Με έναν φακό που αγόρασε από το περίπτερο και κόστιζε 10 ευρώ έκανε την πρώτη του παράσταση. Είναι το γούρι του και δεν τον έχει εγκαταλείψει από τότε. Τις σκοτεινές στιγμές της δικής του ζωής φώτισε μια φίλη του, και αναρωτιέται αν δεν υπήρχε εκείνη, πού θα ήταν ο ίδιος σήμερα
Η πορεία της «Ιφιγένειας εν Ταύροις» έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά από επιτυχίες που απολαμβάνετε τα τελευταία χρόνια.
Αυτό που συμβαίνει, ειδικά με τις παραστάσεις, είναι ένα πολύ μεγάλο δώρο: να υπάρχει αυτή η απήχηση, να αρέσουν στον κόσμο αλλά και στους συνεργάτες μου οι οποίοι θέλουν να δουλεύουν μαζί μου. Διότι κι αυτό είναι μια κατάκτηση. Ολα αυτά που περιγράφω δεν είναι δεδομένα. Δεν θεωρώ ότι θα πρέπει να συμβαίνει σε μένα και όχι σε κάποιον άλλον. Είμαι ευγνώμων του ότι δουλεύω και υπάρχει ανταπόκριση σε αυτά που κάνω. Δεν θεωρώ ότι το δικαιούμαι απαραίτητα.
Εχετε δουλέψει πάρα πολύ σκληρά για να φτάσετε στο σημείο που είστε.
Θεωρώ ότι κανένας άνθρωπος δεν έχει περισσότερα δικαιώματα από κάποιον άλλον σε αυτή τη ζωή. Εγώ που κοιμάμαι σε ένα σπίτι δεν έχω περισσότερα δικαιώματα από τον άστεγο που κοιμάται στον δρόμο. Μας τα έχει φέρει έτσι η ζωή. Ολοι πρέπει να έχουμε τουλάχιστον τα βασικά για να ζούμε. Οταν ξεκινάς να κάνεις αυτή τη δουλειά, που είναι ένα ελεύθερο επάγγελμα, δεν γνωρίζεις τι θα συμβεί. Ξεκίνησα έχοντας πάντα τη σκέψη να δω αν μπορώ να υπάρξω στο θέατρο, αν είμαι καλός.
Πότε το αποφασίσατε αυτό;
Από πολύ μικρός ήθελα να το κάνω. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
Δεν ονειρευόσασταν να γίνετε σκηνοθέτης;
Οχι, ήρθε πολύ αργότερα. Ως ηθοποιός ξεκίνησα και φυσικά δεν το έχω εγκαταλείψει. Το έχω αφήσει απλώς λίγο στην άκρη τα τελευταία χρόνια διότι περισσότερο σκηνοθετώ πάρα παίζω. Αλλά θα ανέβω ξανά στη σκηνή. Τυχαία ήρθαν όλα. Ανέβασα την παράσταση «Εδώ» – με τους μετανάστες – και πήγε πολύ καλά. Από τότε άρχισαν να μου ζητούν να σκηνοθετήσω. Μετά την «Κατερίνα» (του Αύγουστου Κορτώ) άρχισε να διαγράφεται μια άλλη πορεία. Θεώρησα ότι μου δείχνει κάτι η ζωή και έπρεπε να το ακολουθήσω για να δω πού θα με βγάλει και τι θα συμβεί.
Ερχεται στο μυαλό μου το λιτό σκηνικό της Κατερίνας και ο φωτισμός που ήταν μόνο ένας φακός.
Χρησιμοποίησα για πρώτη φορά τον φακό στο «Εδώ» γιατί τότε δεν είχα καθόλου χρήματα. Οπότε η ανάγκη με έκανε να ψάξω να βρω τρόπο για να δω πώς θα κάνω την παράσταση. Η ανάγκη είναι πολύ μεγάλος βοηθός και δεν τη φοβάμαι. Ακούω πολλές φορές να λένε «μα δεν έχω τα μέσα, πώς να προχωρήσω;». Αν τα έχεις όλα, ίσως να μη σου έρθουν οι ιδέες. Οταν δεν έχεις τα μέσα αναγκάζεσαι να σκεφτείς, να σκαρφιστείς κάτι. Οταν τα έχεις όλα έτοιμα γιατί να παλέψεις; Τι να ψάξεις; Εμένα η ανάγκη με έχει βοηθήσει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μου.
