Η πρόσληψη του ναζισμού ως αναπόσπαστου κομματιού της ευρωπαϊκής ιστορίας που το γέννησε δεν είναι καινούργια. Πολύ μακριά από μια αρχική ερμηνεία (μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) που τον ήθελε «παρένθεση» που προκλήθηκε από μια τραγική σύμπτωση γεγονότων και συνθηκών, η ιστορική έρευνα έχει καταδείξει επαρκώς τις πολλαπλές συνάφειές του με κοινωνικά και διανοητικά φαινόμενα που προηγήθηκαν του Κακού. Υπό μία έννοια, η πρόσληψη του ναζισμού ως ενός «ατυχήματος», όπου μια σειρά από πράγματα πήραν καταστροφική κατεύθυνση όταν λόγω της κρίσης του Μεσοπολέμου «έσπασαν τα φρένα» που συγκρατούσαν τη βία, το μίσος και τον παραλογισμό, αποτελεί το θεωρητικό ξέπλυμα των όσων προηγήθηκαν και οδήγησαν στη φρίκη του Ολοκαυτώματος: του αντισημιτισμού, του ρατσισμού, της ευγονικής, του μίσους για τον διαφωτισμό και τη δημοκρατία. Αυτό το θεωρητικό ξέπλυμα δεν θα ήταν άτοπο να ιδωθεί ως το απαραίτητο συμπλήρωμα πολιτικών επιλογών που έτειναν στην ουσιαστική αθώωση ανθρώπων οι οποίοι στη μεταπολεμική κατάσταση των πραγμάτων επρόκειτο να είναι (και ήταν) αναμφίβολα χρήσιμοι. Ετσι λοιπόν, η προσεκτικά φιλοτεχνημένη λήθη μεταβλήθηκε σε δίδυμο αδερφό πολιτικών, για τις οποίες η δίκη της Νυρεμβέργης υπήρξε η συμβολική κορωνίδα της συναινετικής α-μνησίας. Αυτό ακριβώς το μοντέλο, που βασίστηκε αν όχι στη λήθη, σίγουρα στην επιλεκτική ανάγνωση του παρελθόντος, υπήρξε τόσο πετυχημένο που στην πορεία λειτούργησε ως μοντέλο για μια σειρά από αναγνώσεις «δυσάρεστων» και «άβολων» ιστορικών περιόδων, όπως στα καθ’ ημάς η επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών, η οποία επίσης προβλήθηκε ως ένα «ατυχές διάλειμμα» και όχι ως κορύφωση πραγματικοτήτων που υπήρξαν ηγεμονικές στη μετεμφυλιακή περίοδο.
Η παραπάνω αντίληψη των πραγμάτων σταμάτησε να καλλιεργείται συστηματικά στη δημόσια σφαίρα όταν πολιτικά είχε πια επιτελέσει τον ρόλο της κοινωνικής ειρήνευσης και της επανεκκίνησης. Σήμερα, η αναψηλάφηση του ναζισμού μέσα από την τοποθέτηση του τελευταίου στα ιστορικά του συμφραζόμενα σίγουρα δεν είναι πλέον ένα θεωρητικό εγχείρημα που θα το χαρακτήριζε κανείς ρηξικέλευθο. Αρκεί να θυμηθούμε εδώ την ανάλυση του Ζ. Μπάουμαν (Νεωτερικότητα και Ολοκαύτωμα), ο οποίος ήδη από 1989 έχει καταδείξει ότι η γενοκτονία του εβραϊκού πληθυσμού από τους Ναζί δεν υπήρξε απλώς ένα ατυχές επεισόδιο της Νεωτερικότητας, αλλά (το) τερατώδες δημιούργημά της, στον βαθμό που προϋπέθετε την εκβιομηχάνιση (του θανάτου) και τον απο-ηθικοποιημένο εξορθολογισμό της γραφειοκρατίας (βλ. περίπτωση Αϊχμαν).
