Κάθε χρόνο, ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο, την ώρα που ο υπόλοιπος κόσμος σε κάθε γωνιά που μιλάει ελληνικά γιορτάζει, ξεκουράζεται και χαίρεται συνήθως την πιο κοντινή ακρογιαλιά, οι Αμμοχωστιανοί πενθούν. Οπου κι αν βρίσκονται πια, εδώ και μισό αιώνα σχεδόν, δεν έχουν καμία διάθεση να γιορτάσουν κάτι αυτή τη μέρα, τη μέρα που για εκείνους έφερε, το 1974, την απώλεια της πόλης τους στη β’ φάση της εισβολής. Μαζί μ’ αυτήν και της μοναδικής θάλασσας μπροστά από την πόλη, της απέραντης μοναδικής ακρογιαλιάς, της πιο όμορφης στην Κύπρο και μιας από τις πιο φημισμένες άλλοτε σ’ ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Την πρώτη φορά που μπήκα στην Αμμόχωστο, συνάντησα δυο φίλους οι οποίοι είχαν γεννηθεί και είχαν ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής τους ηλικίας στη ρημαγμένη σήμερα πόλη. Είχα την τύχη να με ξεναγήσουν και να μου εξηγήσουν τα πάντα για τη γενέτειρά τους αλλά θυμάμαι πόσο μου είχε κάνει εντύπωση το ότι, όταν τελειώσαμε το μόνο πράγμα που ήθελαν να κάνουν ήταν να κολυμπήσουν στη θάλασσά της, ένα ελάχιστο μέρος της οποίας είχε μείνει και εκτός της περίφραξης όλα αυτά τα χρόνια. Ηταν το μοναδικό σημείο στο οποίο εγώ δεν τόλμησα να κολυμπήσω ποτέ στο βόρειο κομμάτι της Κύπρου αν και είχα πάει αμέτρητες πολλές φορές. Εμοιαζε παράξενο και σχεδόν κακό, που δεν ήταν βέβαια στη χώρα μου, να μπω στη θάλασσα με θέα τα μισογκρεμισμένα ξενοδοχεία και την περίκλειστη πόλη. Ο φίλος και η φίλη μου όμως βούτηξαν σχεδόν χωρίς να με αποχαιρετίσουν και έδειχναν να έχουν χαθεί σε μια άλλη διάσταση του χρόνου. Σαν να είχαν γυρίσει σε χρόνια ανέμελα σ’ αυτό το ονειρικό κομμάτι της γης.
Να γυρίσουν σπίτι τους
Η εμπειρία της Αμμοχώστου είναι δύσκολη. Είναι σκληρή όπως είναι και βάρβαρα παράλογη εάν αναλογιστεί κανείς ότι η πόλη αυτή κρατήθηκε κλειστή και οι άνθρωποί της μακριά από εκείνην για 47 ολόκληρα χρόνια χωρίς όμως να κατοικεί κανείς πια εδώ. Τιμωρητικά και μόνο για τους κατοίκους της ήταν μια πόλη – φάντασμα. Πολλές φορές έφτασαν ή νόμιζαν ότι είχαν φτάσει οι Αμμοχωστιανοί κοντά στην επιστροφή. Και εδώ είναι που ανοίγει και η πληγή της απόρριψης από τις ίδιες τις ελληνοκυπριακές ηγεσίες πολλών ευκαιριών για επιστροφή της. Κάθε φορά που οι Αμμοχωστιανοί ψέλλιζαν «μα…» κατηγορούνταν και κατηγορούνται ακόμα ότι βάζουν τη μοίρα της Αμμοχώστου πάνω από την υπόλοιπη κατεχόμενη Κύπρο. Οτι μεταχειρίζονται την Αμμόχωστο σαν να είναι μια άλλη κατάσταση, ότι τους νοιάζουν μόνο τα λεφτά και η προοπτική της ανάπτυξής της μελλοντικά και πολλά άλλα. Δεν έχω συναντήσει ούτε έναν τέτοιο Αμμοχωστιανό-ή όλα αυτά τα χρόνια αν και έχω γνωρίσει αμέτρητους. Ολοι και όλες τους, ήταν άνθρωποι που διψούσαν και που διψούν ακόμα για ένα και μοναδικό πράγμα: να γυρίσουν σπίτι τους. Και ναι, ήταν και είναι κάτι άλλο η Αμμόχωστος, όχι μόνο για την ομορφιά της αλλά και για το ιδιόμορφό της καθεστώς το οποίο και δεν φταίνε οι άνθρωποί της για αυτό, όντως δεν είναι το ίδιο με τα υπόλοιπα κατεχόμενα. Η Αμμόχωστος πρέπει λένε όλα τα ψηφίσματα να επιστραφεί ως έχει στους κατοίκους της. Δεν είναι μέρος του «υπόλοιπου Κυπριακού». Και είναι ξεκάθαρο το τι είναι. Δεν είναι δε λογικό να θυματοποιείται και να εργαλειοποιείται.
