Τον εφιάλτη που έζησε στα χέρια του πατέρα της και στη συνέχεια του αστυνομικού, τους οποίους κατήγγειλε για βιασμό και σεξουαλική κακοποίηση περιγράφει με λεπτομέρειες στην προανακριτική της κατάθεση η 19χρονη κοπέλα που κατάφερε να δραπετεύσει από το σπίτι στην Ηλιούπολη και να καταγγείλει τους συλληφθέντες και άλλα πρόσωπα στις διωκτικές και δικαστικές αρχές.

Η κοπέλα κατέθεσε για πρώτη φορά στην αστυνομία το Σάββατο 10 Ιουλίου, παρουσία πραγματογνώμονα ψυχολόγου.

«Πριν ενάμιση μήνα περίπου γνώρισα τον αστυνομικό μέσω ενός κοινού γνωστού μας ο οποίος δουλεύει ως ντελιβεράς σε μία καφετέρια. Με τον αστυνομικό είχαμε ερωτική σχέση και τις πρώτες μέρες τα πηγαίναμε πολύ καλά και συγκατοικήσαμε μετά από μία βδομάδα περίπου αφού γνωριστήκαμε στο σπίτι του στην Ηλιούπολη.

Εγώ ενημέρωσα τη μητέρα μου ότι θα πάω να μείνω μαζί του. Μετά από περίπου δύο εβδομάδες αφού πήγα στο σπίτι του, του είπα ότι ήθελα να βρω κάποια δουλειά για παράδειγμα σε καφετέρια. Αυτός όμως μου είπε ότι η μητέρα ενός φίλου του, έχει οίκους ανοχής στην Αθήνα και ένα site για να κλείνεις ερωτικά ραντεβού με κοπέλες το κατονομάζει και μου πρότεινε να εργαστώ και εγώ για αυτήν. Όταν μου έγινε η πρόταση να εργαστώ , εγώ αρχικά το αρνήθηκα όμως αυτός με απείλησε ότι θα με σκοτώσει και ότι θα κάνει κακό στην οικογένειά μου και έτσι εξαναγκάστηκα να δουλέψω μαζί τους».

Στη συνέχεια, η 19χρονη αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στις ημέρες που ακολούθησαν, κατονομάζοντας ξενοδοχεία και σπίτια που θυμάται ότι επισκέφθηκε σε Γλυφάδα, Σκαραμαγκά και σε άλλες περιοχές της Αττικής και επισημαίνοντας ότι καθημερινά είχε 3-4 ραντεβού. Επίσης, αναφέρει τα ονόματα και άλλων γυναικών που επίσης έκαναν την ίδια «δουλειά» και οι οποίες βρίσκονταν για κάποια διαστήματα στο σπίτι του κατηγορούμενου αστυνομικού, κάνοντας ορισμένες εξ αυτών χρήση ναρκωτικών ουσιών.

Τον εφιάλτη που έζησε στα χέρια του πατέρα της και στη συνέχεια του αστυνομικού, τους οποίους κατήγγειλε για βιασμό και σεξουαλική κακοποίηση περιγράφει με λεπτομέρειες στην προανακριτική της κατάθεση η 19χρονη κοπέλα που κατάφερε να δραπετεύσει από το σπίτι στην Ηλιούπολη και να καταγγείλει τους συλληφθέντες και άλλα πρόσωπα στις διωκτικές και δικαστικές αρχές.

Η κοπέλα κατέθεσε για πρώτη φορά στην αστυνομία το Σάββατο 10 Ιουλίου, παρουσία πραγματογνώμονα ψυχολόγου.

«Πριν ενάμιση μήνα περίπου γνώρισα τον αστυνομικό μέσω ενός κοινού γνωστού μας ο οποίος δουλεύει ως ντελιβεράς σε μία καφετέρια. Με τον αστυνομικό είχαμε ερωτική σχέση και τις πρώτες μέρες τα πηγαίναμε πολύ καλά και συγκατοικήσαμε μετά από μία βδομάδα περίπου αφού γνωριστήκαμε στο σπίτι του στην Ηλιούπολη.

Εγώ ενημέρωσα τη μητέρα μου ότι θα πάω να μείνω μαζί του. Μετά από περίπου δύο εβδομάδες αφού πήγα στο σπίτι του, του είπα ότι ήθελα να βρω κάποια δουλειά για παράδειγμα σε καφετέρια. Αυτός όμως μου είπε ότι η μητέρα ενός φίλου του, έχει οίκους ανοχής στην Αθήνα και ένα site για να κλείνεις ερωτικά ραντεβού με κοπέλες το κατονομάζει και μου πρότεινε να εργαστώ και εγώ για αυτήν. Όταν μου έγινε η πρόταση να εργαστώ , εγώ αρχικά το αρνήθηκα όμως αυτός με απείλησε ότι θα με σκοτώσει και ότι θα κάνει κακό στην οικογένειά μου και έτσι εξαναγκάστηκα να δουλέψω μαζί τους».

