Στις 6 Ιουλίου 1975, έφυγε από τη ζωή μία από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες της τζαζ, ο τρομπετίστας Λούις Άρμστρονγκ.
Στις 3 Απριλίου 1959, ο Λούις Άρμστρονγκ συνάντησε το αθηναϊκό κοινό, ανεβαίνοντας στη σκηνή του θεάτρου Ορφέα.
Το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» τον είχε υποδεχτεί λίγες ημέρες νωρίτερα με ένα απόσπασμα της αυτοβιογραφίας του.
Όπως εξιστορεί ο Λούις Άρμστρονγκ η συνάντησή του με την τρομπέτα ήταν αποτέλεσμα μιας απρόσμενης αλληλουχίας, που ξεκίνησε κάποια Χριστούγεννα κατά τη συνηθισμένη εξόρμηση του φωνητικού κουαρτέτου στο οποίο συμμετείχε ο Άρμστρονγκ, ως παιδί.
Αφηγείται ο Άρμστρονγκ:
«Εκείνες τις μέρες παίρναν και δίναν οι πιστολιές, ή ό,τι άλλο μπορούσε να κάνη όσο γίνεται περισσότερο κρότο. Οι πιστολιές, φυσικά, δεν επιτρέπονταν επίσημα, κι έπρεπε νάχουμε το μάτι μας πάνω στην αστυνομία.
»Είχα βρη ένα πιστόλι των 38 στο βάθος του παλιού κέδρινου μπαούλου της μάνας μου. (…) Αρχίζαμε το γύρο μας από τη Ράμπαρτ Στρητ, μεταξύ Περντίντο και Γκράβιερ. Ο μαέστρος κι ο τενόρος πήγαιναν μαζί μπροστά, και πίσω τους ακολουθούσαν ο βαρύτονος κι ο μπάσος.
»Τριγυρνούσαμε στους δρόμους τραγουδώντας στην τύχη, ώσπου να μας ζητήση κάποιος να τραγουδήσουμε δυό – τρία τραγούδια. Ύστερα περιφέραμε τα καπέλλα μας, και στο τέλος, και στο τέλος της βραδυάς μοιραζόμασταν την είσπραξη. Τις περισσότερες φορές μαζεύαμε ένα καλούτσικο κομπόδεμα. Τραβούσα έπειτα ολόϊσια στο σπίτι κι άδειαζα το μερίδιό μου μέσ’ στην ποδιά της μάνας».
Στο Σωφρονιστήριο
Ο μικρός Λούις όμως το βράδυ εκείνο, ενώ πυροβολούσε εορταστικά στον αέρα με το 38άρι του πατριού του, έγινε αντιληπτός από έναν αστυνομικό. Η κατάληξη ήταν η αναμενόμενη. Συνελήφθη και με δικαστική απόφαση εστάλη στο Σωφρονιστήριο Εγχρώμων Αρρένων Ανηλίκων, όπου οι τρόφιμοι εκπαιδεόνταν σε στρατιωτικές ασκήσεις, στην ξυλουργική, την κηπουρική και τη μουσική
«Όλοι οι επόπτες ήταν νέγροι. (…) Ήταν πολύ φυσικό να πάω ολόισια στον κ. Ντέιβις και στη μουσική του. Τη μουσική την είχα μεσ’ στο αίμα μου από τη μέρα που γεννήθηκα. (…)
Στην μπάντα
»Ποτέ μου δεν είχα δοκιμάσει να παίξω κορνέτο, μα καθώς άκουγα την μπάντα κάθε μέρα, θυμόμουνα τον Τζόε Όλιβερ, τον Μπάντυ Μπόλντεν, τον Μπανκ Τζώνσον και τους άλλους φημισμένους κορνετίστες της γειτονιάς μου.
»Πέρασαν έξη μήνες. (…) Καθώς ετοιμαζόμασταν να σηκωθούμε απ’ το τραπέζι, ο κ. Ντέιβις πέρασε με αργό βήμα και σταμάτησε κοντά μου.
– Λούις Άρμστρονγκ, είπε, θάθελες να παίξης στη μπάντα μας
(…) Προς μεγάλη μου έκπληξη, μου έδωσε ένα ντέφι. (…) Πήρα το ντέφι κι άρχισα να το χτυπώ στο ρυθμό της μπάντας. (…) Έπαιξα το σόλο μου πολύ επιτυχημένα, με κάμποσες φιοριτούρες. Όλα τα παιδιά φωνάξανε: «Ζήτω ο Λούις Άρμστρονγκ». (…) Έκανε τόση εντύπωση στον κ. Ντείβις, που αμέσως μ’ άλλαξε και μ’ έβαλε στα τύμπανα. (…)
– Τα κατάφερες πολύ καλά, Λούις, μου είπε, αλλά χρειάζομαι κάποιον για να παίζη άλτο
(…) Έπαιξα πολύ καλά το μέρος μου στο άλτο. Με τον καιρό, έγινα ο πιο δημοφιλής τρόφιμος του Σωφρονιστηρίου (…)
»Μια μέρα, ο πατέρας κι η μητέρα του νεαρού σαλπιγκτή μας, που είχαν επιτύχει την απόλυσή του, ήρθαν να τον πάρουν. Μόλις έφυγε, ο κ. Ντέιβις μού έδωσε τη θέση του. Πήρα με μιάς τη σάλπιγγα και βάλθηκα να τη γυαλίσω. (…)
»Ένοιωθα πραγματικά περήφανος που ήμουν ο σαλπιγκτής. Στεκόμουνα ολόισιος και τεντωμένος καθώς έβαζα τάχα νωχελικά τη σάλπιγγα στα χείλη μου κι έβγαζα κάτι νότες αληθινά μελένιες.
»Όλος ο τόπος γύρω φαινότανε ν’ αλλάζη. Ο κ. Ντέιβις, ικανοποιημένος από τον ήχο μου, μού έδωσε ένα κορνέτο και μ’ έμαθε να παίζω το «Πατρίδα μου, γλυκειά πατρίδα».
»Πετούσα στον έβδομο ουρανό. Η φιλοδοξία μου είχε πραγματοποιηθή – εκτός αν ήταν όνειρο».