«Ο νέος τυνήσιος αλ-Σίσι»: έτσι αποκαλούν οι εχθροί του σήμερα τον Κάις Σαΐντ, τον 63χρονο πρόεδρο της Τυνησίας, ο οποίος αποφάσισε την Κυριακή να αποπέμψει τον πρωθυπουργό Χισάμ Μασίσι, να παγώσει τη λειτουργία του κοινοβουλίου για 30 ημέρες και να άρει την ασυλία των βουλευτών. Τον συγκρίνουν με τον αιγύπτιο πρόεδρο, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία μετά το πραξικόπημα του 2013, έτοιμος να πολεμήσει ανελέητα τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, κουρασμένος από τις καθυστερήσεις της δημοκρατίας, ερωτευμένος με τον στρατό και πρόθυμος να λογοκρίνει τον ανεξάρτητο Τύπο. Η αλήθεια είναι πως οι τελευταίες κινήσεις του Σαΐντ θυμίζουν πολύ την πολιτική του πρώην τυνήσιου δικτάτορα Ζιν ελ Αμπιντίν Μπεν Αλι, ο οποίος ανατράπηκε από την Αραβική Ανοιξη τον Ιανουάριο του 2011. Ο ίδιος επιμένει πως δεν είναι «πραξικοπηματίας», πως ό,τι κάνει είναι σύμφωνο με τον νόμο και το Σύνταγμα – και η αλήθεια είναι πως ένα μεγάλο κομμάτι του λαού τον στηρίζει. EE και ΗΠΑ παρακολουθούν με ανησυχία, δεν μιλούν για πραξικόπημα, ζητούν όμως να αποκατασταθεί «όσο το δυνατόν πιο σύντομα» η θεσμική σταθερότητα. Το γεγονός, σε κάθε περίπτωση, ότι την Τυνησία τη βύθισε στη χειρότερη συνταγματική της κρίση μετά το 2011 ο Κάις Σαΐντ, ένας καθηγητής συνταγματικού δικαίου που μπήκε αργοπορημένα στην πολιτική, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ειρωνεία.
«Ρόμποκοπ»: έτσι ήταν περισσότερο γνωστός μέχρι πρότινος ο Σαΐντ, όχι βέβαια λόγω του παρουσιαστικού του αλλά λόγω του μονότονου και μηχανικού τόνου της ομιλίας του. Λεπτός, ασκητικός, αυστηρός – σπάνια χαμογελάει δημοσίως – ο πρόεδρος της Τυνησίας είναι επίσης γνωστός για το πάθος του για την κλασική αραβική λογοτεχνία αλλά και για τη φήμη ακεραιότητας που καλλιεργεί. Το μεγαλύτερο κομμάτι της επαγγελματικής του καριέρας αφιερώθηκε στην ακαδημαϊκή του καριέρα και στην ειδίκευσή του στο συνταγματικό δίκαιο. Οπως επισημαίνει βέβαια η ιταλική «La Repubblica», με μια πιο προσεκτική ματιά, ο Κάις Σαΐντ ήταν ένας διανοούμενος με οργανικό ρόλο στο δημοκρατικό προσωπείο του Μπεν Αλι. Ο ίδιος ωστόσο προσχώρησε από την πρώτη στιγμή στην εξέγερση εναντίον του, την πρώτη της Αραβικής Ανοιξης, τη μόνη που οδήγησε σε μία ατελή και αβέβαιη, έστω, δημοκρατία. Πρύτανης, από το 1999 έως το 2018, της Σχολής Νομικής και Πολιτικών Επιστημών στην Τύνιδα, υπεύθυνος για την αναθεώρηση του Συντάγματος της Τυνησίας το 2014, ο Σαΐντ έγινε η μεγάλη έκπληξη των προεδρικών εκλογών του 2019, αποσπώντας ποσοστό 72% των ψήφων χάρη στο προφίλ του ως «αουτσάιντερ», σε μία περίοδο απαξίωσης της νέας πολιτικής τάξης για την αποτυχία της να προσφέρει ένα μίνιμουμ ευημερίας στη χώρα.
Ακόμα μία ειρωνεία: ήταν ο ίδιος που πρότεινε το περασμένο καλοκαίρι τον Μασίσι, έναν τεχνοκράτη πρώην υπουργό Εσωτερικών, για πρωθυπουργό, σε ένα κατακερματισμένο κοινοβούλιο που αδυνατούσε να σφυρηλατήσει την οποιαδήποτε πλειοψηφία. Μετά τον διορισμό του, ωστόσο, ο Μασίσι επέλεξε να συμπήξει μία συμμαχία με πολλά κόμματα, μία εγγύηση για την αποφυγή μιας πρότασης μομφής. Ο Σαΐντ δεν τον συγχώρησε ποτέ για αυτή την «προδοσία». Αρνήθηκε λοιπόν, τον Ιανουάριο, να επικυρώσει τον διορισμό εννέα νέων υπουργών, στο πλαίσιο ανασχηματισμού, και έτσι ξεκίνησε ο πόλεμος που θα οδηγούσε τη χώρα σε περισσότερους από οκτώ μήνες παράλυσης, με την υγειονομική, οικονομική και κοινωνική κρίση να εντείνεται: η Τυνησία των 12 εκατομμυρίων κατοίκων μετράει ήδη 18.000 νεκρούς από Covid-19, μόλις 7% του πληθυσμού έχει εμβολιαστεί πλήρως και οι ΜΕΘ ασφυκτιούν.
Μετά την αποπομπή του Μασίσι, ο Σαΐντ απέπεμψε επίσης τους υπουργούς Δικαιοσύνης και Αμυνας. Παράλληλα, διεύρυνε τη νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας καθώς και την απαγόρευση μετακίνησης μεταξύ των πόλεων και απαγόρευσε τις συναθροίσεις άνω των τριών ατόμων – μέτρα που ενίσχυσαν όσα ήδη ίσχυαν λόγω πανδημίας. Ο αποπεμφθείς πρωθυπουργός δήλωσε έτοιμος να παραδώσει τα καθήκοντά του στον οποιονδήποτε επιλέξει ο πρόεδρος. Η ισχυρή Γενική Ενωση Εργασίας τάχθηκε στο πλευρό του Σαΐντ, εκτιμώντας πως οι αποφάσεις του είναι «σύμφωνες» με το Σύνταγμα. Από την άλλη πλευρά, το ισλαμοσυντηρητικό Ενάντα, που κυριαρχεί από το 2011 στο τυνησιακό πολιτικό σκηνικό, παρότι έχει χάσει στο μεσοδιάστημα σχεδόν 1,5 εκατομμύριο ψηφοφόρους, καταγγέλλει μία πραξικοπηματική κατάληψη όλων των εξουσιών. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη στάση που θα κρατήσει το Ενάντα στη συνέχεια. Εν αναμονή, ειδικοί και μη ερίζουν για το κατά πόσο το Αρθρο 80 του Συντάγματος, που επιτρέπει τη λήψη «έκτακτων μέτρων» σε περίπτωση «άμεσου κινδύνου για τη χώρα», νομιμοποιεί τις κινήσεις ενός λαϊκιστή, ιδιαίτερα συντηρητικού στα κοινωνικά ζητήματα, θεωρητικά υπέρμαχου της αμεσοδημοκρατίας προέδρου που δεν έχει το τουπέ του Τραμπ, ούτε το ρητορικό χάρισμα του Ερντογάν αλλά μοιράζεται σύμφωνα με αρκετούς ειδικούς το στυλ διακυβέρνησής τους.