Λυγιά Κορινθίας 10.23
Τα πέντε λεπτά στην αποβάθρα της Λυγιάς Δερβενίου είναι το τελευταίο σύνορο με την παραθεριστική Κορινθία. Ο απόηχος από τις μάχες εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων παρά θίν’ αλός σβήνει, οι ρυτίδες που αφήνει στη θάλασσα ο μαΐστρος διακρίνονται πλέον από απόσταση. Το βαγόνι που καταφτάνει στην ώρα του από το Αίγιο είναι ο νεωτερισμός που μπήκε στις ζωές των κατοίκων εδώ και έναν χρόνο, με την πανδημία προφανώς να έχει συρρικνώσει τη χρήση της γραμμής. Σε κάθε περίπτωση, η διαδρομή Αίγιο – Αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» γίνεται σε 2 ώρες και 17 λεπτά, γεγονός που την καθιστά δημοφιλή σε σχέση με το παρόμοιου κόστους λεωφορείο (14 ευρώ). Με τον καιρό έχει δημιουργηθεί η άτυπη φυλή των commuters που πηγαινοέρχονται μεταξύ των κεντρικών σταθμών: συνήθως Ξυλόκαστρο, Κιάτο ή Κόρινθο. Στη συζήτηση τριών από αυτούς – μία οικογένεια με εγγόνια – επανέρχεται η λέξη «Μύκονος» με μια διάθεση αποστασιοποίησης, που ενίοτε γίνεται και αποδοκιμασία. Οπως στις περιπτώσεις όπου μια μακρινή φυσική καταστροφή προκαλεί σοκ και δέος στους τηλεθεατές, οι οποίοι παράλληλα διατηρούν απόσταση από το γκροτέσκο που συμβαίνει αλλού.
Κιάτο 11.01
Λίγο παραπάνω πράσινο σε σχέση με τους προηγούμενους «στεγνούς» σταθμούς, μεγαλύτερο πάρκινγκ και φαρδύτερα υπόστεγα προϊδεάζουν τους επιβάτες ότι εδώ είναι ο δεύτερος κεντρικότερος σταθμός μετά το Αίγιο: η έδρα του Δήμου Σικυωνίων (αν ήθελε κανείς να κολακεύσει τον ήπιο τοπικισμό θα πρόσθετε ότι από εδώ κατάγονταν ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας και ο συνθέτης Γιάννης Σπανός). Στα επόμενα λεπτά οι πόρτες ανοίγουν και εκτός από τις οικογένειες των ντόπιων παραθεριστών μπαίνουν μέσα ισραηλινοί τουρίστες και ένα ζευγάρι από την Ιταλία. Φορούν όλοι μάσκες και ρίχνουν κλεφτές ματιές σε μια παρέα νεαρών που έχουν μείνει με το «ξώμυτο». Αν γνώριζαν την ελληνική γλώσσα θα καταλάβαιναν και το περιεχόμενο της κουβέντας που ξεκινά όσο το τρένο πλησιάζει προς τον επόμενο μεγάλο σταθμό της Κορίνθου. Τα τρία αγόρια – ηλικίας περίπου 18 ετών – αποκλείουν κάθε συζήτηση για το εμβόλιο, τα δύο κορίτσια το σκέφτονται «με τους γονείς και τον γιατρό τους». Φευγαλέα δημιουργείται η εικόνα δύο διαφορετικών συνωμοσιών.
Μία που αρνείται οποιαδήποτε παρέμβαση στη διαδικασία ενηλικίωσης (τα αγόρια) και μία συνωμοσία του καλού, όπου οι επιστήμονες δεν έχουν εξοβελιστεί πίσω από τα τοτέμ και τα ξόανα της καταστροφικής ελίτ. Μια εικόνα που αρχίζει και προσλαμβάνει συμβολικές διαστάσεις αν αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια και αφεθείς στη ναρκωτική διάστασή της: ένα βαγόνι παγωμένο μέσα στον χρόνο που μεταφέρει τον φορητό διχασμό της εποχής μας. «Γιατί να το κάνετε, ρε παιδιά;» ακούγεται ένας κατά τ’ άλλα καλοβαλμένος επιβάτης, ο οποίος στην πορεία αποκαλύπτει ότι διδάσκει σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών. «Περιμένετε να ανοίξουν και τα σχολεία με το καλό» ακούγεται, αλλά η απορία («πού κολλάει αυτό;») φαίνεται αποτυπωμένη σε κάθε πρόσωπο.
