Οι αμερικανικές αρχές δεν θέλησαν να δώσουν μεγάλη δημοσιότητα στην ολοκλήρωση της αποχώρησής τους από τη βάση της Μπαγκράμ στο Αφγανιστάν. Άλλωστε, κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε διάφορους συνειρμούς με μια άλλη αποχώρηση στο μακρινό πια 1989, όταν αποχωρούσαν και οι τελευταίες σοβιετικές μονάδες από τη χώρα. Τότε, αρκετοί στις ΗΠΑ αντιμετώπιζαν μάλλον χαιρέκακα το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ μόλις είχε αποκτήσει και επισήμως το δικό της Βιετνάμ. Δηλαδή, μια χώρα στην οποία πήγε για να παρέμβει σε μια εμφύλια σύγκρουση για να καταλήξει τελικά να αποχωρεί έχοντας υποστεί κάτι που μόνο ως ήττα μπορεί να περιγραφεί.
Όλα δείχνουν ότι υλοποιείται η δέσμευση του προέδρου Τζο Μπάιντεν οι ΗΠΑ να έχουν ολοκληρώσει την αποχώρησή τους μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου του 2021, δηλαδή 20 χρόνια μετά το ίδιο το γεγονός που πυροδότησε την ακολουθία που οδήγησε στην παρουσία των ΗΠΑ εκεί. Όμως, ο απολογισμός της 20εατίας απέχει αρκετά από όσες εξαγγελίες είχαν γίνει κατά την άφιξη των αμερικανών εκεί. Και ίσως τα πικρόχολα σχόλια να στραφούν κατά των αμερικανών αυτήν τη φορά.
Μια βάση με μεγάλη ιστορία
Η ίδια η αεροπορική βάση της Μπαγκράμ έχει μεγάλη ιστορία. Κατασκευασμένη στη δεκαετία του 1950, στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν συνδράμει στην κατασκευή της. Στη διάρκεια της Σοβιετικής εμπλοκής έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αεροπορική υποστήριξη των σοβιετικών και κυβερνητικών δυνάμεων. Αργότερα θα αποτελέσει ένα από τα επίδικα της σύγκρουσης ανάμεσα στη Βόρεια Συμμαχία και τους Ταλιμπάν που τελικά θα την καταλάβουν το 2000.
Όταν οι αμερικανοί πήγαν στο Αφγανιστάν το 2001, η βάση ξανακατασκευάστηκε και επεκτάθηκε σημαντικά. Άλλωστε, στις εγκαταστάσεις θα στεγαστούν αρκετές χιλιάδες αμερικανοί στρατιωτικοί, ενώ στα όρια της βάσης θα φτιαχτεί και η διαβόητη φυλακή του Παργουάν όπου ήταν κρατούνταν όσοι συλλαμβάνονταν από τους αμερικανούς. Κάποια στιγμή υπολογίζεται ότι εκεί βρίσκονταν έως και 3000 κρατούμενοι.
Με την απόφαση των ΗΠΑ για αποχώρηση, άρχισε να απομακρύνεται ο εξοπλισμός αλλά και να καταστρέφεται το τμήμα του εκείνο που δεν ήθελαν να πέσει στα χέρια των άλλων. Άλλωστε, πλιατσικολόγοι εμφανίστηκαν πριν καλά καλά ολοκληρωθεί η αποχώρηση, αν και οι κοντινοί μαγαζάτορες παραπονιούνται ότι οι αμερικανοί πέταξαν σαν σκουπίδια διάφορα υλικά που αυτοί θα μπορούσαν να είχαν πουλήσει.
Όμως, η αποχώρηση των ΗΠΑ σημαίνει ότι και χιλιάδες Αφγανοί που συνεργάστηκαν μαζί τους ή εργάστηκαν για τις αμερικανικές δυνάμεις, πλέον κινδυνεύουν να υποστούν τα αντίποινα των Ταλιμπάν. Γι’ αυτόν τον λόγο και οι Ηνωμένες Πολιτείες συζητούν με το Καζακστάν, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν για να δεχτούν έστω και προσωρινά μερικές χιλιάδες Αφγανούς συνεργάτες και τις οικογένειές τους που έχουν δεχτεί απειλές από τους Ταλιμπάν.
