκαμε μια σύνδεση». Ετσι ξεκίνησαν όλα.
Η συνέχεια υπήρξε εξίσου μυθιστορηματική. Πολέμησε στο πλευρό του βιετναμέζικου λαού βιώνοντας απερίγραπτες κακουχίες, μέχρι τη συντριβή των Γάλλων και την ανεξαρτησία του Βιετνάμ, έγινε ο πρώτος μαχητής στην Ινδοκίνα που κατέρριψε γαλλικό αεροπλάνο – ένα Μοράν 650 το 1947 – και αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του λοχαγού. Σε κάθε γωνιά του Βιετνάμ γνώρισε αμέριστη αγάπη ως Ελληνας, έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και παντρεύτηκε δύο φορές, ενώ μετά τον πόλεμο εργάστηκε ως διερμηνέας, ηθοποιός, ανθρακωρύχος και οδηγός.
Ιδιαίτερα συγκινητική είναι η περιγραφή της πρώτης του επικοινωνίας με την Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’50, η οποία επετεύχθη μέσω ενός γάλλου αιχμαλώτου, του Ρενέ, που απελευθέρωσαν οι Βιετμίνχ. Ο Σαραντίδης παρέδωσε στον αιχμάλωτο ένα γράμμα, ζητώντας του να το στείλει σε συγγενείς του στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν φτιάξει τρεις φορές κόλλυβα στη μνήμη του θεωρώντας τον νεκρό. «Μόλις έφτασα στο Βόρειο Βιετνάμ με καλεί ο στρατηγός και μου δίνει ένα κομμάτι χαρτί, που το είχε κρατήσει για να μη χαθεί. Ηταν γράμμα από την Ελλάδα» διηγούνταν. «Τα μάτια μου βούρκωσαν και δεν μπορούσα να δω λέξη. Είχα να μιλήσω και να διαβάσω ελληνικά από το ’43, είχα και γνώσεις δημοτικού. Υστερα από μισή ώρα μού έδωσε πέντε μέρες άδεια. Πήγα στο Ανόι, βρήκα έναν φίλο Γάλλο και πήγαμε για φαγητό. Επρεπε να μεθύσω για να καταφέρω να το διαβάσω».
Τελικά επέστρεψε στην πατρίδα το 1965. Μετά τον επαναπατρισμό του ο Κώστας Σαραντίδης συνέβαλε σημαντικά στην εδραίωση των σχέσεων Ελλάδας – Βιετνάμ, ενώ ανέπτυξε σπουδαία δραστηριότητα για την ενίσχυση χιλιάδων Βιετναμέζων που έπεσαν θύματα του τοξικού «Πορτοκαλί Παράγοντα» με τον οποίο οι ΗΠΑ δηλητηρίασαν το Βιετνάμ. Του είχε απονεμηθεί η βιετναμέζικη υπηκοότητα και το 2013 ονομάστηκε Ηρωας των Λαϊκών Ενόπλων Δυνάμεων. Προτού πει την τελευταία του καληνύχτα στον κόσμο, για τον οποίο αγωνίστηκε να γίνει καλύτερος, δεν είχε αφήσει περιθώρια παρερμηνείας: «Είμαι ευτυχής, περήφανος και δεν μετανιώνω για τίποτε. Στην επόμενη ζωή θα κάνω το ίδιο».