Το γερμανικό «καρτέλ των αυτοκινήτων» δεν αποτελεί μόνο μια ευρωπαϊκή και παγκόσμια υπερδύναμη. Οπως όλα δείχνουν, αντιπροσωπεύει και μια πανίσχυρη επιχειρηματική «μαφία», τόσο στην Ευρώπη όσο και διεθνώς. Οι αποκαλύψεις της τελευταίας δεκαετίας, με κορυφαία την υπόθεση «Ντίζελγκεϊτ» που αποκαλύφθηκε το 2015 στις Ηνωμένες Πολιτείες και κόστισε στους Γερμανούς δεκάδες δισ. ευρώ σε πρόστιμα και αποζημιώσεις, μαρτυρούν του λόγου το αληθές και δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης.
Η πιο πρόσφατη εξέλιξη ήρθε χθες, με το πρόστιμο των 875 εκατ. ευρώ που επέβαλε η Κομισιόν στους ομίλους της Volkswagen και της BMW (502 εκατ. για την πρώτη και 373 εκατ. για τη δεύτερη). Πρέπει να σημειωθεί μάλιστα ότι μεγάλο πρόστιμο, ύψους 727 εκατ. ευρώ, αναλογούσε κανονικά και στην τρίτη μεγάλη αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας, την Daimler. Ωστόσο, η επιλογή της τελευταίας να αποκαλύψει την υπόθεση και να συνεργαστεί με τις Αρχές των Βρυξελλών τη γλίτωσε από τον σχετικό «λογαριασμό».
Μικρότερο του αναμενομένου ήταν πάντως το πρόστιμο και για τις άλλες δύο: η μεν VW γλίτωσε αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια επειδή επίσης δέχθηκε να συνεργαστεί μερικώς, ενώ η BMW είδε τελικώς να επιβαρύνεται με λιγότερα χρήματα σε σύγκριση με αυτά που είχε προϋπολογίσει και έφταναν αρχικά τα 1,4 δισ. ευρώ και, από τον περασμένο Μάιο, τα 400 εκατ. ευρώ.
Το λόμπι
Σε κάθε περίπτωση, παρά το γεγονός ότι το πανίσχυρο λόμπι λειτούργησε αποτελεσματικά και αυτή τη φορά και κατάφερε να περιορίσει τις συνέπειες, πρόκειται για ένα ακόμα σοβαρό πλήγμα στην αξιοπιστία ενός κλάδου ο οποίος είναι εμβληματικός για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης. Και όχι μόνο γι’ αυτόν, αλλά και για τις διαδοχικές κυβερνήσεις, μια και είναι γνωστό ότι οι δύο πλευρές διατηρούν παραδοσιακά στενές σχέσεις – κατά συνέπεια, λοιπόν, είναι μάλλον απίθανο οι αρμόδιοι υπουργοί να μην είχαν ακούσει τίποτε για τα όσα συνέβαιναν πίσω από τις κλειστές πόρτες, στις εκατοντάδες συναντήσεις που πραγματοποιούσαν οι εκπρόσωποι των τριών προαναφερθέντων ομίλων και των θυγατρικών τους (Audi, Porsche κ.λπ.).
Αιτία, αυτή τη φορά, ήταν το γεγονός ότι πριν από περίπου μία δεκαετία οι τρεις όμιλοι «παραβίασαν τους κανόνες της ΕΕ που αφορούν τις πρακτικές κατά του ανταγωνισμού προχωρώντας σε μεταξύ τους συνεννόηση σε ό,τι αφορά την τεχνολογική ανάπτυξη στον τομέα του καθαρισμού των εκπομπών οξειδίου του αζώτου», όπως εξήγησε στη σχετική ανακοίνωσή της η Κομισιόν, η οποία ερευνά την υπόθεση εδώ και μία τετραετία. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται σε αυτή την ανακοίνωση, οι εκπρόσωποί τους «συναντώνταν τακτικά στο πλαίσιο τεχνικών επαφών που γίνονταν για να συζητήσουν αναφορικά με την ανάπτυξη της τεχνολογίας Επιλεκτικής Καταλυτικής Αναγωγής (SCR), η οποία εξαλείφει τις βλαβερές εκπομπές οξειδίου του αζώτου (NOx) στα καυσαέρια των οχημάτων με κινητήρες ντίζελ μέσω της έγχυσης ουρίας (που αποκαλείται επίσης “AdBlue”)».
Αξιοσημείωτο είναι επίσης πως οι τρεις δεν κατηγορήθηκαν ότι παραβίασαν τα επίσημα όρια, ούτε ότι εξαπάτησαν τις Αρχές με «πειραγμένο» λογισμικό (όπως είχαν κάνει στην περίπτωση του «Ντίζελγκεϊτ»), αλλά για το γεγονός ότι ενώ είχαν στη διάθεσή τους την απαραίτητη τεχνολογία απέφυγαν να προχωρήσουν σε μεγαλύτερες μειώσεις στις εκπομπές. «Δεν χρησιμοποίησαν όλες τις δυνατότητες αυτής της τεχνολογίας για να προχωρήσουν πιο μακριά από το επίπεδο καθαρισμού που προβλεπόταν νομικά» κατήγγειλε σε συνέντευξη Τύπου η επίτροπος Ανταγωνισμού, Μαργκρέτ Βεστάγκερ.
Παράλληλα, σε συντονισμό με ένα άλλο ισχυρό καρτέλ, αυτό των πετρελαϊκών και των διυλιστηρίων, τοποθέτησαν στα οχήματά τους μικρότερες δεξαμενές ουρίας, έτσι ώστε να απαιτείται πιο τακτική αναπλήρωση – κάτι που απαιτούσαν οι εταιρείες και οι σταθμοί ανεφοδιασμού.
Τα σκάνδαλα «made in Germany» συνεχίζονται λοιπόν…