Τα ανοιχτά ερωτήματα για την επόμενη μέρα
Η επόμενη μέρα για το Αφγανιστάν έχει πολλά ανοιχτά ερωτήματα. Η συμφωνία των ΗΠΑ με τους Ταλιμπάν (κατά λέξη «Η συμφωνία για να έρθει η ειρήνη στο Αφγανιστάν ανάμεσα στο Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν, που δεν αναγνωρίζεται από τις ΗΠΑ ως κράτος και είναι γνωστό ως οι Ταλιμπάν και τις Ηνωμένες Πολιτείες») αφορά την αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους από το έδαφος του Αφγανιστάν και εγγυήσεις ότι το έδαφος του Αφγανιστάν δεν θα χρησιμοποιηθεί ως εφαλτήριο για επιθέσεις στις ΗΠΑ (μια που υπάρχει πάντα ο φόβος ότι τμήματα της Αλ Κάιντα ή του Ισλαμικού Κράτους θα προσπαθήσουν να το χρησιμοποιήσουν ως ορμητήριο).
Ωστόσο, ως προς το τι θα γίνει στο ίδιο το έδαφος του Αφγανιστάν η συμφωνία γενικά παραπέμπει στον διάλογο ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές στο Αφγανιστάν και την ανάγκη να υπάρξει ένας οδικός χάρτης για την πολιτική λύση.
Επισήμως, η αποχώρηση των ΗΠΑ θα σημαίνει ότι την ευθύνη θα την έχουν πια οι ίδιες οι υπηρεσίες ασφαλείας και οι ένοπλες δυνάμεις του Αφγανιστάν, για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό των οποίων οι ΗΠΑ έχουν ξοδέψει πολλά δισεκατομμύρια δολάρια.
Όμως, τα πράγματα δεν δείχνουν τόσο απλά. Δεν είναι καθόλου δεδομένο πόσο θα αντέξει η κυβέρνηση του προέδρου Ασράφ Γκάνι. Οι Ταλιμπάν όλο αυτό το διάστημα έχουν συνεχίσει την προέλασή τους και από τις αρχές Μαΐου μέχρι σήμερα έχουν καταλάβει πάνω από το ένα τέταρτο των 421 διοικητικών διαιρέσεων της χώρας.
Σε ορισμένες περιοχές οι κυβερνητικές δυνάμεις αντιμέτωπες με την επέλαση των Ταλιμπάν και προβλήματα όπως η έλλειψη πυρομαχικών, απλώς παραδίδονται, υπογράφουν τοπικές συμφωνίες με τους Ταλιμπάν για να εξασφαλίσουν ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή τους. Σε άλλες περιοχές τα πράγματα δεν είναι τόσο ειρηνικά και οι κυβερνητικές δυνάμεις υφίστανται μεγάλες απώλειες. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οι Ταλιμπάν απλώς αυξάνουν τις περιοχές που είναι υπό τον έλεγχό τους.
Και παρότι επισήμως οι Ταλιμπάν υποστηρίζουν ότι έχουν μετατοπίσει το βάρος από τις ένοπλες επιχειρήσεις προς την πολιτική, εντούτοις το τελευταίο διάστημα έχουν κάνει σημαντικές επιθέσεις και έχουν καταλάβει σημαντικές πόλεις στα βόρεια της χώρας.
Η αποτυχία των ΗΠΑ και ο κίνδυνος νέου εμφυλίου πολέμου
Όπως και να το δει κανείς, τα είκοσι χρόνια της αμερικανικής παρουσίας στο Αφγανιστάν δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν «επιτυχία». Μάλλον το ακριβώς αντίθετο.
Την κατάσταση συνόψισε ο πρώην πρόεδρος του Αφγανιστάν Χαμίντ Καρζάι: «Η διεθνής κοινότητα ήρθε εδώ 20 χρόνια πριν με τον σαφή στόχο να πολεμήσει τον εξτρεμισμό και να φέρει σταθερότητα… όμως ο εξτρεμισμό σήμερα είναι στο “υψηλότερο σημείο του», Επομένως, έχουν αποτύχει […] Ως Αφγανοί αναγνωρίζουμε όλες τις αποτυχίες, αλλά τι θα γίνει με εκείνες τις μεγαλύτερες δυνάμεις που ήρθαν εδώ ακριβώς για αυτόν τον σκοπό; Πού μας αφήνουν τώρα; Σε πλήρη εξευτελισμό και καταστροφή […] Η εκστρατεία [ενν. των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ δεν ήταν ενάντια στον εξτρεμισμό ή την τρομοκρατία, η εκστρατεία ήταν περισσότερο ενάντια στα χωριά και τις ελπίδες των Αφγανών, βάζοντας Αφγανούς στις φυλακές, δημιουργώντας φυλακές στην ίδια μας τη χώρα… και βομβαρδίζοντας όλα τα χωριά. Αυτό ήταν μεγάλο λάθος».