Στο βιβλίο του Ελεύθερος να υπακούς. Το μάνατζμεντ από τον ναζισμό μέχρι σήμερα, ο Johann Chapoutot, τρομερό παιδί της γαλλικής ιστοριογραφίας και γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τα βιβλία του Ο εθνικοσοσιαλισμός και η αρχαιότητα (Πόλις, 2013, μτφ. Γιώργος Καράμπελας) και το πρόσφατα εκδοθέν Η πολιτιστική επανάσταση του ναζισμού (εκδόσεις Πόλις, 2021, μτφ. Γ. Καράμπελας), στρέφει το βλέμμα σε κάτι που ελάχιστα έχει μελετηθεί: στην επιβίωση και προσαρμογή συστατικών στοιχείων της ιδεολογίας, των αρχών και της κοσμοθεωρίας του ναζιστικού κράτους τη μεταπολεμική περίοδο στο περιβάλλον του οικονομικού θαύματος που πραγματοποιήθηκε στη Δυτική Γερμανία. Οι συνέχειες ανάμεσα στην περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού και σε αυτή της μεταπολεμικής περιόδου δεν είναι (κι αυτές πια) terra incognita, ωστόσο η ανάδειξή τους έχει εστιάσει ως τώρα στον ρόλο που κλήθηκαν να παίξουν στελέχη του ναζιστικού μηχανισμού στις ειδικές συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου. Εξάλλου, η μυθιστορηματική ανακάλυψη εγκληματιών πολέμων που έλαβε χώρα στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα βασίστηκε εν πολλοίς στην αποκάλυψη του ρόλου τους στη νέα τάξη πραγμάτων. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει ενδεικτικά στο ωραίο βιβλίο του Αντριου Ναγκόρσκι Οι κυνηγοί των Ναζί. Η καταδίωξη των εγκληματιών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (εκδόσεις Μεταίχμιο 2016, μτφ. Γιώργος Μπαρουξής) ή στα απομνημονεύματα του θρυλικού και απηνούς διώκτη τους Σιμόν Βίζενταλ (Οι δολοφόνοι ανάμεσά μας, εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2021, μτφ. Γεωργία Μίχα). Κι αυτές οι συμβολές, ωστόσο, αναδεικνύουν περισσότερο τον ρόλο που κλήθηκαν να παίξουν κυρίως οι άνθρωποι και όχι οι ιδέες που ηγεμόνευσαν την εποχή του Τρίτου Ράιχ. Οι τελευταίες θεωρείται ακόμη και σήμερα ότι ηττήθηκαν οριστικά τον Μάιο του 1945, για να τύχουν έκτοτε του πλήρους εξοστρακισμού από μια γερμανική κοινωνία που παρά τα όποια αμαρτήματά της, κρυφά ή λιγότερο κρυφά, έκοψε κάθε δεσμό με το ντροπιαστικό παρελθόν της.
Στη νέα εποχή
Τα πράγματα όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι, όπως αποδεικνύει ο Johann Chapoutot στο μικρό, μεστό αλλά και εξαιρετικά καλογραμμένο δοκίμιό του για την εξέλιξη του μάνατζμεντ στη Δυτική Γερμανία. Στο βιβλίο αυτό καταπιάνεται με το πώς κεντρικές ιδέες του εθνικοσοσιαλισμού επιβίωσαν στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Ιδέες τις οποίες αξιοποίησε η δημοκρατική κοινωνία της ευημερίας αναδιατάσσοντας την αρχιτεκτονική των νοημάτων τους. Ή μήπως εντέλει αυτές αξιοποίησαν αριστοτεχνικά το νέο περιβάλλον, προσαρμόζοντας στις απαιτήσεις της νέας εποχής στόχους και corpus πρακτικών που είχαν αποταμιεύσει στα χρόνια της ναζιστικής κυριαρχίας;
Προκειμένου να κάνει όλα αυτά εμφανή, ο συγγραφέας επιχειρεί να συγκροτήσει μια πολιτισμική βιογραφία του Ράινχαρτ Χεν (1904-2000) παρέχοντας μια αποκαλυπτική ακτινογραφία των ιδεών του σχετικά με τη διαχείριση των «ανθρώπινων πόρων». Διαπρεπής νομικός με διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο της Ιένας, ο Χεν θα εργαστεί υπό τη σιδηρά προστασία του Χίμλερ ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ενώ θα ανελιχθεί πολύ γρήγορα στην Υπηρεσία Πληροφοριών (SD) των Ες Ες, όπου με τη λήξη του πολέμου θα κατέχει τον βαθμό του στρατηγού. Οπως πολλοί συνάδελφοί του, έτσι και ο Χεν μεταπολεμικά θα κληθεί όχι απλώς να επιβιώσει σε τρομακτικά διαφορετικές συνθήκες, αλλά κυριολεκτικά να επανεφεύρει τον εαυτό του. Ακραία περίπτωση αυτού του φαινομένου αποτελεί ο νεαρός διδάκτορας Λογοτεχνίας Χανς Ερνστ Σνάιντερ: ο τελευταίος με τη λήξη του πολέμου εξαφανίζεται και η γυναίκα του τον δηλώνει αγνοούμενο. Οικειοποιείται την ταυτότητα ενός νεκρού και ξεκινάει τη ζωή του από το μηδέν. Εκπονεί από την αρχή μια καινούργια διδακτορική διατριβή, (ξανα)παντρεύεται τη «χήρα» του Σνάιντερ, κάνει καριέρα ως ένας άλλος άνθρωπος. Η πραγματική ταυτότητα του πρύτανη του Πανεπιστημίου του Ααχεν θα αποκαλυφθεί μόλις το 1995.
