Στην πρωτολογία της στη Βουλή την Τρίτη, η Φώφη Γεννηματά ασχολήθηκε με το νομοσχέδιο της Παιδείας. Στη δευτερολογία της, όμως, βρέθηκε να απαντάει στη σπόντα του Κυριάκου Μητσοτάκη για τη στήριξη που παρέχει εκείνη και το Κίνημα Αλλαγής στις συντεχνίες. Τότε η Γεννηματά έκανε κάτι που δεν συνηθίζεται: αποφάσισε όχι μόνο να απαντήσει πως «δεν φταίει για όλα το ΠΑΣΟΚ», αλλά να αναφέρει ονομαστικά τις περιόδους που βρέθηκε στην εξουσία. Ετσι μίλησε για τη δεκαετία του ’80, για τη δεκαετία του ’90, αλλά και για το 2010, όταν η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ έφερε έναν εκπαιδευτικό νόμο που ψηφίστηκε από ευρεία πλειοψηφία – τον νόμο, δηλαδή, που θα έμενε γνωστός ως «νόμος Διαμαντοπούλου».
Λίγες μέρες νωρίτερα, μιλώντας για την εμβάθυνση της σχέσης της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ενωση, ο Νίκος Ανδρουλάκης έκανε αναφορά σε δύο πρόσωπα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρέλειψε να αναφέρει: στον Κώστα Σημίτη και τον Γιώργο Παπανδρέου. Το Σάββατο, η Εύα Καϊλή, ανακοινώνοντας επισήμως τη στήριξή της στον Ανδρέα Λοβέρδο, θύμιζε την εκσυγχρονιστική καταγωγή Ανδρουλάκη και τη συγκυβέρνηση του 2012, ενώ ο ίδιος ο Λοβέρδος στη διακήρυξή του χρησιμοποίησε σαφείς συμβολισμούς που τον έδεναν με τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ.
Κερδίζει πόντους
Για πρώτη φορά σοβαρά, το ΠΑΣΟΚ δεν χρησιμοποιείται μόνο ως ποπ αναφορά, με στόχο τη νοσταλγία – που έτσι κι αλλιώς του επιτρέπει να κερδίζει πόντους. Ενα νέο αφήγημα ΠΑΣΟΚ ξεπροβάλει στον ορίζοντα και δεν αφορά το όνομα και τα σύμβολά του (αυτά είναι μια ξεχωριστή ιστορία, που και συζητείται και δημιουργεί πολιτικές διαφοροποιήσεις) αλλά την προσπάθεια όλων των μέχρι σήμερα γνωστών υποψηφιοτήτων να αξιοποιήσουν για τον εαυτό τους το χαρτί της ενότητας του χώρου. Ολοι στην Κεντροαριστερά, άλλωστε, γνωρίζουν πως τις περισσότερες φορές κερδισμένος έβγαινε αυτός που κατάφερνε να εκφράσει το μεγαλύτερο μέρος του «όλου ΠΑΣΟΚ». Με το σύνθημα της ενότητας κατέβηκε πιο πρόσφατα και η Φώφη Γεννηματά και κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές του 2017. Για πολλά χρόνια, στο ΠΑΣΟΚ αυτό ήταν το ζητούμενο, μιας και το κόμμα, ιδίως τις περιόδους που βρισκόταν εκτός εξουσίας, υπέφερε πολλές εσωκομματικές διαμάχες που θα μπορούσαν να το έχουν αφήσει μισό, με αποκορύφωμα τη διάσπαση του 2015 και χρειάστηκε χρόνος μέχρι όλοι οι κεντροαριστεροί να ξαναβρεθούν στον ίδιο πολιτικό χώρο. Οταν αυτό συνέβη, αντικατοπτρίστηκε και στη διάθεση, αλλά και στο ποσοστό: η Συνδιάσκεψη του 2019, η τελευταία φορά που όλοι οι πρώην πρόεδροι βρέθηκαν στην ίδια κομματική εκδήλωση, είχε ενισχύσει και την εκλογική προσπάθεια που ήρθε λίγους μήνες αργότερα, φτιάχνοντας ένα κλίμα επιτακτικότητας και ανάγκης στήριξης του χώρου. Αυτό το κλίμα θέλουν να επαναλάβουν οι υποψήφιοι, προβάλλοντας τους εαυτούς τους ως εγγυητές της συνέχειας του χώρου. Στην ίδια Συνδιάσκεψη είχε επικυρωθεί και η απόφαση για την αυτόνομη πορεία – ένα άλλο από τα ζητήματα που θα συζητηθεί στον δρόμο προς τις εσωκομματικές εκλογές.
Ενωτικό πρόσημο
Το ΠΑΣΟΚ επομένως, δεν αποτελεί για τους υποψηφίους μόνο αφήγημα νοσταλγίας, από αυτά που μπορούν να προσφέρουν μερικές ψήφους παραπάνω, αλλά μπορεί να ενισχύσει όσους θέλουν να δώσουν ενωτικό πρόσημο στην υποψηφιότητά τους. Ο δρόμος δεν είναι εύκολος για κανέναν, καθώς το προηγούμενο διάστημα όλοι κάποιον έχουν δυσαρεστήσει: η Γεννηματά τους βενιζελικούς, ο Ανδρουλάκης τους παπανδρεϊκούς και ο Λοβέρδος όσους στηρίζουν τη σύμπραξη των προοδευτικών δυνάμεων. Στο τέλος, όμως, εκτιμάται πως ο υποψήφιος που θα καταφέρει τις περισσότερες υπερβάσεις θα πάρει και το προβάδισμα στην κούρσα.
Η υπόσχεση της ενότητας, βέβαια, συνεχίζεται και μετά την εκλογική αναμέτρηση, όταν πια όλα θα έχουν αποφασιστεί και η κάλπη θα έχει βγάλει ετυμηγορία: ο νικητής θα κριθεί και στο κατά πόσο θα μπορέσει να διατηρήσει πιθανές φυγόκεντρες τάσεις, μη ευχαριστημένες με το αποτέλεσμα.