Η προσωπική γνωριμία του Τάκη Λαμπρία με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, σε δημοσιογραφικό επίπεδο, χρονολογείται από τότε που ο πρώτος ήταν διευθυντής της Μεσημβρινής. Η «κάπως προσωπικότερη» γνωριμία με τον Καραμανλή άρχισε όταν ο τελευταίος έφυγε στο εξωτερικό. «Επειδή είχε εμπιστοσύνη» μου εξηγεί «στη δική μου μη δημοσιογραφική εκμετάλλευση, επικοινωνούσε μαζί μου για ενημέρωση γύρω από την κατάσταση στην Ελλάδα και μου είχε δώσει το δικαίωμα να επικοινωνώ κι εγώ μαζί του όταν ήθελα να μάθω πώς σκέφτεται ο ίδιος για ένα θέμα που ανέκυπτε. Οταν έγινε το πραξικόπημα, με συλλάβανε και κατόπιν το έσκασα στο εξωτερικό, η επικοινωνία, όπως ήταν φυσικό, έγινε πυκνότερη».
– Σας είχαν συλλάβει, ως σύμβουλο εκδόσεως των Εικόνων, για ένα άρθρο γύρω από την ομοφυλοφιλία των αρχαίων Ελλήνων;
«Αυτή ήταν η πρόφαση και η κωμική πλευρά του πράγματος. Στην πραγματικότητα τους ενοχλούσε όλη η αρθρογραφία των Εικόνων, από τη στιγμή που επανεκδόθηκαν (γιατί η Βλάχου με την κήρυξη της δικτατορίας είχε κλείσει το περιοδικό). Μια αρθρογραφία συγκαλυμμένα αντιδικτατορική. Πήραν λοιπόν αφορμή από ένα άρθρο, μάλλον ελαφρό, του Λάμψα για την ομοφυλοφιλία, με αναφορές όχι μόνο στην αρχαία Ελλάδα μα κι αλλού, στη ναζιστική Γερμανία λόγου χάριν – τα περιβόητα Τάγματα Εφόδου του Ρεμ -, και το πήραν προσωπικά, ότι πάμε να βγάλουμε τους στρατιωτικούς πούστηδες».
Δράττομαι της ευκαιρίας για να του υπενθυμίσω την πρόσφατη επικριτική ομιλία του στο Ευρωκοινοβούλιο γύρω από το σημερινό καθεστώς στην Τουρκία και τη διαλλακτική στάση των Δυτικών απέναντί του:
– Είχατε μεμφθεί και τότε τις δυτικές χώρες, εκτός από τις σκανδιναβικές, για την αγαστή συνεργασία τους με τους Συνταγματάρχες, βασισμένη στη συλλογιστική: «Αν δεν απομονώσουμε την Ελλάδα, η δικτατορία συν τω χρόνω θα φιλελευθεροποιηθεί…».
«Εδώ θα είμαι λιγάκι σκληρός. Η πρώτη που έσπευσε ν’ αναγνωρίσει το δικτατορικό καθεστώς ήταν η Μόσχα, όπως και στην πρόσφατη περίπτωση του (δικτάτορα των Φιλιππίνων) Μάρκος. Και το αναγνώρισαν μ’ έναν πολύ ευφυή και πονηρό τρόπο – με τη μορφή διαμαρτυρίας προς την “ελληνική κυβέρνηση” για τη σύλληψη του Γλέζου· παραδέχονταν, λοιπόν, ότι υπήρχε “ελληνική κυβέρνηση”. Αυτοί που άργησαν να την αναγνωρίσουν, αλλά που από τότε που την αναγνώρισαν έκαναν πρωτοφανούς κυνισμού ηλιθιότητες, μ’ αποκορύφωμα την επίσκεψη Αγκνιου, ήσαν οι Αμερικανοί. Υπάρχει, για παράδειγμα, η περιβόητη δήλωση του Στανς, τότε υπουργού Εμπορίου, πως “η δημοκρατία του Παπαδόπουλου είναι από τις καλύτερες στον κόσμο”. Αλλά μήπως δεν τους αναγνώρισαν και οι Κινέζοι, μ’ εκείνο το ταξίδι του Μακαρέζου στο Πεκίνο; Πρέπει να εξαιρέσω σχετικά τους Γερμανούς, που κρατήθηκαν σε κάποια απόσταση κι άσκησαν κάποια πίεση. Ο πρώτος ξένος υπουργός που ήρθε στην Ελλάδα ήταν Γάλλος, ο Λιποφσκί, κι ακολούθησαν σιγά σιγά, με τα χρόνια, όλοι. Αυτό με δίδαξε κάτι πάρα πολύ πικρό, αυτό που μου λέγαν έξω: “Μη ζητάτε να κάνουμε παραπάνω απ’ ό,τι κάνει ο λαός κάτω”. Αλλά και να ξεκαθαρίσουμε κάτι, για να μη νομίζετε ότι κάνω κριτική εκ του ασφαλούς: κανείς αυτοεξόριστος δεν είναι ήρωας. Ηρωες είναι όσοι μάχονται μέσα στην επικράτεια. Εξω, το πληρώνεις με τη φτώχεια σου, την αθλιότητά σου, αλλά ήρωας δεν είσαι. Επειτα στον λαό, με τον καιρό, αναπτύχθηκε ένας φαταλισμός: “Οι Αμερικανοί τούς βάλανε, οι Αμερικανοί θα τους βγάλουν”· κι αυτή η αντίληψη ήταν ολέθρια».
