Του Απόστολου Αλωνιάτη
Κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες φορολογούμενοι «πέφτουν» στην παγίδα αυτών των τεκμηρίων.
Αυτό οφείλεται στην πτώση του πραγματικού εισοδήματος, μιας και πέρα από τους άνεργους, που δεν δηλώνουν κανένα πραγματικό εισόδημα ή το επίδομα ανεργίας, έχουμε και την μείωση των μισθών τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Μια ακόμη κατηγορία φορολογουμένων είναι οι συνταξιούχοι, που έχουν υποστεί μεγάλες μειώσεις στις συντάξεις τους.
Ειδικά για το οικονομικό έτος 2020, έχουμε τις αναστολές των εργαζομένων αλλά παράλληλα και την πτώση τζίρου στις επιχειρήσεις, που στην πλειοψηφία τους έμειναν κλειστές το μεγαλύτερο διάστημα του 2020.
Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι μόνο η πληρωμή φόρων που προκύπτουν από εισόδημα που δεν υπάρχει, λόγω περιουσιακών στοιχείων που αποκτήσαμε σε μια άλλη οικονομική συγκυρία, αλλά και όσο αφορά τους ατομικός δρώντες (ατομικές επιχειρήσεις), να χάσουν τις ζημιές που έχουν από την εμπορική τους δραστηριότητα.
Αυτό συμβαίνει γιατί βάση της νομοθεσίας, αν ο έχων ατομική επιχείρηση (εμπορική ή ελεύθερος επαγγελματίας) φορολογηθεί με τα τεκμήρια, χάνει την οποιαδήποτε φορολογική ζημιά κατέγραψε το προηγούμενο οικονομικό έτος.
Ποιοι εξαιρούνται βάσει νόμου.
Σύμφωνα με το άρθρο 33 του Ν.4172/2013 τα τεκμήρια δεν εφαρμόζονται στις εξής περιπτώσεις:
α) Προκειμένου για αντικειμενική δαπάνη, η οποία προκύπτει βάσει επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης αναπήρου, το οποίο απαλλάσσεται από τα τέλη κυκλοφορίας.
β) Προκειμένου για αλλοδαπό προσωπικό που δεν διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα ή ημεδαπό προσωπικό που διαμένει μόνιμα στο εξωτερικό και απασχολείται αποκλειστικά σε επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του Α.Ν.89/1967, του Α.Ν.378/1968 και του άρθρου 25 του Ν.27/1975, για το ποσό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης, η οποία προκύπτει βάσει του επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ή της κατοικίας.
γ) Προκειμένου για επιχειρήσεις μεταπώλησης αυτοκινήτων που έχουν υπαχθεί στο ειδικό καθεστώς φορολογίας του άρθρου 45 του Ν.2859/2000, για την αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει βάσει των επιβατικών αυτοκινήτων που έχουν αγορασθεί για μεταπώληση με βάση τις διατάξεις του άρθρου 45 του Ν.2859/2000, εφόσον η άδεια και οι πινακίδες κυκλοφορίας του μεταβιβαζόμενου αυτοκινήτου οχήματος έχουν παραμείνει στη ΔΟΥ στην οποία έγινε η μεταβίβαση του αυτοκινήτου προς την επιχείρηση μεταπώλησης μέχρι και την ημερομηνία μεταπώλησης από αυτή σε τρίτο και το αυτοκίνητο κατά το χρονικό αυτό διάστημα δεν κυκλοφόρησε παράνομα. Οι μεταπωλήτριες επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση μαζί με την ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος να συνυποβάλουν υπεύθυνη δήλωση του Ν.1599/1986, στην οποία να αναγράφουν τα πιο πάνω αυτοκίνητα που αγόρασαν ή πώλησαν στο οικείο έτος. Περαιτέρω, προκειμένου για ατομικές επιχειρήσεις μεταπώλησης αυτοκινήτων της περίπτωσης αυτής, η ετήσια αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει από τα προς πώληση οχήματα, όταν δεν κατατεθούν η άδεια και οι πινακίδες κυκλοφορίας τους στη ΔΟΥ δεν μπορεί να υπερβαίνει τη μεγαλύτερη αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει από αυτοκίνητο της επιχείρησης.
Ισχύει για δαπάνες που προκύπτουν από 1.1.2010 και μετά.
δ) Προκειμένου για αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει με βάση σκάφη αναψυχής ιδιωτικής χρήσης, κυριότητας ή κατοχής μονίμων κατοίκων εξωτερικού, ανεξάρτητα από το μήκος και αν χρησιμοποιούν ή όχι προσωπικό.
