Η 15η Ιουλίου δεν είναι μια ημερομηνία που συνδέεται μόνο με το πραξικόπημα του 1974, για την ανατροπή του εκλεγμένου προέδρου Μακαρίου στην Κύπρο, το οποίο οργανώθηκε από τη χούντα των Αθηνών και άνοιξε την πόρτα για τη μετέπειτα τουρκική εισβολή στο νησί και την κατοχή του βόρειου τμήματός του.
Μνήμες από τη σημερινή ημέρα έχει και η Τουρκία και μάλιστα πολύ πιο πρόσφατες. Σαν σήμερα, πριν από πέντε χρόνια, το 2016, εκδηλωνόταν το πιο πρόσφατο από τα πολλά πραξικοπήματα που έχει ζήσει η χώρα. Στόχος και αυτή τη φορά ήταν η ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης και του προέδρου, Ταγίπ Ερντογάν.
Υπήρξε όμως μια καθοριστική διαφορά σε σύγκριση με τα προηγούμενα πραξικοπήματα: Αυτή τη φορά, οι οργανωτές όχι απλώς απέτυχαν παταγωδώς, αλλά λειτούργησαν με τόσο ερασιτεχνισμό που μας ανάγκασε να αναρωτηθούμε μήπως, τελικά, είχαν πέσει σε κάποια παγίδα που τους είχε στήσει ο ίδιος ο Ερντογάν και ο μηχανισμός που ελέγχει.
Τα αναπάντητα ερωτήματα
Δεν πρόκειται για δημοσιογραφικές εικασίες ή υπερβολές, όπως ίσως θα σπεύσουν να σκεφτούν πολλοί. Κι αυτό διότι η εξέλιξη των γεγονότων – από το βράδυ της 15ης Ιουλίου μέχρι λίγο μετά τα μεσάνυχτα, όταν η κατάσταση είχε ουσιαστικά ξεκαθαρίσει και η απόπειρα είχε αποτύχει – καθώς και τα στοιχεία και οι μαρτυρίες που είδαν στη συνέχεια το φως της δημοσιότητας, αποδεικνύουν ότι τα «θύματα» γνώριζαν εγκαίρως τι επρόκειτο να συμβεί και είχαν αρκετό χρόνο να οργανώσουν την αντίδρασή τους.
Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι σίγουρο – και το αποτύπωσε καλύτερα από όλους ο ίδιος ο Ερντογάν, με τη δήλωσε που έκανε τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, από το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης: «Αυτή η εξέγερση ήταν ένα δώρου του θεού προς εμάς», είπε, προαναγγέλλοντας πρακτικά αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει.
Πογκρόμ διώξεων κατά των πολιτικών αντιπάλων του και των μειονοτήτων, πρωτίστως των Κούρδων. Περιορισμός των δημοκρατικών ελευθεριών και ασφυκτικός έλεγχος της ενημέρωσης. Κατάργηση της ανεξαρτησίας όλων των θεσμών, συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής τράπεζας, ουκ ολίγοι διοικητές της οποίας έχουν γνωρίσει την μήνη του «σουλτάνου» και έχουν αποπεμφθεί μέσα νύκτωρ, επειδή δεν συμφώνησαν και αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τις υποδείξεις του.
Ο Ερντογάν και η οικονομία
Εδώ αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο. Και ειδικά στα εξής ερωτήματα: Τι ήταν αυτό που επεδίωκε ο Ερντογάν και φοβούνταν οι κεντρικοί τραπεζίτες; Και ποιον τελικά έχουν δικαιώσει οι εξελίξεις;
Η αλήθεια είναι πως τα χρόνια που ακολούθησαν, η οικονομία της Τουρκίας βρέθηκε κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεμού. Μαζί, βεβαίως, με τη λίρα, η οποία στο διάστημα αυτό έχει χάσει πάνω από τα δύο τρίτα της αξίας της σε σύγκριση με το δολάριο και το ευρώ – κι αυτό, παρά το γεγονός ότι έχουν εξανεμιστεί πρακτικά όλα τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας για τη στήριξή της.
Η εκδήλωση δε της πανδημίας και η μεγάλη, παγκοσμίων διαστάσεων κρίση που προκάλεσε μοιάζουν να έδωσαν ένα ακόμη ισχυρό πλήγμα στην οικονομία. Ενδεχομένως και τη χαριστική βολή στα μελλοντικά πολιτικά σχέδια του Ερντογάν, ο οποίος σε δύο χρόνια συμπληρώνει δύο δεκαετίες κυριαρχίας στην πολιτική σκηνή.