Ο Ράινχαρτ Χεν δεν χρειάστηκε να διαγράψει όπως ο Σνάιντερ πλήρως το παρελθόν του. Ξεπερνώντας τις αρχικές δυσκολίες και μετά από μια περίοδο έντονης ανασφάλειας, θα βασιστεί σε ένα δραστήριο δίκτυο αλληλοβοήθειας πρώην υψηλόβαθμων Ναζί, βρίσκοντας ξανά ρόλο στη μεταπολεμικά ακμάζουσα δυτικογερμανική κοινωνία. Οταν το 1956 θα ιδρυθεί στο Μπαντ Χάρτσμπουργκ κατά τα αμερικανικά πρότυπα η σχολή διοίκησης επιχειρήσεων, ο πρώην Oberführer των Ες Ες θα αναλάβει τα ηνία της και θα πραγματοποιήσει μια εντυπωσιακή νέα καριέρα. Μέχρι τον θάνατό του, το 2000, από τη σχολή στελεχών θα έχει περάσει η οικονομική και διοικητική αφρόκρεμα της ΟΔΓ (γύρω στα 600.000 άτομα), ενώ πάνω από 2.500 κορυφαίες επιχειρήσεις, όπως οι Aldi, BMW, Krupps (ακόμη και η εταιρεία παραγωγής ταινιών πορνό Beate Uhse International), θα έχουν αποστείλει για επιμόρφωση πλήθος στελεχών τους.
Γιατί όμως η περίπτωση της σχολής αυτής αποτελεί τεκμήριο της επιβίωσης/ προσαρμογής ναζιστικών αρχών στις νέες συνθήκες; Ο Johann Chapoutot είναι εξαιρετικά αναλυτικός στο σημείο αυτό. Παρά τα όσα πιστεύουμε για τον ρόλο του κράτους στην ναζιστική πραγματικότητα, ο συγγραφέας υπενθυμίζει το μίσος που έτρεφαν για αυτό οι Ναζί. Ο θεσμός του κράτους, σύμφωνα με τον εθνικοσοσιαλισμό, ήταν εφεύρημα της ύστερης ρωμαϊκής παρακμής και του ιουδαιοχριστιανισμού που «κατάφερε» να καταπνίξει τις υγιείς φυσικές λατρευτικές εκδηλώσεις των τευτονικών φύλων (που επιβίωναν ως εκτεταμένες οικογένειες πολεμιστών και όχι ως οργανωμένο κράτος), οι οποίες υπέστησαν έτσι έναν παρά φύση ακρωτηριασμό. Μια καταστροφική εμμονή με τη λεπτομέρεια και τον γραφειοκρατικό σχολαστικισμό στους αιώνες που ακολούθησαν έτεινε να διακόπτει την υγιή ροή του «αίματος» στο σώμα των φυλετικών συντρόφων, οδηγώντας τη γερμανική φυλή στη «θρόμβωση» και τον αναπόδραστο θάνατο. Ο Ράινχαρτ Χεν ως νομικός θεωρητικοποιεί συστηματικά το μίσος (του) για το κράτος και με την ιδιότητα του υψηλόβαθμου Ες Ες εκπονεί σχέδια για την αναμόρφωση της εργασίας στο Τρίτο Ράιχ. Βασική του ιδέα είναι η απελευθέρωση του εργάτη από τους περιορισμούς που του δημιουργεί ο συνεχής καταναγκασμός. Ο γερμανός εργάτης θα πρέπει να αισθάνεται «ελεύθερος να υπακούει» και η διοίκηση θα πρέπει να του παρέχει σαφείς και οριοθετημένους στόχους, αφήνοντας σε αυτόν το δικαίωμα να επιλέξει τρόπους και μέσα για την επίτευξη. Επρόκειτο για ένα μοντέλο διαχείρισης που είχε σκοπό να απελευθερώσει τόσο τον γερμανό εργαζόμενο από το αυστηρό πρωσικό διοικητικό ήθος όσο και τον (γερμανό) στρατιώτη από τη λοβοτομή της πειθάρχησης, αναβιώνοντας τρόπον τινά την άγρια γερμανική «ελευθερία των δασών». Η λογική