Αγιοι Θεόδωροι 11.25
Ο Προαστιακός είναι η επικράτεια όπου καταργούνται οι κοινωνικές διαφορές, αλλά και εκεί όπου συγχωνεύονται οι μεγαλύτερες εντάσεις. «Εδώ δεν είναι μετρό ρε, πάρτε το χαμπάρι» φωνάζει ένας εξοργισμένος νεαρός, που μοιάζει να κινείται στο άγραφο «βασίλειό» του, την πλατφόρμα δηλαδή παρακολουθώντας την κίνηση των επιβατών. «Εδώ είναι Προαστιακός. Δεν είμαστε νεκροταφείο». Ανεξάρτητα από τους δικούς του αφορισμούς, οι Αγιοι Θεόδωροι είναι ένα από τα τελευταία σημεία όπου επικρατεί ακόμη η αίσθηση της ημιαγροτικής Ελλάδας. Εκεί όπου έχουν το πάνω χέρι η αντιπαροχή, οι δορυφορικές κεραίες της συνδρομητικής τηλεόρασης, τα μισοτελειωμένα γιαπιά και τα πανωσηκώματα. Το βαγόνι συνεχίζει τη διαδρομή του και αρκετοί από τους επιβάτες που ετοιμάζονται να αποβιβαστούν στα Μέγαρα πατούν το μπουτόν με το τοποθετημένο αντισηπτικό πριν κρατήσουν τις αποσκευές τους. Από μακριά μοιάζει με ένα τελετουργικό προσωπικού εξαγνισμού πριν αφήσει κανείς το μέσο σταθερής τροχιάς και περάσει στον «έξω κόσμο».
Η αντίστροφή εικόνα κρύβει εντάσεις. «Πρώτα πρέπει να σκεπάσετε το πρόσωπό σας» ακούγεται αποφασιστική η ελέγκτρια καθώς απευθύνεται στο νεαρό αγόρι και κορίτσι που προφανώς έκαναν χρήση λάθος έκπτωσης (εκουσίως ή ακουσίως, ας το θεωρήσουμε δίκη προθέσεων που δεν έγινε). «Κακώς μπήκατε χωρίς μάσκα, που είναι παντού υποχρεωτική. Θα σας κάνω διευκόλυνση για πρώτη και τελευταία φορά, αλλά πρώτα πρέπει να καλύψετε το πρόσωπο με την μπλούζα ή αν έχετε κάτι άλλο μέσα στην τσάντα». Τα δύο παιδιά συμμορφώνονται ύστερα από μια πρώτη αυθόρμητη αντίδραση και ακούνε ότι αν στην επιστροφή κόψουν το ίδιος λάθος εισιτήριο το πρόστιμο είναι 10 ευρώ συν την κανονική τιμή (για την ιστορία, κατέβηκαν στην αμέσως επόμενη στάση).
Κόρινθος 11.14
Η κίνηση είναι μειωμένη σε σχέση με αυτό που αναμένει κανείς από τη μεγαλύτερη πόλη στη συγκεκριμένη διαδρομή. Η εικόνα ενός και μόνο επισκέπτη να κάθεται μόνος του στην πλατφόρμα εκεί όπου οι ακτίνες του ήλιου ανεβάζουν τη θερμοκρασία στους 40 βαθμούς μοιάζει με στιγμιότυπο από την ανεξερεύνητη ελληνική επαρχία, αλλά μια λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά: με τη μάσκα κάτω από το σαγόνι ο καπνιστής μοιάζει να είναι ήδη αλλού. Την ώρα που και ο τελευταίος επιβάτης έχει εισέλθει στον συρμό ένα τζάνκι κατευθύνεται με βήμα αργόσυρτο προς τον μοναχικό ένοικο της αποβάθρας.
