Την τραγελαφική φάρσα του Αργύρη Χιόνη «Το Μήνυμα» επέλεξε, ως την πρώτη της θεατρική δουλειά η Ομάδα APUS, για να συστηθεί στο κοινό.
Η παράσταση, που τελεί υπό την αιγίδα του Οργανισμού Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ) θα παρουσιαστεί στο Ανοιχτό Θέατρο Γκράβας, για μία μόνο βραδιά την Τετάρτη 14 Ιουλίου στις 21.00, σε σκηνοθεσία Ανθής Φουντά.
Εγκλωβισμένοι σε ένα ταξίδι χωρίς αρχή και τέλος, δύο ανθρωπάκια (ή οι άνθρωποι) πασχίζουν να παραδώσουν ένα μήνυμα που έχουν ξεχάσει. Μια κωμικοτραγική παράσταση που μας προκαλεί να γελάσουμε με την κατάντια, να ξαφνιαστούμε με την απόγνωση και να αναρωτηθούμε τί μένει από τον άνθρωπο αν του πάρεις την αρχή και το τέλος. Μια ευρηματική, κωμική και βαθιά ανθρώπινη παράσταση που χωρά ολόκληρη στα αυστηρά όρια ενός σκηνικού που μοιάζει βγαλμένο από ξύλινο παιχνίδι-γρίφο. Ελάτε να γελάσετε με τους ανθρώπους μέσα στο κλουβί!
Η Ομάδα APUS συστάθηκε το 2020 από τους Ανθή Φουντά, Αντώνη Κυριακάκη και Γιώργο Πατεράκη. Το θεατρικό κενό αυτής της χρονιάς προσέφερε το χρόνο για τη δημιουργική συνάντηση των τριών, η οποία βρισκόταν σε αναμονή από την προγενέστερη επαγγελματική τους περίοδο. Μετά τις σπουδές και τα πρώτα χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας ενώνουν τις δυνάμεις τους για να φτιάξουν μια ευρηματική, κωμική και βαθιά ανθρώπινη παράσταση. Με τα λιγότερα δυνατά μέσα, εμπιστοσύνη στο κείμενο, αλληλοσεβασμό και επίμονη εργασία. Στην πρώτη τους παράσταση, «Το Μήνυμα» του Αργύρη Χιόνη αναζητούν τι μένει από τον άνθρωπο όταν μείνει χωρίς ανθρώπους, μελετώντας και αναπλάθοντας μια τραγελαφική φάρσα.
Η Ανθή Φουντά μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση.
Γιατί διαλέξατε τη συγκεκριμένη παράσταση για να συστηθείτε στο κοινό;
Το έργο αυτό ξεκίνησε το ταξίδι του προς εμάς πριν από πολλά χρόνια, όταν ο Αντώνης (Κυριακάκης) έτυχε να το διαβάσει. Το έργο εντυπώθηκε μέσα του και ξαφνικά, την ώρα που έκρινε κατάλληλη, εμφανίστηκε. Με το που το διαβάσαμε ο Γιώργος (Πατεράκης) κι εγώ, είπαμε πάμε! Θα έλεγα ότι η παράσταση μας διάλεξε, και όχι εμείς αυτή. Σα να ήρθε η ώρα της και έψαχνε κάποιους να την πραγματοποιήσουν. Με κάποιον τρόπο είναι το «Μήνυμα» του Αργύρη Χιόνη που μας θύμισε μια επιθυμία που σιγόκαιγε ανάμεσά μας: να δημιουργήσουμε κάτι μαζί. Ενώ ακόμα μελετούσαμε το έργο και παίζαμε με τις δυνατότητες που κρύβει, ξαφνιαζόμασταν με τις αναλογίες που μπορεί κανείς να αναγνώσει με τη σημερινή ιδιαίτερη συνθήκη. Πολλές φορές αναρωτήθηκα πώς έγινε και το Μήνυμα ήρθε τώρα στη ζωή μου.
Αυτά τα δύο ανθρωπάκια πόσο μοιάζουν με εμάς σήμερα;
Τα πρόσωπα που εμφανίζονται στο «Μήνυμα» του Αργύρη Χιόνη είναι ο Α και ο Β. Ο συγγραφέας αποφάσισε ότι δεν υπάρχει λόγος τους δώσει όνομα. Είναι, λοιπόν, δύο άνθρωποι χωρίς όνομα. Χωρίς όνομα σημαίνει και χωρίς ιστορία, καταγωγή, κοινωνική υπόσταση.