Οπως;
Το παλιό μου σπίτι, για παράδειγμα, που όσοι το επισκέπτονται μου έλεγαν «τι ωραίο που είναι έγινε» το επίπλωσα με πράγματα που έβρισκα στον δρόμο και τα έφτιαχνα. Πρέπει να αναζητάς τρόπους να υπάρχεις, χωρίς να ζηλεύεις άλλες ζωές. Πήγαινε με αυτό που έχεις και όπου σε βγάλει.
Οπου είσαι, όπως είσαι, με αυτά που έχεις…
Ακριβώς. Εμένα η ζωή αυτό μου έδειξε και με αντάμειψε και με έφερε εδώ.
Με απλά υλικά φτιάξατε και την παράστασή σας στην Επίδαυρο.
Ναι, γιατί όπως είπα, είμαι υπέρ της απλότητας και αυτή με έφτασε εδώ που είμαι σήμερα. Δεν μπορώ ξαφνικά να γίνω ένας άλλος άνθρωπος, από το πουθενά. Το ότι ήρθα στην Επίδαυρο, των 15.000 θεατών, με έφερε το γεγονός ότι ξεκίνησα από τους 35. Αυτοί έγιναν 100, 150 και σιγά-σιγά μεγάλωνε ο αριθμός. Οπότε ό,τι συμβαίνει τώρα χτίστηκε σιγά-σιγά σταδιακά, δεν ήρθε ουρανοκατέβατο. Κι εγώ δεν μπορώ να προδώσω αυτό που με έφερε εδώ. Πολλώ δε μάλλον όταν έχεις να κάνεις με αυτά τα κείμενα, όπως η «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Πρωταγωνιστής είναι ο συγγραφέας και το έργο του – ούτε εγώ ούτε η ηθοποιοί. Εμείς καλούμαστε για να υπηρετήσουμε το κείμενο, να το σεβαστούμε, και όχι να το αποκαθηλώσουμε. Επίσης όταν πας σε έναν χώρο που έχει μια ιερότητα, όπως το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, είναι ένα έτοιμο σκηνικό. Εχουμε ξεχάσει ότι είναι ένα μνημείο. Απαιτεί σεβασμό και δεν μπορείς να κάνεις ό,τι να ‘ναι. Υπάρχουν άλλοι χώροι που προσφέρονται.
Τι θα απαντούσατε σε κάποιον ο οποίος θα ισχυριζόταν ότι καταφύγατε στη σκηνοθετική λιτότητα από φόβο;
Ο κόσμος σε κάθε παράσταση αυξάνεται. Είναι sold out όπου την παρουσιάζουμε. Αυτό μου δείχνει ότι η παράσταση αρέσει και έχει απήχηση. Εκτός από το χειροκρότημα, όπου καταγράφεται η ανταπόκριση του κόσμου, υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο που μαρτυρά την αποδοχή. Σε ένα ανοιχτό θέατρο, όπως το αργολικό, που χωράει τόσους χιλιάδες ανθρώπους υπήρχε νεκρική σιγή την ώρα της παράστασης. Δεν ακουγόταν τίποτα, δεν άναψε κανένα κινητό. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να επιτευχθεί σε ανοιχτό χώρο και να συντονιστούν 5.000 άνθρωποι ταυτοχρόνως. Αυτό σημαίνει ότι είναι «μέσα» στο έργο, άρα ο στόχος έχει επιτευχθεί. Πολλοί μας λένε «επιτέλους, ακούσαμε το κείμενο» και δείχνει σε τι κατάσταση είναι το ελληνικό θέατρο.
Πώς θα την περιγράφατε αυτή την κατάσταση;
Το αυτονόητο, το να ακούς δηλαδή το έργο, έχει γίνει το ζητούμενο και θεωρείται το μεγάλο αβαντάζ.
Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο;
Οταν αποφάσισα να το ανεβάσω δεν υπήρχε COVID. Είχε αναβληθεί πέρυσι λόγω της πανδημίας και φυσικά έγινε τραγικά επίκαιρο λόγω των συνθηκών. Εχει το στοιχείο της αγκαλιάς, την αναγνώριση που μας έχει λείψει πολύ, το στοιχείο του μιάσματος που ακούγεται μέσα στο έργο «κλειστείτε στα σπίτια σας». Ολα απέκτησαν διαφορετικό νόημα μετά τον κορωνοϊό. Το επέλεξα – για να απαντήσω στην ερώτησή σου – διότι δεν ανήκει στα έργα που δεν παίζονται. Ανεβαίνει πιο συχνά η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Μου άρεσε να την ξαναδώ. Επίσης ήθελα πάρα πολύ σε αυτή την πρώτη σκηνοθεσία μου στην Επίδαυρο να συνεργαστώ με άτομα που γνωρίζω και αγαπώ χρόνια. Το έργο αυτό είχε ρόλους για αυτούς τους ανθρώπους. Δεν θα μπορούσα να πάρω κάποιον σε μια παράσταση μόνο και μόνο επειδή είναι φίλος μου, οπότε έπρεπε να δικαιολογήσω 100% την απόφασή μου να δουλέψω με δικούς μου ανθρώπους. Σε αυτό το έργο ταίριαζε η Λένα (Παπαληγούρα) να υποδυθεί την Ιφιγένεια, ο Μιχάλης (Σαράντης) τον Ορέστη.
