H αντιπαράθεση των Βρυξελλών με την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Σλοβενία, η οποία μάλιστα έχει και την προεδρία της ΕΕ αυτό το εξάμηνο, μπαίνει σε νέα φάση – που δεν προμηνύει κάτι καλό για την ενότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η Βαρσοβία και οι Βρυξέλλες συγκρούονται για το κράτος δικαίου από τότε που η συντηρητική-εθνικιστική κυβέρνηση του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη ξεκίνησε μια σειρά αμφιλεγόμενων μεταρρυθμίσεων στη Δικαιοσύνη, πριν από πέντε χρόνια. Η σύγκρουση οδηγείται σε κορύφωση τώρα με δύο υποθέσεις που μπορεί να προκαλέσουν τη νομική τάξη της ΕΕ. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας θα αποφασίσει εάν κάποια άρθρα σε συνθήκες της ΕΕ είναι συμβατά με το Σύνταγμα της χώρας και εάν το Ανώτατο Δικαστήριο της ΕΕ μπορεί να επιβάλει στη χώρα να ανακαλέσει κάποιες από τις δικαστικές μεταρρυθμίσεις που έκανε. Ουσιαστικά, δηλαδή, για το ποιος έχει το πάνω χέρι.
Πολωνοί αξιωματούχοι επιμένουν ότι οι υποθέσεις που εκδικάζονται – η πρώτη χθες και η άλλη σήμερα – είναι απαραίτητες επειδή οι θεσμοί της ΕΕ έχουν υπερβεί τις εξουσίες τους. «Δεν αφορούν μόνο την Πολωνία. Το θέμα είναι ότι κάποιοι ευρωπαίοι αξιωματούχοι προσπαθούν να δώσουν στην ΕΕ μεγαλύτερες εξουσίες χωρίς να αλλάξουν τις συνθήκες της Ενωσης» υποστηρίζει ο Σεμπάστιαν Καλέτα, υφυπουργός Δικαιοσύνης της Πολωνίας. «Πρόκειται για κάτι ιδιαίτερα επικίνδυνο, επειδή θα καταστρέψει την ΕΕ εκ των έσω».
Παλαιοί δικαστές του πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου προειδοποίησαν πριν από λίγες ημέρες ότι η εναντίωση στο Δικαστήριο της ΕΕ «αποτελεί παραβίαση των υποχρεώσεων ενός κράτους-μέλους και είναι ένα βήμα προς την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση». Ο καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Μίντλσεξ του Λονδίνου θεωρεί ότι μια απόφαση υπέρ της υπεροχής του πολωνικού δικαίου θα εκκινούσε ένα «Polexit διαρκείας από την έννομη τάξη της ΕΕ».
Η κυβέρνηση της Πολωνίας θεωρεί ότι οι μεταρρυθμίσεις τους ήταν αναγκαίες «για την καταπολέμηση της διαφθοράς» σε ένα δικαστικό σύστημα που έφερε πολλά από τα παλαιά χαρακτηριστικά του κομμουνιστικού παρελθόντος της χώρας. Ομως, κατηγορείται ότι απειλεί ευθέως το κράτος δικαίου. Η μεταρρύθμιση του πολωνικού δικαστικού συστήματος τέθηκε σε ισχύ τον Φεβρουάριο 2020 και εμποδίζει τους δικαστές να προσφύγουν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης για ορισμένα νομικά θέματα, ενώ συγκροτεί ένα όργανο που αποφαίνεται σχετικά με την ανεξαρτησία των δικαστών. Συγκροτεί επίσης πειθαρχικό συμβούλιο επιφορτισμένο με την εποπτεία των δικαστών, ανάμεσά τους και εκείνοι του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολωνίας, και έχει την αρμοδιότητα της άρσης της ασυλίας τους για την έκθεσή τους σε ποινική δίωξη ή σε μείωση μισθού.
Ο ευρωπαίος επίτροπος Δικαιοσύνης Ντιντιέ Ρεντέρς ζήτησε την απόσυρση της προσφυγής της πολωνικής κυβέρνησης προς το Συνταγματικό Δικαστήριο, η οποία θέτει σε αμφισβήτηση «μια από τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της ΕΕ και κυρίως την αρχή της υπεροχής του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου, καθώς και την αυθεντία του Δικαστηρίου της ΕΕ. Το αίτημά του απορρίφθηκε από τον πολωνό πρωθυπουργό και τον υπουργό Δικαιοσύνης Ζμπίγκνιου Ζιόμπρο, ο οποίος έκανε λόγο για «απόδειξη προσβλητικής συμπεριφοράς, εχθρικής ενέργειας και αποικιοκρατικής προσέγγισης ως προς την Πολωνία».
