Το Ιράν είναι μια ιδιότυπη και σύνθετη χώρα. Τόσο ιδιότυπη που ενώ τα μέσα κοινωνική δικτύωσης είναι υπό τυπική απαγόρευση ο ανώτατος πνευματικός ηγέτης έχει δικό του λογαριασμό στο twitter από τον οποίο κιόλας πρόσφατα πρόβαλε το γεγονός ότι εμβολιάστηκε με το τοπικής παραγωγής εμβόλιο για την πανδημία. Αλλά και τόσο σύνθετη που την ώρα που έχει ένα τυπικά ιδιαίτερα αυστηρό πλαίσιο για την κοινωνική συμπεριφορά ή την καλλιτεχνική δημιουργία, έχει και ιδιαίτερα αναπτυγμένες «παράλληλες» κοινότητες ή σκηνές.
Αυτή την ιδιοτυπία και την ύπαρξη ενεργών κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών συχνά η Δύση την παραβλέπει όταν αναπαράγει την εικόνα μιας απολυταρχικής θεοκρατίας. Όχι γιατί το καθεστώς της Ισλαμικής Δημοκρατίας δεν είναι συχνά αυταρχικό, ιδίως όταν αισθάνεται ότι απειλείται, αλλά γιατί μια τέτοια εικόνα δεν επιτρέπει να γίνουν κατανοητές οι δυναμικές.
Το ίδιο το καθεστώς, δεν πρέπει να το ξεχνάμε, ήταν γέννημα μιας επανάστασης. Μάλιστα, με μια έννοια η επανάσταση του 1979 ήταν η τελευταία τόσο μεγάλη αυθεντική λαϊκή επανάσταση παγκοσμίως, κατά μια παράξενη ιστορική ειρωνεία πολύ κοντά στον ιδεότυπο επανάστασης της μαρξιστικής παράδοσης συνδυάζοντας τις μαζικές διαδηλώσεις, τη «γενική απεργία», αλλά και την ένοπλη δράση, την ώρα που ήταν ένα σαφώς πλειοψηφικό φαινόμενο απέναντι σε ένα από τα αυταρχικά (και διεφθαρμένα) καθεστώτα της εποχής.
Το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγήσει και την υπαρκτή νομιμοποίηση που είχε το καθεστώς, παρά το γεγονός ότι σύντομα η ισλαμική πτέρυγα γύρω από τον Χομεϊνί θα εκκαθαρίσει, συχνά με βίαιο τρόπο τα μη ισλαμική ρεύματα που συμμετείχαν στην επανάσταση, συμπεριλαμβανομένης της ιρανικής αριστεράς.
Η τομή του «Πράσινου Κινήματος»
Οι μεγάλες διαδηλώσεις του 2009 γι’ αυτό που είχε θεωρηθεί τότε ως νοθεία στις εκλογές που οδήγησε στην επανεκλογή του Αχμαντινεζάντ στην προεδρία (ο οποίος βέβαια στη συνέχεια θα βρεθεί στη δυσμένεια των ηγετικών κύκλων) θα σηματοδοτήσουν την πιο μεγάλη πρόκληση για το καθεστώς της ισλαμικής δημοκρατίας, ιδίως από τη στιγμή που θα υπάρξει μεγάλος γύρος διαμαρτυριών και το 2011.
Το μεγάλο άγχος τότε θα είναι να μην οδηγήσουν αυτές σε μια συνολικότερη αποσταθεροποίηση και αποδιάρθρωση του καθεστώτος. Στο φόντο μάλιστα της Αραβικής Άνοιξης, το άγχος θα κωδικοποιηθεί ως η προσπάθεια να μην δημιουργηθούν καταστάσεις τύπου Συρίας.
Έκτοτε η προσπάθεια αναζήτησης νέων ισορροπιών μέσα στην ιρανική κοινωνία, η απόπειρα κατανόησης των στοιχείων δυσαρέσκειας που μπορεί να υπήρχαν, όπως και η προσπάθεια να επεκταθεί η αίγλη της Επανάστασης (ή της συμμετοχής στον πόλεμο με το Ιράκ), έγινε μια μόνιμη έγνοια, ιδίως των πολιτικών ρευμάτων που συνήθως περιγράφουμε στη Δύση ως «συντηρητικά».
Αυτό ήταν άλλωστε και ένας από τους λόγους που οδηγήθηκε το Ιράν στην υπογραφή της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα το 2015: ήταν η ελπίδα ότι η άρση των κυρώσεων και τα έσοδα από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων θα οδηγούσαν σε οικονομική ανάπτυξη και βελτίωση της κοινωνικής συνθήκης. Και αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η πτέρυγα των «μεταρρυθμιστών» χρεώθηκε την αδυναμία της κυβέρνησης Ρουχανί να πετύχει αυτούς τους στόχους αντιμέτωπη με τον Τραμπ αρχικά και την επιστροφή στις κυρώσεις και αργότερα την πανδημία.
