Τα σπίτια χτίζονται για να κατοικούν σε αυτά άνθρωποι, όχι για να γίνονται αντικείμενο κερδοσκοπίας» είπε το 2017 ο Σι Τζινπίνγκ – και τα λόγια του προέδρου, όπως συμβαίνει στα περισσότερα θέματα, έγιναν η «Βίβλος» της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού στον κλάδο του real estate και ειδικά των κατοικιών. Στην πράξη, ωστόσο, τα πράγματα εκτυλίσσονται αρκετά διαφορετικά. Ειδικά όταν, παρά το μονοκομματικό καθεστώς και το μακρύ χέρι του κράτους που είναι πανταχού παρόν, αυτό που καθορίζει τελικά τις εξελίξεις είναι ο βασικός κανόνας της οικονομίας της αγοράς – η προσφορά και η ζήτηση.
Η δίψα των Κινέζων, άλλωστε, για να αποκτήσουν ένα δικό τους σπίτι αποδεικνύεται όχι απλώς τεράστια, αλλά και σε γενικές γραμμές ανεξέλεγκτη. Υπενθυμίζεται ότι μέχρι τη δεκαετία του ’90 το Σύνταγμα της χώρας απαγόρευε την ιδιοκτησία σπιτιών. Ομως, με τις αλλαγές που έγιναν το 1998, όταν εγκαταλείφθηκε η πολιτική της υποχρεωτικής παροχής στέγης από τους εργοδότες, τα πράγματα άλλαξαν και μάλιστα ραγδαία.
Σε αυτό συνέβαλαν αποφασιστικά και δύο ακόμη παράγοντες: αφενός, η πιστωτική αφθονία που παρείχαν οι τράπεζες στους πολίτες, με σχετικά χαλαρούς όρους και προϋποθέσεις, καθώς η χώρα είχε πλημμυρίσει από ρευστότητα και συνάλλαγμα και δεν αισθανόταν καμία άμεση απειλή – τουλάχιστον τέτοια που να μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το χρηματοπιστωτικό της σύστημα. Και αφετέρου το γεγονός ότι οι Κινέζοι (όπως δείχνει και το σχετικό γράφημα) θεωρούν τα ακίνητα ως την πιο σίγουρη επένδυση, ειδικά καθώς δεν είναι ιδιαιτέρως εξοικειωμένοι με ομόλογα και μετοχές.
Εκτόξευση τιμών
Εχοντας, ωστόσο, την πολύτιμη εμπειρία από τα όσα συνέβησαν στη Δύση και πρωτίστως στις ΗΠΑ το 2008, με το σκάσιμο της «φούσκας» των ενυπόθηκων δανείων, το Πεκίνο δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει κάτι ανάλογο. Γι’ αυτό και, όπως σημείωνε στις 9 Ιουνίου η «Wall Street Journal», η κατάσταση έχει φτάσει πλέον σε ένα σημείο που αρκετές «κινεζικές πόλεις εντείνουν τις προσπάθειές τους προκειμένου να ελέγξουν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικονομία της χώρας μετά την πανδημία: τις τιμές των ακινήτων που έχουν ξεφύγει».
Είναι ενδεικτικό, για του λόγου το αληθές, ότι σε ορισμένες πόλεις – όπως η Σενζέν στον κινεζικό Νότο – η τιμή για ένα διαμέρισμα μέσου μεγέθους, δηλαδή κοντά στα 100 τετραγωνικά, φτάνει ή και ξεπερνά το ένα εκατομμύριο δολάρια. Αυτός είναι και ο λόγος που η κυβέρνηση υιοθετεί επειγόντως μέτρα, ορισμένα δε επιθετικά. Ενα από αυτά είναι η θέσπιση τιμών αναφοράς για τις κατοικίες, που υποχρεώνουν και τις τράπεζες να προσαρμόσουν σε αυτές τη διαδικασία χορήγησης στεγαστικών δανείων, καθώς και το κόστος της μετέπειτα εξυπηρέτησής τους. Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι η αγοραπωλησία ναι μεν μπορούσε να γίνει σε υψηλότερη τιμή, όμως σε αυτή την περίπτωση και τα επιτόκια είναι υψηλότερα και οι κρατικές εγγυήσεις περιορίζονται σημαντικά.
Κερδισμένοι και χαμένοι
«Οσοι παίρνουν τις πολιτικές αποφάσεις δεν θέλουν να δουν τις τιμές των σπιτιών ούτε να ανεβαίνουν πολύ και απότομα ούτε να ακολουθούν την αντίθετη πορεία εξίσου γρήγορα» σημειώνει η Goldman Sachs περιγράφοντας την ομαλότητα και προβλεψιμότητα που επιθυμεί να επιβάλει το καθεστώς του Πεκίνου και στη συγκεκριμένη – και εξόχως επικίνδυνη – αγορά. Η τακτική αυτή αλλού απέδωσε καρπούς και αλλού όχι – σίγουρα, πάντως, το πρόβλημα δεν έχει αντιμετωπιστεί και οι κίνδυνοι παραμονεύουν. Εξάλλου, όπως σημειώνει στο ρεπορτάζ της και η «WSJ», οι ισορροπίες είναι λεπτές. «Αν και οι νέοι περιορισμοί ενδέχεται να πλήξουν τους κερδοσκόπους και να περιορίσουν κάποιες από τις ανατιμήσεις στις οποίες ήλπιζαν οι ιδιοκτήτες σπιτιών, υπάρχει μια κατηγορία πολιτών που πρόκειται να ωφεληθεί: Οι αγοραστές οι οποίοι μέχρι σήμερα αγωνίζονταν ώστε να καταφέρουν να αγοράσουν.
Οι περιορισμοί και οι ισορροπίες, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, έχουν ως αποτέλεσμα να πληθαίνουν οι ημιτελείς κατασκευές, τα “κουφάρια” όπως είναι γνωστά σε πολλούς, καθώς οι κατασκευαστές άλλα υπολόγιζαν και άλλα βρήκαν μπροστά τους. Σε βαθμό που στην Κίνα να υπάρχει και μια ειδική έκφραση για αυτού του είδους τα ακίνητα: Lanwei lou – τα κτίρια με τη σάπια ουρά».