Την ώρα που η Γερμανία μπαίνει στην τελική ευθεία του προεκλογικού αγώνα, εντείνεται η αγωνία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για τη μετα-μερκελική εποχή της Ευρώπης. Ποια πορεία θα ακολουθήσει η νέα κυβέρνηση του Βερολίνου στην ΕΕ, πόσο θα προωθήσει την εμβάθυνση της Ενωσης, κατά πόσο θα επιμείνει στην επιστροφή στη λιτότητα της προηγούμενης δεκαετίας, ποιες προτεραιότητες θα θέσει στην ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική για τις σχέσεις με τη Ρωσία, την Κίνα, την Τουρκία, ποια γραμμή θα χαράξει σε κρίσιμες προκλήσεις όπως το Μεταναστευτικό και το Προσφυγικό; Είναι ορισμένα από τα βασικά ανοιχτά ερωτήματα που οδηγούν σε εύλογη στάση αναμονής τις Βρυξέλλες και τους εταίρους μέχρι τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Η Ανγκελα Μέρκελ με τη 16χρονη παραμονή της στο τιμόνι της μεγαλύτερης χώρας στο κέντρο της Ευρώπης, έχει μπροστά της δυόμισι μήνες ουσιαστικής κυβερνητικής δουλειάς, Αλλά η μετα-Μέρκελ εποχή έχει ήδη ξεκινήσει, όπως φάνηκε στο τελευταίο Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ. Πριν αναχωρήσει για τις Βρυξέλλες, η Μέρκελ εξηγούσε στους γερμανούς βουλευτές, γιατί η ΕΕ πρέπει να επιδιώξει τον απευθείας διάλογο με τη Ρωσία. «Δεν αρκεί να μιλάει ο Μπάιντεν με τον Πούτιν, πρέπει και η ΕΕ να αναπτύξει δικό της πλαίσιο διαλόγου με τη Ρωσία», τόνιζε η Μέρκελ από το βήμα του Μπούντεσταγκ.
Οι κυρώσεις στη Ρωσία για την προσάρτηση της Κριμαίας και την ανατολική Ουκρανία είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη είναι η διατήρηση διαύλων επικοινωνίας με τη Μόσχα, η οποία δεν είχε κοπεί ούτε στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου με τη Σοβιετική Ενωση. Τότε ο καγκελάριος Βίλι Μπραντ είχε χαράξει την «οστ-πολιτίκ», αναζητώντας τον διάλογο με τη Μόσχα. Τώρα η Μέρκελ θέλει να αφήσει παρακαταθήκη τη δική της «οστ-πολιτίκ». Θεωρεί αναγκαία μία «ατζέντα κοινών, στρατηγικών θεμάτων σε διάλογο με τη Ρωσία». Είχε συνεννοηθεί προηγουμένως επ’ αυτού με τον γάλλο πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν, η θέση της υπηρετεί και το σύνθημα του Μακρόν για «ευρωπαϊκή κυριαρχία» στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Στο Συμβούλιο Κορυφής του Ιουνίου Μέρκελ και Μακρόν αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στη σθεναρή αντίσταση των βαλτικών και ανατολικοευρωπαϊκών χωρών. Ο Χέλμουτ Κολ, στη θέση της Μέρκελ θα είχε φροντίσει να εξασφαλίσει εκ των προτέρων με ανταλλάγματα τη συγκατάθεσή τους. Η Μέρκελ υποτίμησε τις αντιστάσεις που θα συναντούσε, υπερτίμησε τις δυνατότητες επιρροής του γαλλογερμανικού άξονα, η λειτουργία του οποίου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργεί και η ΕΕ, αλλά δεν μπορεί να προαποφασίζει για τα πάντα στην ΕΕ.
Η ήττα της Μέρκελ είναι χρήσιμο παράδειγμα προς αποφυγήν για τους επίδοξους διαδόχους της στην καγκελαρία, τον χριστιανοδημοκράτη, Αρμιν Λάσετ, την πράσινη, Αναλένα Μπέρμποκ και τον σοσιαλδημοκράτη, Ολαφ Σολτς. Κανένας από αυτούς δεν διαθέτει το προσωπικό εκτόπισμα που έχει η Μέρκελ ως μακροβιότερη ευρωπαία ηγέτις. Η αποχώρησή της θα αποδυναμώσει ακόμα περισσότερο τον γαλλογερμανικό άξονα, ο οποίος με τον Μάριο Ντράγκι στη Ρώμη και τον Εμανουέλ Μακρόν στο Παρίσι έχει αποκτήσει ένα γαλλοϊταλικό αντίβαρο.
Η καλή είδηση για τις Βρυξέλλες είναι ότι και οι τρεις υποψήφιοι για την καγκελαρία της Γερμανίας, με τις διαφορετικές κομματικές αποχρώσεις, είναι βαθύτατα ευρωπαϊστές. Ο Αρμιν Λάσετ από το Ααχεν στα γερμανο-ολλανδικά σύνορα είναι γεννημένος ευρωπαίος πολιτικός των συναινετικών λύσεων. Η Αναλένα Μπέρμποκ θέλει την «πράσινη ανανέωση» της Ευρώπης. Και ο Ολαφ Σολτς είναι ο υπουργός Οικονομικών που πέρασε στη Γερμανία το Ταμείο Ανάκαμψης και θέλει να το κρατήσει. Τούτων δοθέντων, οι γερμανικές εκλογές δεν κυοφορούν την ανατροπή αλλά τη συνέχεια στην ευρωπαϊκή θέση της Γερμανίας.