Κάθε χρόνο στις 14 Ιουλίου θυμόμαστε τον Θάνο Αξαρλιάν: χαλαρά, λίγο αφηρημένα, όλο και πιο αμυδρά -χωρίς τα λάβαρα των μαύρων επετείων και τον θόρυβο των διαδηλώσεων. Ο Αξαρλιάν δεν ήταν θύμα της ακροδεξιάς, ήταν θύμα της ακροαριστεράς· το γεγονός καθιστά τον θάνατό του «λάθος», «κακοτυχία», «παράπλευρη απώλεια». Στην περίπτωσή του, όσοι συνηθίζουν να κατεβαίνουν στο πεζοδρόμιο δεν κατεβαίνουν: κρίμα το παιδί και πάμε για άλλα. Εξάλλου, ο Δημήτρης Κουφοντίνας αναφέρει το δυσάρεστο συμβάν στην αυτοβιογραφία του -που εξέδωσε γνωστός εκδότης για να βγάλει λεφτά (και έβγαλε)- και παρότι ο αρχηγός δεν ξέρει να γράφει καταλάβαμε από το δακρύβρεχτο ύφος ότι έγινε μια στραβή. Άνθρωποι είμαστε!
Υπενθυμίζω εν τάχει τα γεγονότα: το μεσημέρι της 14ης Ιουλίου 1992 ο 20χρονος Θάνος Αξαρλιάν περπατούσε στη γωνία Καραγιώργη Σερβίας και Βουλής όπου δέχτηκε θραύσματα ρουκέτας της 17 Νοέμβρη η οποία είχε στόχο τον τότε υπουργό Οικονομικών Γιάννη Παλαιοκρασσά της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Ο κ. Παλαιοκρασσάς τραυματίστηκε ελαφρά ενώ ο Αξαρλιάν σκοτώθηκε ακαριαία. Ο θάνατός του αφύπνισε μερικούς από τους θαυμαστές της τρομοκρατικής οργάνωσης, που δεν ήταν λίγοι εκείνη την εποχή και που δήλωναν ανοιχτά τη στήριξή τους: Καλά τους κάνουνε! Φάτε τους όλους!
Δεν είναι λίγοι ούτε τώρα. Ο χώρος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς έχει συγχωνευτεί με τον ΣΥΡΙΖΑ και οι ιδεολογικές συγγένειες αποτελούν ένα νεφέλωμα. Τόσο στην περιφέρεια του κόμματος όσο και στο εσωτερικό του, εκτός από τα συνήθη γεροφρικιά που στρέφονται σε τροχιά γύρω από το κάθε αριστερό κόμμα που μπορεί να κερδίσει την εξουσία, η αριστερή τρομοκρατία έλκει νέους, ασταθείς και αμόρφωτους -οι «επαναστάτες που έχασαν τον δρόμο τους» ασκούν περισσότερη σαγήνη από τη βαρετή νομιμότητα. Η νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να διαφωνεί σε τίποτα από τους 17Νοεμβρίτες αλλά oι Συριζαίοι παραείναι δειλοί και καλοπερασάκηδες για να γίνουν αντάρτες πόλεων.
Ο Γιάννης Παλαιοκρασσάς σώθηκε επειδή επέβαινε σε θωρακισμένη Μερσέντες, αλλά ο Θάνος Αξαρλιάν βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Λίγες ώρες αργότερα, άγνωστος τηλεφώνησε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», με την οποία οι τρομοκράτες είχαν ανοιχτή γραμμή -γκραν σουξέ της μαχόμενης δημοσιογραφίας- και ανέλαβε την ευθύνη εκ μέρους της 17 Νοέμβρη εκφράζοντας τη λύπη του για τον θάνατο του Αξαρλιάν. Κανείς δεν γνώριζε ποιος τηλεφώνησε στην «Ελευθεροτυπία», αλλά, λίγα χρόνια μετά την εξάρθρωση της 17Ν, αποκαλύφθηκε πως ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Αργότερα ο Κουφοντίνας εξήγησε πώς είχε ληφθεί η απόφαση για τη δολοφονία του κ. Παλαιοκρασσά: ο υπουργός της ΝΔ θεωρούνταν αρχιτέκτονας της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής ο οποίος επιπλέον είχε σχέσεις με την Εκκλησία «και τους Αμερικάνους». Αλλά η επιχείρηση πήγε κατά διαόλου: «Ήταν ένα τραγικό λάθος. Το μοναδικό λάθος της 17Ν» έγραψε ο Κουφοντίνας στο βιβλίο του «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη».