Ο Α και ο Β είναι αγγελιαφόροι σε αποστολή. Είναι εργαλεία. Υπήρχαν άραγε κάποτε κι άλλα εργαλεία; Το Γ; Το Τ; Κάποια εργαλεία έχουν όνομα, σταυροκατσάβιδο, κάποια άλλα έχουν αριθμό. Δώσε μου το 5 μπορεί να πει ένας μάστορας σε έναν άλλον και συνεννοήθηκαν. Δεν έχουν χρόνο για χάσιμο. Οι κρατούμενοι επίσης δεν έχουν όνομα. Κι αυτοί έχουν αριθμό. Αυτοί μάλιστα είναι αριθμός. Δεν υπάρχει χρόνος για προσφωνήσεις.
Κι εμείς σήμερα γινόμαστε αριθμοί. Είσαι όσα νούμερα αναγράφονται κάτω από τον ανυψωμένο αντίχειρα. Δεν κοιτάει κανείς το όνομα και την ιστορία σου, δεν υπάρχει χρόνος. Κι έχουν άραγε όλοι αυτοί οι αριθμοί κάποιο αντίκρισμα; Ο Β μας λέει σε κάποια στιγμή του έργου: “Μπορούν να υπάρχουν βασιλιάδες χωρίς υπηκόους, όπως και υπήκοοι χωρίς βασιλιά”.
Ο Α και ο Β έχουν ο καθένας από μια άγκυρα για να κρατούν τον εαυτό τους συγκροτημένο.
Ο Α, έχοντας λιγότερη εμπειρία, κρατιέται από τη σημασία της αποστολής του, και από τη σημασία που αυτή δίνει στον ίδιον. Σήμερα βλέπω πολύ συχνά τη σημασία του προσωπικού αφηγήματος. Πρέπει να πιστεύεις στην αποστολή σου, για να πιστέψουν και οι άλλοι σε σένα. Όσο πιο σημαντική η αποστολή σου, τόσο πιο σημαντικός εσύ, τόσο πιο σημαντικοί κι αυτοί που καταμετρώνται σε σένα.
Πρέπει να έχεις μια αποστολή, για να είσαι κάποιος για τους άλλους. Τί είναι άραγε αυτός ο αγγελιαφόρος χωρίς το μήνυμά του; Και μπορεί ποτέ να λέγεται αγγελιαφόρος, αν σταματήσει να προσπαθεί να φτάσει στον παραλήπτη; Μέσα σε αυτήν τη σκέψη βρήκα την ομοιότητα με όλους μας όταν για να παραμείνουμε αυτοί που πιστεύουμε ότι είμαστε, δε σταματάμε ένα αδιέξοδο ταξίδι.
Ο Β κρατιέται από τη γενική πείρα, από αυτό που είναι πάντα έτσι. Δε μπορούμε να καθόμαστε να προσπαθούμε να βγάλουμε άκρη με ό, τι δε βγάζει νόημα, με ό, τι είναι ανυπόφορο και παράδοξο. Δεν υπάρχει χρόνος. Έτσι ήταν, έτσι θα είναι. Σκάσε και κολύμπα. Αυτήν ξέρετε, αυτήν εμπιστεύεστε. Μην το ψάχνεις. Ο έμπειρος Β ξέρει ότι η αδιάκοπη αμφισβήτηση δε σε αφήνει να κάνεις βήμα, κι αυτό είναι επικίνδυνο όταν βρίσκεσαι σε ένα ταξίδι, σαν τη ζωή για παράδειγμα.
Είναι επικίνδυνο να το σκαλίζεις, όταν δεν έχεις χρόνο να το αλλάξεις. “Αν είχα χρόνο, θα ήμουν άλλο πράγμα” λέει σε κάποια στιγμή του έργου. Ταυτόχρονα, ο ίδιος φαίνεται να είναι τόσο καιρό σε αυτό το ταξίδι, που πια είναι ο ίδιος το ταξίδι, είναι ο ίδιος το μήνυμα, δεν έχει σημασία το γιατί συνεχίζει, το μάταιο θα είναι πάντα μάταιο, αλλά “αυτή είναι η δουλειά μας.” Κάπως έτσι, μέσα από την απόλυτη έλλειψη αξίωσης κάποιου νοήματος, αυτός ο Β, μας συστήνει σε μια παράδοξη μορφή αισιοδοξίας.
Τί μένει από τον άνθρωπο αν του πάρεις την αρχή και το τέλος;
Αν από τον άνθρωπο πάρεις την αρχή και το τέλος μένει -θρω-. Αυτό μοιάζει με αστείο, αλλά κρύβει μέσα του και κάτι σαν αλήθεια. Μένει κάτι που δεν έχουμε λέξεις για να το ορίσουμε. Κάτι που δεν έχουμε τα υλικά σκέψης για να το κατανοήσουμε. Μένει κάτι που απαιτεί από εμάς μεγάλα αποθέματα ενέργειας για να το προσεγγίσουμε.