Στη συνέχεια, η 19χρονη αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στις ημέρες που ακολούθησαν, κατονομάζοντας ξενοδοχεία και σπίτια που θυμάται ότι επισκέφθηκε σε Γλυφάδα, Σκαραμαγκά και σε άλλες περιοχές της Αττικής και επισημαίνοντας ότι καθημερινά είχε 3-4 ραντεβού.

Επίσης, αναφέρει τα ονόματα και άλλων γυναικών που επίσης έκαναν την ίδια «δουλειά» και οι οποίες βρίσκονταν για κάποια διαστήματα στο σπίτι του κατηγορούμενου αστυνομικού, κάνοντας ορισμένες εξ αυτών χρήση ναρκωτικών ουσιών.

Η αιχμαλωσία

Η κοπέλα από τις περιγραφές τις φαίνεται πως ήταν ουσιαστικά αιχμάλωτη, αφού ο κατηγορούμενος εμφανίζεται να την κλείδωνε σπίτι, να της επέτρεπε να πάει μόνο συγκεκριμένες διαδρομές, ενώ σύμφωνα με την κατάθεση, είχε τοποθετήσει εφαρμογή στο κινητό της για να την ελέγχει ανά πάσα στιγμή.
«Επίσης να σας αναφέρω ότι μου είχε βάλει μια εφαρμογή στο κινητό μέσω της οποίας με άκουγε και έβλεπε κάθε στιγμή που ήμουν. Ακόμα ο Δ. δεν με άφηνε να βγω από το σπίτι του παρά μόνο για να πάω στο περίπτερο και για να πάρω καφέ σε μια καφετέρια δίπλα και μόνο όταν ήταν κι αυτός εκεί. Όταν έφευγε από το σπίτι κλείδωνε την πόρτα και με άφηνε μέσα. Η μάνα μου είχε έρθει δύο φορες στο σπίτι και την μία από αυτές μαζί με τον αδερφό μου. Αυτοί δεν γνώριζαν για όλη αυτήν την κατάσταση διότι εγώ δεν τους είχα πει τίποτα και όταν ερχόταν σπίτι ο Δ. το έπαιζε καλός και έκανε αστεία», είπε.

Η διαφυγή

Μετά από ενάμισι μήνα, η 19χρονη δεν άντεξε και αποφάσισε να διαφύγει, ύστερα από τους συνεχείς ξυλοδαρμούς που -όπως κατέθεσε- είχε υποστεί από τον κατηγορούμενο. Σημαντική βοήθεια για να τα καταφέρει στάθηκε η σερβιτόρα, η οποία αντιλήφθηκε τα χτυπήματα στο σώμα της 19χρονης και της είπε ότι μπορεί αν τη βοηθήσει αν το επιθυμούσε.
«Σήμερα, ξύπνησα και πήγα να πάρω καφέ στην καφετέρια, όπου η κοπέλα που δουλεύει με ξέρει γιατί τον τελευταίο καιρό έπαιρνα καφέ συνέχεια από εκεί, με είδε που ήμουν χτυπημένη και μου είπε αν θέλω βοήθεια να πάω σε αυτήν. Εγώ πήρα τον καφέ γύρισα σπίτι και όταν με είδε ο  … ξαφνικά και χωρίς λόγο άρχισε να φωνάζει, να με χτυπάει στα χέρια, στα πόδια και στο πρόσωπο, ενώ με απείλησε και με ένα όπλο λέγοντας μου θα σε σκοτώσω και δεν θα ζήσεις. Τότε χτύπησε το κινητό του .. και καθώς αυτός μίλαγε σε αυτό, εγώ κατάφερα να τρέξω προς την πόρτα και να βγω έξω. Έπειτα πήγα κατευθείαν στην κοπέλα η οποία μόλις της είπα τι έγινε ενημέρωσε την αστυνομία. Εγώ με την κοπέλα πήγαμε με το αυτοκίνητο της στην αστυνομία».

Ο πατέρας

Στην κατάθεση της καταγγέλλει και το βιασμό της από τον πατέρα της. Όπως υποστηρίζει, η πρώτη φορά σημειώθηκε στα 11 της χρόνια, ενώ τελευταία φορά καταθέτει ότι την βίασε όταν ήταν 17 ετών πριν τα γενέθλια της.
Αφού περιέγραψε τα περιστατικά, ανέφερε ότι συνολικά βιάστηκε από τον πατέρα της πάνω από 30 φορές, όταν ήταν μόνοι στο σπίτι με αποτέλεσμα ο αδερφός και η μητέρα της να μην το γνωρίζουν. Σύμφωνα με την κοπέλα, εξαιτίας της καραντίνας του κορονοϊού δεν μπόρεσε να συνεχίσει να την βιάζει, καθώς ήταν πάντα παρόντες η μητέρα ή ο αδερφός της στο σπίτι τους.