Με την ψήφιση του πρώτου μνημονίου, στα τέλη της άνοιξης του 2010, οι πολιτικές συνθήκες άλλαξαν άρδην στη χώρα. Ιδιαιτέρως μετά την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων που επιβεβαίωσαν τις μακράς διαρκείας συνέπειες της χρεοκοπίας στη ζωή των Ελλήνων, οι μέχρι τότε κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις απώλεσαν στην κυριολεξία την πολιτική νομιμοποίησή τους, βρέθηκαν σε απολύτως αμυντική θέση, μη δυνάμενες να υπερασπίσουν την επιβληθείσα από τους δανειστές περιοριστική πολιτική. Κοινώς υποχώρησαν, σχεδόν παραδόθηκαν στις εύκολες κρίσεις και μετατράπηκαν σε λεία για τις μέχρι τότε περιθωριακές δυνάμεις και ευάλωτες σε προπαγάνδα εχθροπαθή και εν πολλοίς συνωμοσιολογική.
Η πικρή εμπειρία των μνημονιακών χρόνων
Σε εκείνη την πολιτική συγκυρία περίσσεψαν οι προσωπικές επιθέσεις, η διαπόμπευση κυβερνητικών στελεχών και παραγόντων της δημόσιας ζωής κατέστη καθημερινή πολιτική πρακτική, κλίμα έντασης επικράτησε στους δρόμους και στις δημόσιες συναθροίσεις. Οι δε πολιτικές που εκπέμπονταν από το ετερόκλητο πλήθος ήταν απολύτως ανορθολογικές και ασύμβατες προς τη θέση της χώρας στον κόσμο.
Η Ελλάδα βρέθηκε τότε στην κυριολεξία σε κατάσταση πολιτικού και οικονομικού χάους, με τους διαδηλωτές και τις επικρατούσες στους δρόμους δυνάμεις της Ακρας Αριστεράς και της Ακρας Δεξιάς να υπερασπίζονται σχεδόν από κοινού την έξοδο από την ευρωζώνη και την Ευρώπη και την αναζήτηση σωτηρίας σε προστατευτικά οικονομικά σχήματα και σε συμμαχίες με την Κίνα, τη Ρωσία, το Ιράν και άλλες εξωτικές χώρες. Ο λόγος δε που συνόδευε την πολιτική των δρόμων ήταν συνωμοσιολογικός, του μίσους, του φθόνου, της έντασης και βεβαίως του πολιτικού εξανδραποδισμού και εξοστρακισμού. Συνέπεσε δε σε εκείνη τη συγκυρία να ανθίσουν οι νέες τεχνολογίες και τα social media, που επέτρεψαν στον καθένα να λέει ό,τι θέλει και να προπαγανδίζει ακόμη και έκνομες πράξεις.
Στις πολλές εκδοχές του «αντιμνημονιακού αγώνα» απειλήθηκαν και χάθηκαν ανθρώπινες ζωές, κάηκε η Marfin στην οδό Σταδίου και μαζί της τέσσερις αθώοι τραπεζοϋπάλληλοι. Στο κλίμα εκείνων των ημερών βρήκαν ευκαιρία αναγέννησης ακόμη και οι ναζιστικές ορδές της Χρυσής Αυγής, ένας ιδιότυπος φασισμός έτεινε να επικρατήσει, έτοιμος να βυθίσει ξανά την Ελλάδα στο σκοτάδι και στην απόλυτη εξαθλίωση.
Χρειάστηκαν κάμποσα χρόνια να αποκατασταθούν ομαλές πολιτικές συνθήκες και να μεσολαβήσει η τυχοδιωκτική, γεμάτη αυταπάτες και ψευδαισθήσεις, καθ’ ομολογίαν, διακυβέρνηση της Αριστεράς του κ. Τσίπρα για να συνειδητοποιηθούν οι κίνδυνοι που απείλησαν τότε τη χώρα. Ωστόσο έμεινε η σπορά του φθόνου και του μίσους που αναλόγως των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών βρίσκει ευκαιρίες να ανθίσει και πάλι και να δώσει τους πικρούς καρπούς της εχθροπάθειας και του ανορθολογισμού. Ερχεται και επανέρχεται δυστυχώς κατά καιρούς, να θυμίζει πόσο εύθραυστη παραμένει η ισορροπία στον τόπο μας.