Απαγορευμένη είσοδος
Και ακριβώς για αυτό είναι που οι Αμμοχωστιανοί πονούν περισσότερο με τις εξαγγελίες για «άνοιγμά» της. Γιατί ξέρουν πως ενώ όλα αυτά τα χρόνια η πόλη τους μπορούσε να επιστραφεί, τώρα πια χάνεται και αυτή οριστικά. Εκπληκτικός θα ανακαλύψει δε κανείς είναι ο αριθμός των Αμμοχωστιανών που δεν έχουν ακόμη πάει στην πόλη τους από τότε που άνοιξε ένα μέρος της, πέρσι. Και αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με την πανδημία και τον κορωνοϊό. Οταν μπαίνει κανείς στην πόλη και βλέπει αυτή την απάνθρωπη αιχμαλωσία της εύχεται να μην τύχει και σε άλλον άνθρωπο να νιώσει αυτόν τον κόμπο στο στομάχι, αυτή την οργή απέναντι στον παραλογισμό, το θράσος αλλά και τη δύναμη των όπλων. Οι πρόσφυγες που γύρισαν μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων στα σπίτια τους το 2003, είτε βρήκαν μέσα Τουρκοκύπριους, πρόσφυγες και αυτοί οι πλείστοι από τον Νότο, οι οποίοι συχνά είχαν φυλάξει και πράγματά τους και τους τα παρέδωσαν, είτε εποίκους κάποιοι από τους οποίους συμπεριφέρθηκαν αμήχανα καλά και κάποιοι όχι αρνούμενοι να τους ανοίξουν όταν χτύπησαν την πόρτα.
Οι Αμμοχωστιανοί, όμως, δεν βρίσκουν κανένα στα σπίτια τους. Σταματούν ως το κάγκελο της αυλής ή την πόρτα της πολυκατοικίας τους, εάν είναι στους δρόμους που άνοιξαν και ίσως καλύτερα να μην είναι, και δεν μπορούν να μπουν καν μέσα. Οχι ότι θα έβρισκαν κάτι, τα πάντα εκτός από τα βιβλία κλάπηκαν και στάλθηκαν στην Τουρκία με πλοία αλλά ούτε καν στα άδεια σπίτια τους δεν τους επιτρέπεται να μπουν. Αν το κάνουν και συλληφθούν κινδυνεύουν να οδηγηθούν σε «δικαστήριο» και να πληρώσουν πρόστιμο. Τους τελευταίους δε μήνες εγκαταστάθηκαν παντού κάμερες και στην είσοδο της περίκλειστης πόλης ο επισκέπτης προειδοποιείται πια από μια επιγραφή ότι θα παρακολουθείται συνεχώς.
Η κάθαρση της θάλασσας
Να ανταλλάξει λοιπόν με τι την εικόνα της όμορφης πόλης που άφησε πίσω του το 1974 ο επισκέπτης; Με αυτό το παράλογο θέαμα, τα ερειπωμένα σπίτια και τα άδεια μαγαζιά και ξενοδοχεία από τα οποία ακόμα και σήμερα, το είδα με τα μάτια μου την περασμένη Δευτέρα περπατώντας εκεί, αφαιρούνται πλάκες μαρμάρου και σίδερο σε εσωτερικούς χώρους που δεν έχει διαβρωθεί; Να το κάνει, γιατί; Να πάει λ.χ. στον δημοτικό κήπο της πόλης του ο οποίος με ένα φρεσκάρισμα – απίστευτο! -επέστρεψε στην παλιά του ομορφιά, για να αντικρίσει το Γυμνάσιο αλλά και το Λύκειο Ελληνίδων Αμμοχώστου με σβησμένες ακόμα και τις ανάγλυφες ελληνικές τους επιγραφές για να μη φαίνονται και τα κτίρια ντυμένα με τουρκικές σημαίες; Γιατί;
Ισως για αυτό θα δει κανείς -εξίσου απορημένος μάλλον με εμένα εκείνη την πρώτη μέρα – πως εκείνο που κάνουν αρκετοί Αμμοχωστιανοί όταν πάνε εκεί ως τελευταίο κομμάτι της επίσκεψης, είναι να κολυμπούν πριν φύγουν και πάλι στα πεντακάθαρα καταγάλανα νερά της πόλης. Είναι κάτι σαν καθαρτήριο. Και είναι το μοναδικό μάλλον που όσο κι αν θα το ήθελαν δεν μπόρεσαν να το αλλοιώσουν οι δεκαετίες της κατοχής, της ομηρίας και του βίαιου αυτού παραλογισμού. Πιθανότατα για αυτό είναι που, ειδικά ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο οι Αμμοχωστιανοί, δεν χαίρονται καμία άλλη θάλασσα, όσο παραμένουν μακριά από τη δική τους. Γιατί απλά δεν μπορούν. Γιατί εκεί έχουν αφήσει την ψυχή τους, όπως και οι ίδιοι συνηθίζουν να λένε.