– Και φτάνουμε στη φοβερή εκείνη νύχτα του Ιουλίου, το 1974, που τη ζήσατε κυριολεκτικά από πρώτο χέρι.
Κάτι θα γινόταν
«Μετά το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, οι εξελίξεις πήραν έναν ραγδαίο, ασθματικό χαρακτήρα και φάνηκε πως θα συνέβαινε κάτι εντυπωσιακό. Ημουνα στο Λονδίνο. Ο Καραμανλής με πήρε τηλέφωνο στις έξι παρά τέταρτο, το απόγευμα της 23ης Ιουλίου. Μου είπε ότι τον κάλεσαν στην Ελλάδα, αποφάσισε να πάει και με κάλεσε να πάω κι εγώ μαζί του. Του είπα ότι θα προσπαθήσω, αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολο – στην πραγματικότητα υπήρχε μία στις χίλιες πιθανότητα να καταφέρω εννέα η ώρα να βρίσκομαι στο Παρίσι. Του λέω πως, με τις αισιοδοξότερες προοπτικές, δεν θα μπορέσω να φτάσω πριν από τα μεσάνυχτα. Μου λέει: “Κοίταξε να δεις, εγώ στις εννέα αναχωρώ. Αν δεν μπορέσεις, έλα στην Αθήνα με όποιο μέσο μπορείς, και με τα πόδια ακόμα”. Δεν είχα χρήματα για ν’ αγοράσω εισιτήριο. Επικοινώνησα μ’ έναν φίλο μου εφοπλιστή, τον Κώστα τον Καρρά, σε μηδέν χρόνο. Μου έστειλε τα χρήματα με τη γυναίκα του κι έναν οδηγό να με πάει στο αεροδρόμιο. Πέσαμε πάνω στη χειρότερη αιχμή της κυκλοφορίας κι ο οδηγός, ως τυπικός Αγγλος, πήγαινε πολύ αργά, προσεκτικά. Τον σταματάω, κατεβαίνω, μπαίνω σ’ ένα ταξί και του λέω: “Σε πόση ώρα μπορείς να με πας στο αεροδρόμιο;”.
– Σε μία ώρα. “Θα ‘χεις είκοσι λίρες επιπλέον, αν με πας σε μισή”. Με πήγε πράγματι σε μισή, κάνοντας όλων των ειδών τις παραβάσεις. Πάω κατευθείαν στην British Airways και μου λένε: “Θα μπείτε στη λίστα αναμονής, μπορεί να υπάρχει θέση στο τελευταίο των δώδεκα”. Λέω είναι ανάγκη φοβερή, μου λένε κοιτάχτε, τρέχτε, φεύγει ένα έκτακτο στις εφτά και είκοσι από το τέρμιναλ δύο, της Air France. Ετρεξα, ώρα εφτά και δέκα, μοιράζοντας δεξιά κι αριστερά εικοσάλιρα, περνάω και τον έλεγχο διαβατηρίων, χωρίς να έχω ακόμα εισιτήριο – το εισιτήριο έτρεχε από πίσω μου να με προλάβει. Το πρόλαβα, αλλά και πάλι δεν ήξερα πού να πάω στο Παρίσι, πού να ψάξω τον Καραμανλή. Αγωνιούσα πως θα χάσω το ταξίδι στην Ελλάδα, γιατί δεν είχα κέρμα να τηλεφωνήσω στο Λονδίνο, μήπως και είχε ειδοποιήσει εν τω μεταξύ ο Καραμανλής πού θα βρισκόταν. Επρεπε να κάτσω στην ουρά, ν’ αλλάξω τις λίρες με φράγκα, ν’ ανταλλάξω τα φράγκα με κέρματα τηλεφώνου, και σε μισή ώρα δεν τα προλάβαινα.