Η αντιπαράθεση με την Ουγγαρία έχει περάσει σε άλλον τομέα. Καθώς χθες έληγε η προθεσμία για να εγκρίνει η Κομισιόν το εθνικό σχέδιο για τα 7,2 δισ. ευρώ που θα δοθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης στη χώρα, ανακοινώθηκε πως θα συνεχιστεί η αξιολόγηση του σχεδίου. «Βρισκόμαστε ακόμα στη διαδικασία ανάλυσης των τελευταίων απαντήσεων που δεχθήκαμε από την Ουγγαρία, οι οποίες έφτασαν μόλις την Παρασκευή» είπε εκπρόσωπος της Κομισιόν για το σχέδιο που κατατέθηκε στις 12 Μαΐου και για το οποίο ζητήθηκαν αρκετές εξηγήσεις.
Την περασμένη εβδομάδα γερμανικές εφημερίδες ανέφεραν ότι η Κομισιόν δεν θα εγκρίνει το σχέδιο στην προκαθορισμένη ημερομηνία, επειδή θεωρεί πως δεν υπάρχουν οι απαραίτητες δικλίδες ασφαλείας για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η υπουργός Δικαιοσύνης της Ουγγαρίας Ζουντίτ Βάργκα διέψευσε τις πληροφορίες αυτές, όμως παραδέχθηκε ότι «η Κομισιόν έχει διαμορφώσει νέες απαιτήσεις μετά την έγκριση του νόμου για την προστασία των παιδιών», ενός νόμου ο οποίος έχει καταδικαστεί από πολλές χώρες και από την Κομισιόν επειδή κάνει διακρίσεις εις βάρος των ομοφυλοφίλων.
Οσον αφορά τις σχέσεις των Βρυξελλών με τη Σλοβενία, η οποία έχει και την προεδρία της ΕΕ αυτό το εξάμηνο, η πρώτη αντιπαράθεση ήρθε χθες, με τον επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της Ενωσης Ζοζέπ Μπορέλ να «αδειάζει» τον σλοβένο πρωθυπουργό Γιάνεζ Γιάνσα λέγοντας ότι μπορεί να έχει την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όμως «δεν εκπροσωπεί την ΕΕ» σε θέματα εξωτερικής πολιτικής – μια αντίδραση που προήλθε από τα σχόλια του Γιάνσα τα οποία ξεσήκωσαν αντιδράσεις στο Ιράν. Η ασυνήθιστη δήλωση του Μπορέλ έγινε αφότου ο Γιάνσα απαίτησε, το Σάββατο, να διεξαχθεί διεθνής έρευνα για τις εκτελέσεις περισσότερων από 2.000 ιρανών πολιτικών κρατουμένων το 1988. «Επί 33 χρόνια, ο κόσμος είχε ξεχάσει τα θύματα αυτής της σφαγής. Αυτό πρέπει να αλλάξει» είπε ο Γιάνσα μιλώντας στο ετήσιο συνέδριο Free Iran, που διοργανώνεται από το Εθνικό Συμβούλιο Αντίστασης στο Ιράν. Η ομιλία προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Τεχεράνης, με εκπρόσωπο του ιρανικού υπουργείου Εξωτερικών να καταδικάζει τις δηλώσεις ως «απαράδεκτες, αντίθετες με το διπλωματικό πνεύμα».
Ο Μπορέλ ανέφερε πως ο ιρανός υπουργός Εξωτερικών Μοχάμαντ Τζαβάντ Ζαρίφ τον πήρε τηλέφωνο την Κυριακή προκειμένου να τον ρωτήσει «εάν οι δηλώσεις του σλοβένου πρωθυπουργού αντιπροσωπεύουν την επίσημη στάση της ΕΕ». Ο Μπορέλ τον διαβεβαίωσε ότι ο Γιάνσα δεν εκπροσωπεί τις θέσεις της ΕΕ στην εξωτερική πολιτική – ένα «άδειασμα» στον σλοβένο πρωθυπουργό που προβλέπεται να έχει συνέχεια.