«Φέτος, η οικονομική ανάπτυξη έχει επανέλθει, καθώς η Τουρκία ήταν μία από τις ελάχιστες χώρες που απέφυγε την ύφεση το 2020», σημειώνει το Reuters – κι αυτό, αναμφίβολα, είναι το όφελος από το άφθονο και φτηνό χρήμα που εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στη χώρα σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, επιτρέποντας σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να συνεχίσουν να δανείζονται, αλλά και να εξυπηρετούν τα υπάρχοντα δάνειά τους.
Τραγικές επιπτώσεις
Με τι κόστος, όμως; «Η ζημιά των τελευταίων ετών συμπεριλαμβάνει μια επιστροφή σε ένα πληθωρισμό της τάξης του 20% ή και περισσότερο στα τρόφιμα και άλλα βασικά αγαθά», προσθέτει η ίδια ανάλυση. Παραθέτει δε και την πολιτική εκτίμηση ενός οικονομολόγου για το τι μέλλει γενέσθαι.
«Εάν δει κανείς τα ποσοστά του προέδρου Ερντογάν, στο δύσκολο οικονομικό φόντο, είναι πράγματι δύσκολο να φανταστεί τις συνθήκες που θα επικρατήσουν το επόμενο 12μηνο και θα μπορούσαν να τους κάνουν αισιόδοξους ότι μια εκλογική αναμέτρηση μπορεί να έχει αίσια έκβαση», λέει ο Ντάγκλας Ουίνσλοου, επικεφαλής του τμήματος της Fitch για το δημόσιο χρέος της Ευρώπης.
Αναφέρεται, φυσικά, τόσο στα προγνωστικά που υπάρχουν για τις εκλογές του 2023 (τότε είναι προγραμματισμένες να διεξαχθούν κανονικά) όσο και στα σενάρια για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, που δεν έχουν σταματήσει να κυκλοφορούν στην Τουρκία εδώ και αρκετούς μήνες.
Υποφέρει η βάση του ΑΚΡ
Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να είναι διαφορετικά, με βάση την εικόνα που επικρατεί στην κοινωνία: Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι μόνο πέρυσι, τουλάχιστον 1,5 εκατομμύριο Τούρκοι έπεσαν κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας. Το μέσο εισόδημα βαίνει μειούμενο μετά το 2013 και πλησιάζει τα επίπεδα του 2007, γεγονός που δείχνει ότι τα κέρδη από την πρώτη δεκαετία διακυβέρνησης Ερντογάν και ΑΚΡ τείνουν να εξανεμιστούν, για την πλειοψηφία των πολιτών.
Επίσης, ο δείκτης της ανεργίας βρίσκεται επισήμως στο 14%, το υψηλότερο ποσοστό εδώ και 13 χρόνια. Όσο για τον δείκτη Gini, που αποτυπώνει τις κοινωνικές ανισότητες έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Τα παραπάνω δεδομένα είναι φανερό ότι έχουν τεράστιο πολιτικό κόστος. Εξάλλου, ουδείς μπορεί να ξεχάσει ότι η εκλογική βάση του Ερντογάν, που του διασφάλιζε την ηγεμονία, ήταν κυρίως τα φτωχά και μεσαία στρώματα, τα οποία σήμερα δέχονται το πιο ισχυρό πλήγμα από την κρίση στην οικονομία – εκεί όπου, σε τελική ανάλυση, κρίνονται όλα.
Φυσικά, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τα τεράστια επιτεύγματα της διακυβέρνησης Ερντογάν, ο οποίος κατάφερε να «ανεβάσει κατηγορία» την Τουρκία – τόσο σε οικονομικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Ούτε δικαιούμαστε να υποτιμήσουμε τις δυνατότητες του πανίσχυρου δικτύου που έχει στήσει το ΑΚΡ, αλλά και την επίπτωση της εθνικιστικής υστερίας που έχει καταλάβει τον πρόεδρο και την κυβέρνησή του.
Ωστόσο, όλα αυτά έχουν τα όριά τους. Διότι, όπως γνωρίζουν όλοι πια, «είναι η οικονομία, ηλίθιοι!».
Πηγή: ΟΤ