Ευτυχώς, όμως, ήσαν οργανωμένα τα πράγματα. Κι ενώ ετοιμαζόμουν να εισβάλω στο αεροδρόμιο, πριν καλά καλά τροχοπεδήσει το αεροπλάνο απ’ τα μεγάφωνα φωνάζανε πως με αναζητούν. Ηταν ένας υπάλληλος της Ολυμπιακής κι ένας υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών. Με παρέλαβαν, ο δεύτερος μάλιστα με απεκάλεσε “μινίστρ” και προς μεγάλη μου δυστυχία και κατάπληξη, μου λέει: “Εχουμε οργανώσει μια μικρή δεξίωση για σας”. Το άκρον άωτον, ήμουν μεταξύ του να βάλω τα κλάματα και τα γέλια. Του λέω: “Ευχαριστώ πάρα πολύ για τη δεξίωση, αλλά χάνω το αεροπλάνο”. – Μην ανησυχείτε, μου λέει, η δεξίωση είναι μέσα στο αυτοκίνητο. Κι όντως, ήταν ένας υπάλληλος μέσα, μ’ ένα ποτήρι κρασί και με δύο μοτοσικλετιστές συνοδεία έφτασα στο αεροπλάνο του Ντ’ Εσταίν δέκα λεπτά πριν από την αναχώρηση, που όμως, για τεχνικούς λόγους, επρόκειτο να καθυστερήσει ως τις δέκα. Ο Καραμανλής εντυπωσιάστηκε, μου λέει: “Τα κατάφερες λοιπόν”. Θυμάμαι ήταν εκεί και ο πρεσβευτής μας στη Γαλλία επί χούντας, που μάλιστα προσεφέρθη να συνοδέψει τον Καραμανλή στην Ελλάδα, κι ο Καραμανλής τού είπε: “Οχι, δεν σε χρειάζομαι”. Ημασταν τέσσερις επιβάτες: ο Καραμανλής, ο Χρυσοστάλης, γραμματέας του όλο αυτό το διάστημα στο Παρίσι, ο ανεψιός του ο Μιχάλης ο Λιάπης κι εγώ. Χωρίς να έχουμε ιδέα τι πρόκειται να συναντήσουμε.
Οταν το αεροπλάνο τροχοδρόμησε στο Ελληνικό και είδα αυτό το φοβερό θέαμα του κόσμου – τα χέρια ν’ αναδεύουν, η πλήρης αταξία, ο ενθουσιασμός ο διάχυτος, αλλά και η έννοια της μάζας – που τον πήρε στα χέρια, ο αδελφός του είχε χαθεί μέσα στο πλήθος, κανείς δεν μπορούσε να προχωρήσει, όλοι σπρωχνόντουσαν να τον πιάσουν, μου πέρασε απ’ το μυαλό η μυθιστορηματική ιδέα: “Κοίταξε να δεις που θα τον σκοτώσουν εν θριάμβω. Είναι το μεγάλο κόλπο!”. Διότι πραγματικά είχε χάσει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Παρασυρόταν από ένα κύμα χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Κάτι προσπάθησε να πει, χωρίς μικρόφωνο, χωρίς τίποτε, ότι είμαστε στο χείλος της συμφοράς αλλά καμιά φορά η συμφορά είναι και μία πρόκληση αναδημιουργίας – το οποίο, όμως, ούτε ακούστηκε σχεδόν.