Επιστροφή στη ρητορική της έντασης
Στην τρέχουσα περίοδο της υγειονομικής κρίσης έχουμε ακριβώς επανάληψη της ρητορικής του μίσους και της έντασης. Οι αρνητές των εμβολίων μοιάζουν με τους αρνητές του ευρώ και της Ευρώπης, οι αντιεμβολιαστές θυμίζουν τις ορδές της Ακροδεξιάς και οι αντικυβερνητικοί προπαγανδιστές που φαντασιώνονται την πτώση του Μητσοτάκη ρέπουν προς την ακατάσχετη φημολογία και συνωμοσιολογία, προσωποποιούν τις πολιτικές, αποδίδουν τα πρόσωπα με όρους παρελθόντος, επιμένουν σε διαβρωτικού τύπου πολιτικές καθώς δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν πολιτικά και θεωρητικά τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες τούτης της περιόδου. Αντιμετωπίζουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη βάση του οικογενειακού ιστορικού, βαφτίζουν τον οικονομικό φιλελευθερισμό που πρεσβεύει «μητσοτακισμό» και έτσι νομίζουν αφελώς ότι θα ξεμπερδέψουν.
Ομως αυτά που συμβαίνουν είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που δηλώνουν οι συνεχείς, κουραστικές και εν τέλει αναποτελεσματικές επιθέσεις εναντίον της πρωθυπουργικής συζύγου ή μελών της πρωθυπουργικής οικογένειας. Δεν είναι ο «μητσοτακισμός» το θέμα, αλλά το ισχυρό πολιτικό ρεύμα του οικονομικού φιλελευθερισμού που εκπροσωπεί και εκφράζει. Το οποίο στη χώρα μας είχε πάντα πολλούς και δυναμικούς υποστηρικτές, για να μην πούμε πως στη βάση αυτού και διαφόρων εκδοχών του οικοδομήθηκε η σύγχρονη Ελλάδα.
Οι παλαιές ρίζες της σύγκρουσης
Η σύγκρουση είναι παλαιά, δεν είναι σημερινή. Ερχεται από τα χρόνια του Ελευθερίου Βενιζέλου, τότε που ο αστικός εκσυγχρονισμός και οι οικονομικός φιλελευθερισμός αποτέλεσαν τον πυρήνα της εθνικής αναγέννησης. Και τότε οι συγκρούσεις ήταν ανελέητες και είχαν και πάλι διμέτωπο χαρακτήρα, απέναντι στη λαϊκο-θρησκευτική, εθνικιστική Δεξιά που ήθελε το κράτος δικό της και στην κομμουνιστική Αριστερά που υπηρετούσε το δικό της αντιφιλελεύθερο κρατικιστικό δόγμα. Η διαφορά έλαβε ακραίες διαστάσεις στα μεταπολεμικά χρόνια. Και στη μετεμφυλιακή Ελλάδα αντίστοιχες ήσαν οι συγκρούσεις. Στα χρόνια της μεταπολεμικής ανάκαμψης οι λαϊκο-εθνικιστικές δυνάμεις νόθευαν με τη δράση τους τα βήματα του αστικού εκσυγχρονισμού και αριστερές καταδιωκόμενες εκείνα τα χρόνια έχτιζαν την αντίθεση στη βάση της ανισοκατανομής του πλούτου. Η χώρα έζησε επί δεκαετίες συγκρουόμενη σε αυτό το μοτίβο, σε μια ανεδαφική διαρκή πάλη εξουσίας με οδυνηρές συνέπειες τις περισσότερες φορές και με τίμημα την καθυστέρηση σε όλες τις πτυχές της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Η Ελλάδα σε διάφορες ιστορικές περιόδους καταδικάστηκε από την επικράτηση αυτής της σχεδόν πρωτόγονης πολιτικής διαφοράς. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ήταν ο Αυριανισμός που θόλωσε την εικόνα, που στο όνομα υπεράσπισης της όποιας εξουσίας δεν δίστασε να πληγώσει ακόμη και τα ιερά τέρατα της Τέχνης και του Πολιτισμού μας, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Τσαρούχης και τόσους άλλους.