Την ανησυχία του για την επόμενη μέρα στο Αφγανιστάν εξέφρασε και ο στρατηγός Ώστιν Μίλερ, διοικητής των Αμερικανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν. «Σίγουρα ο εμφύλιος πόλεμος είναι ένα μονοπάτι που μπορεί να οπτικοποιηθεί», ήταν η χαρακτηριστική του αποστροφή. Οι εκτιμήσεις των αμερικανικών υπηρεσιών είναι ότι η κυβέρνηση του Αφγανιστάν θα μπορούσε να πέσει μέσα ένα διάστημα έξι μηνών έως 2 ετών από την αποχώρηση των αμερικανικών και νατοϊκών δυνάμεων.
Τα σημάδια ότι τα πράγματα τείνουν σε αυτή την κατεύθυνση, έχουν αρχίσει να πληθαίνουν. Εκτός από την προέλαση των Ταλιμπάν, στο προσκήνιο έχουν επιστρέψει και οι διάφορες πολιτοφυλακές, γεννώντας το φόβο για μια επιστροφή στη δεκαετία του 1990 όταν διάφοροι πολέμαρχοι είχαν δημιουργήσει τόσο μεγάλα προβλήματα με η βίαιη δράση τους που συχνά οι κάτοικοι υποδέχτηκαν τους Ταλιμπάν ως καλύτερη λύση. Όμως, η κυβέρνηση του Ασράφ Γκάνι ελπίζει ότι οι πολιτοφυλακές θα διεξάγουν πόλεμο φθοράς εναντίον των Ταλιμπάν ανακόπτοντας την επέλασή τους.
Το αεροδρόμιο της Καμπούλ και τα ρίσκα της Τουρκίας
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διατηρήσουν έναν σημαντικό αριθμό στρατιωτικών για τη φύλαξη των ενός συμπλέγματος διπλωματικών εγκαταστάσεων. Ωστόσο, το κλειδί για να παραμείνει ένας σημαντικός αριθμό δυτικών διπλωματών αλλά και εκπροσώπων διεθνών οργανισμών και εργαζομένων σε ΜΚΟ (άρα και ροής ανθρωπιστικής βοήθειας) είναι να υπάρχει και ένα ασφαλές αεροδρόμιο, δηλαδή να παραμείνει ανοιχτό και σε λειτουργία είναι να υπάρχει μια δύναμη που να εξασφαλίζει την ασφάλειά τους. Χωρίς ασφαλή έλεγχο του αεροδρομίου θα διακυβεύεται και η παρουσία των διπλωματικών αποστολών της Δύσης, ιδίως σε περίπτωση που οι Ταλιμπάν φτάσουν στην Καμπούλ.
Η Τουρκία έχει διεκδικήσει να αναλάβει αυτή την ασφάλεια του διεθνούς αεροδρομίου της Καμπούλ μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ από τη χώρα. Αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που βλέπει την παρουσία της εκεί (συμπεριλαμβανομένων των ιστορικών δεσμών με την περιοχή), με τη συνολικότερή της προσπάθεια να διεκδικήσει ρόλο και πρακτική «περιφερειακής δύναμης», αλλά και με την διακαή επιθυμία της κυβέρνησης Ερντογάν να δείξει στις ΗΠΑ και συνολική στη Δύση, ότι η Τουρκία παραμένει ένας αναντικατάστατος σύμμαχος.
Όμως, υπάρχουν και σημαντικά ρίσκα στην όλη προσπάθεια. Το βασικότερο είναι ότι οι Ταλιμπάν έχουν κάνει κατ’ επανάληψη σαφές ότι η Τουρκία ήταν τμήμα των νατοϊκών δυνάμεων και επομένως και οι τουρκικές δυνάμεις πρέπει να αποχωρήσουν μαζί με τις υπόλοιπές νατοϊκές. Επιπλέον, οι Ταλιμπάν δήλωσαν ότι εάν παραμείνουν τουρκικές δυνάμεις αυτές δεν θα αντιμετωπιστουν διαφορετικά από ό,τι θα αντιμετωπίζονταν τυχόν αμερικανικές δυνάμεις που παρέμειναν και δεν αποχώρησαν. Επιπλέον, παρότι η Τουρκία θα μπορούσε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Πακιστάν, με το οποίο έχουν αναβαθμισμένες σχέσεις, άλλες δυνάμεις μπορεί να μη δουν με καλό μάτι αυτή την αναβάθμιση της τουρκικής παρουσίας. Όλα αυτά ενέχουν τον κίνδυνο αντί για «προβολή ισχύος» η τουρκική παρουσία στο Αφγανιστάν να εξελιχθεί σε επικίνδυνη περιπέτεια με απρόβλεπτες συνέπειες.