Είναι λοιπόν μια παράσταση που δικαιώνει τη διαδρομή σας;
Για να νιώσεις δικαιωμένος θα πρέπει να έχεις αδικηθεί. Δεν έχω αισθανθεί ποτέ έτσι. Ομως πιστεύω πως αυτή η πρόταση, με αυτούς τους συνεργάτες και αυτούς τους παραγωγούς, την οποία τη δέχθηκε το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, μας έκανε όλους χαρούμενους. «Λέμε, ναι, τα καταφέραμε». Είναι μια ωραία ανταμοιβή. Οταν τελείωσε η παράσταση, έβγαλα ένα μεγάλο «ουφ». Πριν από την πρεμιέρα πήγα να λιποθυμήσω. Αγωνία, αϋπνία, κούραση. Μου είπαν κάποιοι φίλοι ότι στην υπόκλιση είχα ένα ύφος «Θεέ μου, πάει και αυτό». Πράγματι αυτό είπα μέσα μου και φάνηκε!
Μου είπατε ότι δεν έχετε αδικηθεί ποτέ. Αρα είχατε μια εύκολη πορεία;
Οχι, βέβαια. Την περίοδο που ξέσπασε η κρίση με έπιασε μια τεράστια κατάθλιψη βλέποντας γύρω μου εξαθλιωμένους ανθρώπους, ανέχεια – έμενα στην πλατεία Βικτωρίας μέχρι πρόσφατα – και την ίδια στιγμή αισθανόμουν τύψεις για την επιθυμία που είχα να κάνω θέατρο. Τότε έκλειναν τα πάντα, καταστρέφονταν όλα, άνθρωποι αυτοκτονούσαν! Ολοι τα ζήσαμε, όλοι τα θυμόμαστε. Ηταν μια φρικτή περίοδος και κλείστηκα στον εαυτό μου.
Πώς βιώσατε αυτή την κατάθλιψη;
Μπήκα σε μια φάση της ζωής μου πολύ σκοτεινή, πολύ δύσκολη, χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα. Δεν μπορούσα να πάω από τον καναπέ στην κουζίνα. Νόμιζα ότι είχα να διανύσω απόσταση πέντε χιλιομέτρων. Δεν έβγαινα καθόλου από το σπίτι για έξι μήνες. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα.
Πώς βγήκατε από αυτή την κατάσταση;
Μία από τις αγαπημένες μου φίλες, η Μαργαρίτα Μυτιληναίου, η οποία όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσε να με βοηθήσει χωρίς αποτέλεσμα, είχε αναλάβει εκείνη την περίοδο τα θεατρικά αναλόγια στον ΙΑΝΟ. Μου τηλεφωνεί σε πολύ αυστηρό ύφος και μου λέει «θα κάνω τα θεατρικά αναλόγια και θέλω να σκεφτείς ένα άμεσα διότι κλείνω το έντυπο (το τριμηνιαίο που έβγαζε ο ΙΑΝΟΣ με τις εκδηλώσεις). Πες μου γρήγορα τι θες να κάνεις να το βάλω». Μόλις είχε βγάλει ο Αύγουστος Κορτώ την «Κατερίνα» και διάβασα στο Facebook ότι μιλάει για τη μητέρα του η οποία έπασχε από διπολική διαταραχή και αυτοκτόνησε. Της το προτείνω χωρίς να το έχω διαβάσει περισσότερο για να μη συνεχίσει να με πιέζει. Επειτα έγινε αυτό που έγινε με την παράσταση, η οποία συνεχίζεται. Η Μαργαρίτα με έσωσε. Και απέδειξε ότι ο φίλος δεν είναι μόνο για το «χάιδεμα». Πρέπει να βρίσκει τον τρόπο να σε ταρακουνάει, να σε ξυπνάει. Ηταν σαν να με έπιασε από το χέρι και με έβγαλε στο φως. Αν δεν μου τηλεφωνούσε η Μαργαρίτα και δεν είχα κάνει την «Κατερίνα» πού θα ήμουνα τώρα;