Το 2014, ο επίσης 17Νοεμβρίτης Βασίλης Τζωρτζάτος σε επιστολή του στην «Ελευθεροτυπία» κατηγορούσε τον Κουφοντίνα για τον θάνατο του Θάνου Αξαρλιάν. Ο Τζωρτζάτος ανέφερε ότι η επίθεση κατά του τότε υπουργού Οικονομικών στην πλατεία Συντάγματος είχε αποφασιστεί με δύο προϋποθέσεις: πρώτον, ότι δεν θα υπήρχε κανείς άλλος στο αυτοκίνητο του υπουργού και, δεύτερον, ότι δεν θα κυκλοφορούσαν πεζοί στα πεζοδρόμια. Την ημέρα που έγινε η τρομοκρατική ενέργεια ουδείς ενδιαφέρθηκε γι’ αυτές τις προϋποθέσεις: στο αυτοκίνητο του υπουργού επέβαινε η γυναίκα του και η κόρη του, ενώ στον δρόμο υπήρχαν περαστικοί.
Λες και είχαμε καμιά αμφιβολία για την ευαισθησία της 17 Νοέμβρη. Ήθελαν να ξεμπερδεύουν μάνι-μάνι με τη δολοφονία για να φύγουν για διακοπές -στη Γαύδο ή στους Λειψούς, στο εξοχικό. Πράγμα που έκαναν μαζί με τον υπόλοιπο λαό που πήγε για τα μπάνια του. Το 2008, ο ίδιος λαός παρ’ ολίγο να στερηθεί τη γιορτή των Χριστουγέννων επειδή αστυνομικός πυροβόλησε ένα βράδυ στα Εξάρχεια τον 16χρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο που κινούνταν στον αναρχικό χώρο: αν ο Αλέξης δεν είχε τις παρέες που είχε, οι τόνοι θα ήταν χαμηλότεροι και η ελληνική κοινωνία δεν θα είχε χάσει μια ολόκληρη δεκαετία καταστροφής και κοινωνικού μίσους. Κι αν επρόκειτο για μέλος δεξιάς οργάνωσης δεν θα κουνιόταν φύλλο. Το ίδιο αληθεύει και για τον φόνο του Παύλου Φύσσα: εφόσον η αριστερά υπαγορεύει το σωστό και το λάθος, το ηθικό και το ανήθικο, αν ο Παύλος Φύσσας ήταν δεξιός, ηλικιωμένος και ασκούσε ένα ανιαρό επάγγελμα -όχι εκείνο του ράπερ- η δολοφονία του δεν θα είχε συγκλονίσει ολόκληρη τη χώρα, ούτε θα είχε μετονομαστεί δρόμος προς τιμήν του.
Παρότι είμαστε επιρρεπείς στο ψυχόδραμα, διατηρούμε εκλεκτική κρίση και μνήμη για όσα μας κάνουν να θρηνούμε. Εφόσον ένα μέρος του ελληνικού λαού δεν έχει ξεκαθαρίσει τη θέση του έναντι της πολιτικής βίας και του ένοπλου αγώνα, μερικά θύματα αναδεικνύονται σε ήρωες ενώ άλλα παραμένουν σχεδόν αδιάφορα. Πράγμα που με φέρνει αναπόφευκτα στην υπόθεση MARFIN, όπου ο ακροαριστερός όχλος εκτέλεσε τέσσερα άτομα χωρίς, προς το παρόν, να κατηγορηθεί κανείς. Δεν ισχύει πια η παλιά διάκριση μεταξύ ακροαριστερής βίας (μεμονωμένοι επιλεγμένοι στόχοι) και ακροδεξιάς (τυφλές επιθέσεις, αυτό που ονόμαζαν στην εποχή της Πιάτσα Φοντάνα και των Ερυθρών Ταξιαρχιών “stragismo”): σήμερα οι αριστεροί εξτρεμιστές χαρακτηρίζουν τη βία «αυτοσκοπό» και η κινητικότητά τους είναι αδιάκοπη, ένα είδος χόμπι· όσο για την ακροδεξιά, καθώς σχετίζεται με βραχύβιες συμμορίες και λιγότερο με διαχρονικές ιδεολογίες, παρουσιάζει διακυμάνσεις. Έτσι κι αλλιώς, μετά τη δεκαετία του 1950-60 έχει υποχωρήσει: της λείπουν οι οπαδοί· το ακροδεξιό ιδεολογικό υπόβαθρο παραείναι ισχνό για να δικαιολογήσει φόνους και να στρατολογήσει εκτελεστές. Αντιθέτως, το φάσμα της ακροαριστεράς που προβάλλει επιχειρήματα για «έναν καλύτερο κόσμο» πείθει ένα μέρος των απλών πολιτών. Ο δήθεν ιδεαλισμός της αριστερής τρομοκρατίας εξασφαλίζει την αναγνώριση των αγαθών προθέσεων: η ακροαριστερά, από τον σταλινισμό μέχρι τους αντάρτες πόλεων, σκοτώνει από αγάπη.