Κι εδώ η λεπτομέρεια είναι αποστομωτική για όποιον πασχίζει να ανακαλύψει πάση θυσία ετικέτες και κατηγοριοποιήσεις στον διχασμό του φετινού καλοκαιριού: η στάμπα της μπλούζας του γράφει «το εμβόλιο σώζει». Την ώρα που το τρένο αποχωρεί από τον σταθμό οι δύο φιγούρες μένουν ακίνητες με φόντο το άνυδρο τοπίο. Δύο άγνωστοι μεταξύ τους που ξαφνικά μοιάζουν να μοιράζονται την ίδια απόσταση από τους «προνομιούχους» εποχούμενους του air condition. Είναι το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της διαδρομής: άνθρωποι που φαίνονται τσακισμένοι από ένα αόρατο φορτίο και αίφνης μοιάζουν περισσότερο αβοήθητοι από όσο είναι στην πραγματικότητα. Η κίνηση της αμαξοστοιχίας προς την αντίθετη κατεύθυνση της Αθήνας διογκώνει την αναρώτηση για τις ιστορίες που κουβαλούν πίσω τους οι άγνωστοι της πλατφόρμας. Πώς τα καταφέρνουν, αλήθεια, οι όντως άποροι μέσα στην πανδημική κρίση;
Μαγούλα 11.50
Είναι η άτυπη μεθόριος ανάμεσα στις κωμοπόλεις, που μένουν πίσω, στην παραθεριστική ραστώνη, και το αστικό τοπίο που μόλις ξεκινά. Οι λόφοι με το λίγο πράσινο, οι γκρεμοί που οδηγούν σε τιρκουάζ παραλίες, η ακτογραμμή ανήκουν στο παρελθόν. Από τη Μαγούλα κι έπειτα το κάμα του ήλιου χάνεται για λίγο κάτω από τους μεγάλους σταθμούς με τις μεταλλικές επενδύσεις, επανεμφανίζεται στην Αττική Οδό και στην τσιμεντοθάλασσα που ξεχύνεται εκατέρωθεν του μεγάλου οδικού άξονα. Οι επιβιβάσεις και οι αποβιβάσεις είναι πλέον συχνότερες, ανεβαίνουν μεγάλες παρέες, ακόμη και ποδηλάτες που αναζητούν την πρώτη διαθέσιμη γωνιά μέσα στο κουπέ. Κάποιες λιγοστές εξαιρέσεις, όπου η μάσκα πέφτει κάτω από το πιγούνι, ενεργοποιούν προφανώς την επαναλαμβανόμενη έκκληση από την ηχητική εγκατάσταση: «Παρακαλούμε να φοράτε τη μάσκα σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής».
Οι επιγραφές με το αίτημα για τήρηση των αποστάσεων μας ακολουθούν επίσης σε όλη τη διαδρομή, αλλά η είσοδος στην Αθήνα λιγοστεύει τα διαθέσιμα τετραγωνικά για τον καθένα.
Δουκίσσης Πλακεντίας 12.37
Η αποβίβαση γίνεται με τους δυσμενέστερους όρους. Σε όλη την προηγούμενη διαδρομή ακούστηκαν πολλά από τα επιχειρήματα που στοιχειοθετούν το διάχυτο μανιφέστο των αρνητών. Οι δύο «φίλοι» που αψιμαχούν συμφωνούν στην άρνηση – διαφωνούν στην αιτία. «Κανείς δεν μας λέει ότι σε δέκα χρόνια δεν θα έχεις πρόβλημα στο μυαλό» ακούγεται ο διοπτροφόρος με το κασκέτο. «Δεν θέλω να μου λέει κανείς τι να κάνω με την ελευθερία μου» απαντάει ο μασκοφόρος (με τη λέξη «LOVE» κεντημένη με ασημένια στρας, αν οι γνώσεις μου φτάνουν ως εκεί).
Η ψευδοεπιστήμη συναντάει την «αυτοδιάθεση του σώματος» και εξαναγκάζει αρκετούς από τους άλλους επιβάτες σε σιωπηρή ανοχή του «εσωκομματικού καβγά». Η σύσταση του ελεγκτή πάντως είναι να μην ενοχλούνται οι υπόλοιποι επιβάτες, ενώ η κοπέλα με ένα τσιρότο στον ώμο φαίνεται κάπως μαζεμένη όσο τα… επιχειρήματα πέφτουν βροχή. Η λέξη «χούντα» ομολογουμένως δεν ακούστηκε, αλλά το «δικαίωμα» πήγαινε με όλα. Για μια στιγμή και αυτό το στιγμιότυπο, αποκομμένο από το περιβάλλον, απέδιδε τη ρητορική που διαπερνά τα social media – οργανωμένα πλέον και έτοιμα για καμπάνιες -, τις διαδηλώσεις και την κατήχηση πάσης φύσεως. Αλλά και πάλι ήταν μια εικόνα ψευδής. Μια αναγωγή: ο εύκολος τρόπος για να βγάλει κανείς συμπεράσματα. Το ίδιο ψευδής μπορεί να ήταν και όλη η διαδρομή με τον Προαστιακό. Οχι επειδή δεν μπορεί να συμπυκνώσει τις τάσεις στην ελληνική κοινωνία – αυτό δεν χρειάζεται να το αποδείξει κανείς. Αλλά επειδή δεν μπορείς να διακρίνεις τελικά ποια ήταν η πλειονότητα μέσα στη διαδρομή των δύο ωρών.