ε) Προκειμένου για αγορά πάγιου εξοπλισμού επαγγελματικής χρήσης από πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα. Στην έννοια του πάγιου εξοπλισμού περιλαμβάνονται μηχανήματα, υπολογιστές, έπιπλα, σκεύη, ΦΔΧ αυτοκίνητα, ΦΙΧ αυτοκίνητα, ΕΔΧ αυτοκίνητα, μοτοποδήλατα, μοτοσυκλέτες, σκάφη, αεροσκάφη που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την άσκηση επιχείρησης ή ελευθέριου επαγγέλματος. Επισημαίνεται ότι στην έννοια του πάγιου εξοπλισμού δεν εμπίπτει η αγορά ή ανέγερση οικοδομής, καθώς και η αγορά Ι.Χ. επιβατικού αυτοκινήτου ατομικής επιχείρησης.
στ) Για αγορά επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ειδικά διασκευασμένων για πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητικές αναπηρίες που υπερβαίνουν σε ποσοστό το 67%. Ως επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης ειδικά διασκευασμένα για κινητικά αναπήρους θεωρούνται εκείνα που διασκευάστηκαν ύστερα από άδεια της αρμόδιας αρχής για να οδηγούνται από πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητική αναπηρία με ποσοστό πάνω από 67% ή για να μεταφέρουν αυτά τα πρόσωπα μαζί με τα αντικείμενα που είναι απαραίτητα με τη μετακίνησή τους.
ζ) Για την αντικειμενική δαπάνη και την δαπάνη αγοράς επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης, οχήματος τύπου L, μοτοποδηλάτου, μοτοσυκλέτας, καθώς και οχήματος παντός εδάφους ή άλλου μικρού οχήματος με τρεις ή τέσσερις τροχούς, μηδενικών ρύπων με Λιανική Τιμή Προ Φόρων (ΛΤΠΦ) έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ. Για τα οχήματα άνω του ορίου αυτού η ετήσια αντικειμενική δαπάνη ορίζεται σε τέσσερις χιλιάδες (4.000) ευρώ.
η) Οι ετήσιες αντικειμενικές δαπάνες που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 31 του ΚΦΕ προκειμένου για συνταξιούχους που έχουν υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας τους εφαρμόζονται μειωμένες κατά ποσοστό 30%.
θ) Προκειμένου για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που διαθέτουν πιστοποιητικό αυθεντικότητας το οποίο εκδίδεται από διεθνή ή ημεδαπό φορέα που έχει αρμοδιότητα να εκδίδει τέτοιο πιστοποιητικό (Ν.4172/2013, άρθρο 31, παρ. 1, περ. γ’, υποπερ. Ββ).
ι) Δεν εφαρμόζονται τα τεκμήρια απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 32 του ΚΦΕ, στα φυσικά πρόσωπα που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην αλλοδαπή, εφόσον δεν αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα.
ια) Σε καμία περίπτωση δεν εφαρμόζονται τα τεκμήρια διαβίωσης του άρθρου 31 του ΚΦΕ στα φυσικά πρόσωπα που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην αλλοδαπή, ακόμη κι αν αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα.
Επισημαίνεται ότι οι διατάξεις εφαρμογής τεκμηρίων δεν εφαρμόζονται για τον αλλοδαπό διπλωματικό ή προξενικό εκπρόσωπο, κάθε φυσικό πρόσωπο που εργάζεται σε πρεσβεία, διπλωματική αποστολή, προξενείο ή αποστολή αλλοδαπού κράτους για την διεκπεραίωση κρατικών υποθέσεων που είναι πολίτης του εν λόγω κράτους και κάτοχος διπλωματικού διαβατηρίου, καθώς και για κάθε φυσικό πρόσωπο που εργάζεται σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Διεθνούς Οργανισμού που έχει εγκατασταθεί βάσει διεθνούς συνθήκης την οποία εφαρμόζει η Ελλάδα.
Εξαιρέσεις από τα τεκμήρια για το οικονομικό έτος 2020.