Νόμιζε ότι ήμουν τρελός
Τελικά – αυτό το έμαθα εκ των υστέρων -, ενώ είχαν κατέβει συγγενείς και παλιοί του συνεργάτες για να τον πάρουν, κάποιος άγνωστος τον πήγε στα Παλαιά Ανάκτορα για την ορκωμοσία. Το πλήθος άρχισε ν’ αραιώνει μόλις έφυγε ο Καραμανλής, και βρισκόμαστε ο Λιάπης κι εγώ (τον Χρυσοστάλη τον είχαμε χάσει) μην έχοντας τρόπο ν’ ανεβούμε στην Αθήνα – ούτε λεφτά, ούτε κανείς μάς ήξερε, ούτε τίποτε. Οπότε έκανα χρήση της δημοσιογραφικής μου θρασύτητας και λέω σ’ έναν αστυφύλακα: “Παρακαλώ, έχουμε έρθει με τον κύριο Καραμανλή απ’ το Παρίσι και βρείτε έναν τρόπο να μας πάτε πάνω”. Κι ο αστυφύλακας, φυσικά με το δίκιο του, νόμισε πως ήμουνα τρελός. Οταν όμως έκανα περισσότερη φασαρία, θεώρησε υποχρέωσή του να πει σε κάποιον ανώτερό του ότι είναι ένας τρελός που διαμαρτύρεται. Και τελικώς επείσθη ο αστυνόμος και μας έχωσε σ’ ένα αυτοκίνητο της Αμεσης Δράσης για να μας πάει στα Παλαιά Ανάκτορα και, με τον ζήλο τον αστυνομικό, βάλανε και τη σειρήνα για ν’ ανοίξουν δρόμο ανάμεσα στα μπλοκαρισμένα αυτοκίνητα, κι έτσι η επιστροφή μου στην Αθήνα ύστερα από επτά χρόνια συνοδεύτηκε από τις περισσότερες μούντζες που έχω φάει ποτέ, διότι βέβαια όλος αυτός ο κόσμος θεωρούσε το αυτοκίνητο της αστυνομίας έκφραση της χούντας. Μπροστά στ’ Ανάκτορα μάς κατέβασαν, ο Λιάπης χάθηκε κι εγώ προσπάθησα να εισδύσω – όπου ήταν σαν να ψάχνεις βελόνα στ’ άχυρα. Τα κατάφερα να μπω, αναγνωρισθείς από ορισμένους φωτορεπόρτερ – αδύνατον, φυσικά, να προσπελάσω στο γραφείο όπου ήταν ο Καραμανλής με την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, αλλά έφθασα ως την αίθουσα αναμονής, ένα γραφείο πριν από το πρωθυπουργικό, όπου παράταιρα επικρατούσε εκπληκτική ηρεμία. Κι εκεί ήταν ένας τύπος με πολιτικά που ενόμισα ότι θα ήταν τουλάχιστον στρατηγός, κάποιος, τέλος πάντων, μέσα στα πράγματα, κι ο οποίος μου έπιασε κουβέντα, κι όταν έμαθε ότι ήρθα μαζί με τον Καραμανλή, μου λέει: “Και τι σκοπεύετε να κάνετε με τους χυμούς;”…».
– Μόνο στην Ελλάδα αυτά, ε;
«Μα την Παναγία! Για να μην τα πολυλογούμε, ήταν κάποιος εργοστασιάρχης από την Αρτα, που περίμενε, μέσα στην αντάρα, να βρει προσβάσεις για να δανειοδοτηθεί μια επιχείρηση χυμών στην Αρτα, ώρα τρεις το πρωί, ο κόσμος χανόταν, κι αυτός ρώταγε ποια πολιτική θ’ ασκήσουμε στα προβλήματα της εξαγωγής των χυμών. Και είχε εισδύσει αυτός ο άνθρωπος. Ε, αυτά είναι τα φαιδρά, μετά αρχίσανε τα σοβαρά, γιατί ορκίσθηκε ο Καραμανλής, ώστε να μην υπάρξει το παραμικρό κενό εξουσίας, κι εγκατασταθήκαμε, ο Καραμανλής κι εγώ, κατά τις τεσσερισήμισι το πρωί στη “Μεγάλη Βρεταννία” και βρεθήκαμε να μας φυλάνε οι τέως βασανιστές της ΕΣΑ».
– Αυτό ακριβώς ήθελα να σας ρωτήσω, για τις πρώτες μέρες, που είχατε και δεν είχατε την εξουσία, με τον Ιωαννίδη ακόμη ελεύθερο και τον καθένα που συναντούσατε πιθανό συνωμότη εναντίον σας.
«Εκεί θαύμασα – κι ας θεωρηθούν αυτά φιλοκαραμανλικά – την ψυχραιμία, τη μεθοδικότητα και την καθαρότητα της σκέψης του Καραμανλή, που κατάφερε, με διαδοχικούς ομόκεντρους κύκλους εκκαθαρίσεων (και με την πολύτιμη βοήθεια, πρέπει να πω, του Σόλωνος Γκίκα, υπουργού Δημοσίας Τάξεως τότε, ανθρώπου σεβαστού στο στράτευμα), ν’ αφοπλίσει όλους τους συνωμότες».