Η συκοφαντία και ο προπηλακισμός έγιναν μέρος της πολιτικής ζωής, δηλητηρίασαν κόμματα και δυνάμεις προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού, που θέλει τους πάντες εκτεθειμένους προς αποκαθήλωση, χωρίς καν δικαίωμα υπεράσπισης. Και αυτό επειδή ο τότε διεκδικητής της εξουσίας Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού, είχε συνταχθεί με το κύμα οικονομικού φιλελευθερισμού του Ρίγκαν και της Θάτσερ και απειλούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Οσο και αν πολλοί ξορκίζουν εκείνη την επιλογή, η δύναμή της υπήρξε καταλυτική, αναγκάζοντας ακόμη και ριζοσπάστες πολιτικούς να συμφιλιωθούν μαζί της. Καλώς ή κακώς, εκείνο το ρεύμα ιδεών επικράτησε παγκοσμίως και λίγα χρόνια αργότερα προκάλεσε την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και βεβαίως δημιούργησε τις συνθήκες για την επικράτηση του επόμενου κύματος της παγκοσμιοποίησης που άλλαξε στην κυριολεξία τον κόσμο, επιτρέποντας σε πολυπληθείς ζώνες του πλανήτη να ξεφύγουν από συνθήκες ανείπωτης φτώχειας.
Η ευθύνη και η πρόκληση για τα πολιτικά κόμματα
Τηρουμένων των αναλογιών το ίδιο τείνει να συμβεί και τώρα. Βρισκόμαστε στην αυγή μια νέας εποχής. Η προηγηθείσα οικονομική κρίση και η τρέχουσα υγειονομική θα βάλουν τη δική τους σφραγίδα στην πορεία που θα πάρει ο κόσμος. Στα παραπάνω απαιτούνται πραγματικές απαντήσεις και διάλογος βαθύς και ολοκληρωμένος. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για τα πρόσωπα και τις δυνάμεις της Πολιτικής.
Η ανημπόρια λοιπόν όρθωσης εναλλακτικής πολιτικής απέναντι στο ρεύμα οικονομικού φιλελευθερισμού που πρεσβεύει και υπερασπίζεται ευθέως χωρίς ενοχικά σύνδρομα ο κ. Μητσοτάκης ωθεί σε προσωπικού χαρακτήρα διαβρωτικές αντιπολιτευτικές δράσεις και πολιτικές. Αυτές ωστόσο δεν αποτελούν λύση, ούτε προσφέρουν διέξοδο, παρά καθηλώνουν και εν τέλει υπονομεύουν τον θεσμικό ρόλο της αντιπολίτευσης. Οφείλουμε δε να επισημάνουμε ότι δεν ταιριάζει στα ήθη της Αριστεράς. Στα χρόνια του Αυριανισμού η Αριστερά στήθηκε απέναντι, άλλωστε υπήρξε θύμα και η ίδια.
Οι Κυρκοφλωράκηδες τότε ήταν παρέα με τον «εφιάλτη» Μητσοτάκη κατά την τρέχουσα λαϊκιστική εκδοχή, και όλοι μαζί εχθροί του λαού. Αν ήθελε λοιπόν η αντιπολίτευση να αντιπαρατεθεί πραγματικά και να ξεφύγει από τη θηλιά της εχθροπάθειας και του μίσους θα έβρισκε πεδία δόξης λαμπρά. Από το Ταμείο Ανάκαμψης, την κλιματική αλλαγή και το Εθνικό Σύστημα Υγείας, μέχρι τις πολιτικές για τις νεότερες γενιές, την παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση στα πλαίσια του παρόντος κόσμου θα μπορούσε να χτίσει ελκυστικές πολιτικές με όραμα και ελπίδα, οι οποίες και τον πολιτικό διάλογο θα ενίσχυαν και τον πολιτικό πολιτισμό μας θα διεύρυναν και τελικά την Ελλάδα θα βελτίωναν. Με τη διαφορά ότι τέτοιες επιλογές απαιτούν βαθιές επεξεργασίες, πραγματικές εσωκομματικές ρήξεις και μαζί κινητοποίηση ανθρώπων του πνεύματος, της επιστήμης, της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Ιδού η ευκαιρία…
Από το Βήμα της Κυριακής