Είναι σχεδόν επίπονο να βάλουμε τη φαντασία να το προσπαθήσει. Ένα τραγικό παράδειγμα του να πάρεις από έναν άνθρωπο την αρχή του και να του στερήσεις τη δυνατότητα ενός τέλους, εγκλωβίζοντάς τον σε ένα ατέρμονο προσωρινό παρόν είναι το Uppgivenhetssyndrom, το σύνδρομο της παραίτησης, που εμφανίζουν παιδιά πρόσφυγες στη Σουηδία, τα οποία πέφτουν σε έναν ατέρμονο ύπνο.
Στερημένα από το παρελθόν τους, και χωρίς να ξέρουν πότε το ταξίδι σταματά, αναγκασμένα σε μια διαρκή αναμονή μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Στο έργο του Αργύρη Χιόνη, ο Α και ο Β, δεν τολμούν να τα παρατήσουν μπροστά στο φόβο της ανυπαρξίας, εξάλλου δεν είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά, είναι δυο ήρωες, δύο σκίτσα φτιαγμένα τραγελαφικά για να αντέξουμε να ακούσουμε μια τέτοια ιστορία.
Γιατί τοποθετείτε τη δράση μέσα σε ένα σκηνικό βγαλμένο από ξύλινο παιχνίδι – γρίφο;
Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, οι ήρωές μας μοιάζουν να δοκιμάζουν διαφορετικά μονοπάτια σκέψης στην προσπάθειά τους να φτάσουν στον προορισμό τους, ενώ άλλες φορές οι δοκιμές τους έχουν να κάνουν με το να γίνει το ταξίδι λίγο πιο υποφερτό.
Η διαδικασία αυτή μου θύμισε κάτι από παιχνίδι μηχανικής σκέψης, όπου χωρίς να σου τίθεται το ερώτημα, έχοντας κάποια διαθέσιμα εργαλεία, πρέπει να ανακαλύψεις το στόχο του παιχνιδιού αλλά και τον τρόπο να φτάσεις σε αυτόν.
Το ερώτημα κρύβεται στην ίδια την κατασκευή του γρίφου. Για παράδειγμα ο κύβος του rubik δε σου λέει πουθενά ποιός είναι ο στόχος, κι όμως είναι έτσι κατασκευασμένος που σου γεννά την ορμή να προσπαθήσεις να φέρεις τα τετραγωνάκια με το ίδιο χρώμα στην ίδια πλευρά του κύβου. Λες και το παιχνίδι σε γνωρίζει. Για να παιχτεί χρειάζεται να θες να το παίξεις.
Άλλα τέτοια παιχνίδια, συνήθως φτιαγμένα από ξύλο, χωρίς να μιλάνε, χωρίς οδηγίες, παρουσιάζουν ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσεις. Κάνεις δοκιμές και όταν αυτές οδηγούν σε αδιέξοδο, αρχίζεις πάλι να προσπαθείς να βρεις το δρόμο προς την ολοκλήρωσή του.
Έτσι και ο Α και ο Β βρίσκονται συχνά αντιμέτωποι με το ερώτημα αν έχουν χαθεί, αν έχουν πάρει λάθος δρόμο. Βλέπετε, στη δική τους περίπτωση το αδιέξοδο δεν εμφανίζεται μετά από λίγες κινήσεις. Δεν εμφανίζεται ποτέ. Δεν ξέρουν αν κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Φανταστείτε ένα παιχνίδι που μόνο αν κάνεις τις σωστές κινήσεις θα το ολοκληρώσεις, αλλά μπορείς να συνεχίσεις εσαεί να κάνεις και τις λάθος κινήσεις.
Όπως ένας παίχτης που έχει αφιερώσει πολύ χρόνο της ζωής του σε ένα γρίφο. Τόσο χρόνο που πια ο γρίφος είναι η ζωή του. Αυτός ο παίχτης δε μπορεί πια να εγκαταλείψει την αναζήτηση της λύσης του προβλήματος. Δεν έχει στη ζωή του τίποτα άλλο από αυτό.
Τίποτα από τη ζωή πριν το γρίφο δεν είναι πια εκεί. Θα έπρεπε μαζί να εγκαταλείψει τη ζωή που μέχρι τώρα ξόδεψε. Και την ιδέα ενός εαυτού που θα λύσει τελικά το γρίφο. Σε ένα τέτοιο παιχνίδι μου μοιάζουν εγκλωβισμένοι ο Α και ο Β. Για να το σταματήσουν, θα πρέπει να μπορούν και χωρίς αυτό, και αυτή η πιθανότητα είναι ξεχασμένη κάπου πολύ πίσω στο χρόνο.