Ειδικά για το φορολογικό έτος 2020 δεν εφαρμόζεται το άρθρο 31 (περ. α’ της παρ. 70 του άρθρου 72 του Ν.4172/2013), για τα φυσικά πρόσωπα:
(i) τα οποία ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα η οποία βάσει κανονιστικών πράξεων της διοίκησης, εντός του 2020 χαρακτηρίστηκε ως πληττόμενη, λόγω της εμφάνισης και διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19 ή ανεστάλη η λειτουργία της, ανεξαρτήτως χρονικού διαστήματος αναστολής,
(ii) των οποίων η σύμβαση εργασίας ανεστάλη για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του έτους 2020 λόγω των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, σύμφωνα με το άρθρο δέκατο τρίτο της από 14.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 64), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν.4682/2020 (Α’ 76), το άρθρο 11 της από 20.3.3020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του Ν.4683/2020 (Α’ 83) και το άρθρο 68 του Ν.4756/2020 (Α’ 235),
(iii) των οποίων η σύμβαση ναυτολόγησης ανεστάλη κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε διαστήματος εντός του 2020 με βάση το άρθρο εξηκοστό τρίτο της από 30.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 75), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του Ν.4684/2020 (Α’ 86), όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την από 1.5.2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 90), η οποία κυρώθηκε με τον Ν.4690/2020 (Α’ 104),
(iv) τα οποία εντάχθηκαν στον μηχανισμό ενίσχυσης «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» ανεξαρτήτως χρονικού διαστήματος εντός του 2020, σύμφωνα με το άρθρο 31 του Ν.4690/2020 και το άρθρο 123 του Ν.4714/2020 (Α’ 148),
(v) τα οποία είναι ιδιοκτήτες ακινήτων, που έλαβαν μειωμένο μίσθωμα εντός του 2020, για το οποίο έχει υποβληθεί έστω και μία εγκεκριμένη δήλωση COVID-19, κατόπιν σχετικής επεξεργασίας από την ΑΑΔΕ, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο της από 20.3.2020 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του Ν.4683/2020, όπως διαμορφώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 33 του Ν.4753/2020 (Α’ 227) και την παρ. 2 του άρθρου 13 του Ν.4690/2020 (Α’ 104), όπως ισχύουν μετά και την τροποποίησή τους με το άρθρο 54 του Ν.4758/2020 (Α’ 242), όταν προκύπτει διαφορά μεταξύ του τεκμαρτού και του συνολικού εισοδήματος κατά την παρ. 1 του άρθρου 30.
Για τους παραπάνω φορολογούμενους, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 31, εφόσον σωρευτικά:
(αα) τουλάχιστον σε ένα από τα δύο (2) προηγούμενα φορολογικά έτη δεν έτυχε εφαρμογής ο εναλλακτικός τρόπος υπολογισμού της ελάχιστης φορολογίας σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32, 33, 34,
(ββ) δεν υπήρξε αύξηση των αντικειμενικών δαπανών και υπηρεσιών του άρθρου 31 του φορολογικού έτους 2020 σε σχέση με το φορολογικό έτος 2019 και
(γγ) σε περίπτωση δαπάνης απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 32, η εν λόγω δαπάνη δικαιολογείται από τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 34 του Ν.4172/2013.
Επίσης, σύμφωνα με την περ. β’ της παρ. 70 του άρθρου 72 του Ν.4172/2013, χωρίς να επηρεάζεται η εφαρμογή του άρθρου 32 του Ν.4172/2013 (τεκμήριο αγοράς), αν το εισόδημα των φορολογούμενων της περ. α’ της παρ. 70 του άρθρου 72 και για τα δύο προηγούμενα φορολογικά έτη, προσδιορίστηκε κατόπιν εφαρμογής του εναλλακτικού τρόπου υπολογισμού της ελάχιστης φορολογίας, σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32, 33, 34 του Ν.4172/2013 και για το φορολογικό έτος 2020 προκύπτει προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, ως δαπάνη του άρθρου 31 του Ν.4172/2013 (ετήσια αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης) για το φορολογικό έτος 2020, λαμβάνεται υπόψη το μικρότερο ποσό αντικειμενικών δαπανών και υπηρεσιών του άρθρου 31 μεταξύ των φορολογικών ετών 2018, 2019 και 2020, εφόσον δεν υπήρξε αύξηση των αντικειμενικών δαπανών και υπηρεσιών του άρθρου 31 του φορολογικού έτους 2020 σε σχέση με το φορολογικό έτος 2019.
*Απόσπασμα από το βιβλίο «Φόροι 2021». Εκδόσεις PROSVASIS AEBE Συγγραφείς: Χάρης Τσοχαντάρης, Απόστολος Αλωνιάτης.
Αλωνιάτης Απόστολος
Οικονομολόγος – φοροτεχνικός, Α’ Αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών & Φορολογικών Μελετών (Ι.Ο.ΦΟ.Μ), Σύμβουλος Διοίκησης της PROSVASIS AEBE και συγγραφέας.
Πηγή: ΟΤ