του εθνικοσοσιαλιστή κα αντικρατιστή Ράινχαρτ Χεν είναι ξεκάθαρη. Με τα λόγια του Chapoutot: «Για να κάνεις κάτι σπουδαίο, πρέπει να ξέρεις να περιφρονείς τους κανόνες, να ελευθερώνεις τις ενέργειες και να κινείσαι γρήγορα». Ακριβώς ό,τι δεν μπορεί να συμβεί σε ένα κράτος «δυτικού τύπου» που σφίγγει ως μέγγενη τη δημιουργικότητα των πολιτών του ρυθμίζοντας εξαντλητικά την κάθε λεπτομέρεια της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Οι παραπάνω ιδέες θα αναβιώσουν και θα κυριαρχήσουν για περίπου τριάντα χρόνια σχεδόν αυτούσιες στο περιβάλλον της σχολής στελεχών του Μπαντ Χάρτσμπουργκ. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι οι θέσεις που είχαν αναπτύξει ο Χεν και ο κύκλος του προπολεμικά θα φανούν παράδοξα συμβατές με τις αξίες της δυτικογερμανικής μεταπολεμικής κοινωνίας. Ο Χεν στα σεμινάριά του πρότεινε ένα (φαινομενικά πρωτοποριακό) μοντέλο διοίκησης το οποίο, ενώ έδειχνε να είναι η φυσική προέκταση της νέας δημοκρατικής κουλτούρας, στην πραγματικότητα υπήρξε συνέχεια εγχειρημάτων που είχαν δοκιμαστεί στη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου. Σύμφωνα με το «νέο» αυτό μοντέλο διοίκησης, ο εργαζόμενος θα έπρεπε να νιώθει συνεργάτης και όχι «υποτελής», ελεύθερος να δρα και όχι απλός αποδέκτης εντολών. Ο πυρήνας ωστόσο αυτής της, υποτίθεται, ρηξικέλευθης λογικής διαχείρισης των εργαζομένων, που συνοψιζόταν στις λέξεις «μεταβίβαση καθηκόντων» και που σφράγισε το οικονομικό θαύμα των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, θα έχει συγκροτηθεί στους κύκλους της εθνικοσοσιαλιστικής διανόησης. Ο ίδιος ο Χεν, πολυγραφότατος και δραστήριος, ποτέ του δεν θα αποκηρύξει δημόσια τον σκληρό πυρήνα των ιδεών του, οι οποίες απλώς θα αποκαθαρθούν από τον απροκάλυπτο ρατσισμό και τη ρητορική του μίσους που κυριάρχησαν στη ναζιστική Γερμανία. Οπως εύστοχα καταδεικνύει στο εξαιρετικό του δοκίμιο ο Chapoutot, ο Ράινχαρτ Χεν υπήρξε ένας άνθρωπος των καιρών του, ένας χαμαιλέοντας που γνώριζε πώς να κινείται και να προσαρμόζει ευέλικτα εαυτόν και ιδέες στις απαιτήσεις της κάθε εποχής. Αναμφίβολα υπήρξε ένας καταπληκτικός μάνατζερ (του εαυτού του).
Ο Κώστας Κατσάπης (katsapius@gmail.com) είναι ιστορικός. Διδάσκει Πολιτισμική Ιστορία του Μεταπολεμικού Κόσμου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Δημόσια Ιστορία στο ΕΑΠ.
Johann Chapoutot
Ελεύθερος να υπακούς
Το μάνατζμεντ από
τον ναζισμό μέχρι σήμερα
Μτφ. Γιάννης Σιδέρης
Εκδόσεις Αγρα, Αθήνα 2021, σελ. 180
Τιμή 14,50 ευρώ
Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί την ίδια περίοδο η «Πολιτιστική επανάσταση του ναζισμού» του ιδίου, σε μετάφραση Γιώργου Καράμπελα