Ποιο ρεύμα εκπροσωπεί ο Ραϊσί
Σε αυτό το τοπίο είναι που έχει παίξει σημαντικό ρόλο η φιγούρα του ανώτατου ηγέτη Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ. Το 2019, με αφορμή την επέτειο των 40 ετών από την Ισλαμική Επανάσταση, ο Χαμενεΐ θα μιλήσει για τη «δεύτερη φάση» της επανάστασης με μεγάλη έμφαση στην επιστήμη και την τεχνολογία, την οικονομική ανάπτυξη, τη δικαιοσύνη, την καταπολέμηση της διαφθοράς, την ανεξαρτησία και εθνική αξιοπρέπεια, αλλά και την επιμονή στην πνευματικότητα.
Σε αυτό το φόντο ορισμένοι αναλυτές επισημαίνουν ότι αντί για μια γενική αναφορά σε «συντηρητικούς» είναι προτιμότερο να δούμε ποια ακριβώς ρεύματα έρχονται στο προσκήνιο μέσα από την εκλογή Ραϊσί. Μια αναφορά του Χαμανεΐ, λίγες μέρες πριν τις εκλογές, σε μια κυβέρνηση «που να έχει εμπιστοσύνη στη νεολαία» θεωρήθηκε ότι παραπέμπει περισσότερο σε μια κυβέρνηση που να είναι πιο κοντά στο ρεύμα που στο Ιράν περιγράφεται ως Hezbollah (το κόμμα του Θεού), δηλαδή μια επανασύνδεση με την επαναστατική παράδοση της ισλαμικής δημοκρατίας και όχι απλώς με το ρεύμα των «συντηρητικών».
Ειδικότερα, αυτό παραπέμπει στην ανάδυση μιας νεώτερης γενιάς στελεχών που αναφέρονται στην ισλαμική επανάσταση, αλλά έχουν επίγνωση της ανάγκης να απευθυνθούν σε όσους αντιδρούν ή έλκονται από το «Πράσινο Κίνημα» και της δυνατότητας να χρησιμοποιηθούν ανάλογες επικοινωνιακές και πολιτικές τεχνικές.
Σε ένα τέτοιο φόντο, η εκλογή Ραϊσί εντάσσεται σε ένα αφήγημα που επιμένει στην ανάγκη επιστροφής στις αρχές της επανάστασης με μεγαλύτερη έμφαση στην κοινωνική δικαιοσύνη και το ενδιαφέρον γι’ αυτούς που είναι αποστερημένοι έχουν βρεθεί στο περιθώριο. Αυτό μεταφράζεται σε μια πολιτική που ταυτόχρονα δίνει μεγαλύτερη προσοχή στο θέμα τω μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων στο σύγχρονο Ιράν αλλά και σε μια πιο αποφασιστική εξωτερική πολιτική που διεκδικεί την άρση των κυρώσεων χωρίς μεγάλες υποχωρήσεις και η οποία δεν έχει πρόβλημα με συμβολισμούς όπως η άρνηση του Ραϊσί να πει ότι επιθυμεί να συναντήσει τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν.
Οι δύσκολες ισορροπίες
Όλα αυτά θα απαιτήσουν δύσκολες ισορροπίες. Στην εξωτερική πολιτική το Ιράν μπορεί να επικαλείται ότι βρίσκεται σε μια περίοδο διευρυμένης απήχησης, καθώς διατηρεί ισχυρή παρουσία και επιρροή μέσα από κινήματα φιλικά προς αυτό στον Λίβανο, την Υεμένη, το Ιράκ, έχει αποκτήσει μεγάλο κύρος στην Παλαιστίνη, αναζητά συνεννόηση με τη Σαουδική Αραβία και είδε την απομάκρυνση του Νετανιάχου από την πρωθυπουργία αλλά και τον ερχομό μιας αμερικανικής κυβέρνησης που επιθυμεί μια επιστροφή στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα. Όμως, την ίδια στιγμή, η ηγεσία του γνωρίζει ότι το κλειδί είναι οι ισορροπίες στο εσωτερικό της χώρας.
Και εκεί η μεγάλη πρόκληση παραμένει η κατοχύρωση ότι όντως πλευρές των αιτημάτων και των διεκδικήσεων της κοινωνίας με κάποιο τρόπο θα ακουστούν και θα ικανοποιηθούν. Αντίστοιχα, παρότι θα γίνει προσπάθεια θωράκισης του ιδεολογικού και πολιτιστικού πυρήνα της ισλαμικής επανάστασης, την ίδια στιγμή η νέα κυβέρνηση, αλλά και συνολικά το καθεστώς θα πρέπει να δείξουν ότι αντιλαμβάνονται ότι έχουν να κάνουν με μια κοινωνία που είναι ολοένα και πιο μορφωμένη, ολοένα και πιο πληροφορημένη, ολοένα και πιο εξοικειωμένη με τις τεχνολογίες της επικοινωνίας. Το εάν αυτό θα γίνει με έναν νέο γύρο «πραγματισμού» ή με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στις «αξίες της επανάστασης» ή με έναν συνδυασμό των δυο είναι κάτι που θα φανεί το επόμενο διάστημα.