Οι καταστροφικές δασικές πυρκαγιές που εξελίσσονται στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα στη Μεσόγειο συνδέονται αναμφισβήτητα με τους θηριώδεις σε ένταση και διάρκεια καύσωνες που έπληξαν ή και συνεχίζουν να πλήττουν την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή.
Τρεις από τους βασικούς παράγοντες που συνδέονται με τις δασικές πυρκαγιές είναι η θερμοκρασία αέρα, η βροχόπτωση και η υγρασία εδάφους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις από τις κλιματικές προσομοιώσεις περιοχικών κλιματικών μοντέλων όπως προέκυψαν από έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με τον οργανισμό μελετών και έρευνας διαΝΕΟσις:
– Η μέση ετήσια θερμοκρασία με βάση το περισσότερο απαισιόδοξο σενάριο συγκεντρώσεων αερίων θερμοκηπίου, αναμένεται να παρουσιάσει αύξηση μέχρι και 2,6 βαθμούς Κελσίου σε όλη την επικράτεια. Ειδικά δε τους θερινούς μήνες, η αύξηση μπορεί να φθάσει και τους 3,4 βαθμούς Κελσίου, κυρίως στη νότια Ελλάδα.
– Η μείωση του ύψους βροχής φθάνει και το 30% τους θερινούς μήνες σε πολλές περιοχές της Ελλάδος κυρίως από τη Στερεά Ελλάδα και νοτιότερα. Μείωση παρατηρείται, αν και μικρότερη, και κατά τους χειμερινούς μήνες, γεγονός που προβληματίζει ίσως περισσότερο καθώς στατιστικά έχει παρατηρηθεί ότι σε περιοχές που κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι βροχές είναι περιορισμένες, κατά το καλοκαίρι που ακολουθεί οι δασικές πυρκαγιές είναι περισσότερο καταστροφικές.
– Η μείωση της υγρασίας εδάφους, για το σύνολο των σεναρίων μελλοντικών συγκεντρώσεων αερίων θερμοκηπίου, είναι σημαντική σε όλη τη χώρα, αν και λαμβάνει μεγαλύτερες τιμές στην Αττική, στην Πελοπόννησο και την Κρήτη.
Στους παραπάνω παράγοντες προστίθενται και οι εκτιμήσεις για την αύξηση της έντασης, της συχνότητας και κυριότερα της διάρκειας των καυσώνων, που διαμορφώνουν ακραία ξηρή εύφλεκτη ύλη που με τη σειρά της συμβάλει στην εύκολη και ταχεία εξάπλωση της πυρκαγιάς και στη δημιουργία πολλών πύρινων μετώπων.
Και αν υπάρχουν ακόμα αμφιβολίες για την αξιοπιστία των εκτιμήσεων, αξίζει να σημειωθεί ότι τα κλιματικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται, αναπαράγουν με επιτυχία τις κλιματικές συνθήκες περασμένων περιόδων (λ.χ. 1981-2010), γεγονός που τα καθιστά αξιόπιστα και για μελλοντικές εκτιμήσεις.
Είναι κατά συνέπεια προφανές ότι η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει ένα εκρηκτικό μείγμα κλιματικών συνθηκών που οδηγούν σε περισσότερες και επιθετικότερες δασικές πυρκαγιές, με συνέπειες για το φυσικό περιβάλλον, τα μνημεία που φιλοξενούνται κοντά ή μέσα σε δασικές εκτάσεις, τη γεωργία/κτηνοτροφία και γενικότερα την ύπαιθρο και τις δραστηριότητές της. Συνέπειες που επίσης συνδέονται με τον τουρισμό αλλά και την περιφερειακή ανάπτυξη εν γένει.
Ομως αν η κλιματική κρίση δείχνει ήδη τα δόντια της, η πλειονότητα των πυρκαγιών είναι λόγω εμπρησμού (από αμέλεια ή πρόθεση), βραχυκυκλωμάτων ή καύσης απορριμμάτων. Κατά συνέπεια κύρια προτεραιότητα αποτελεί η πρόληψη: από τις απλές κινήσεις σε επίπεδο γειτονιάς (απομάκρυνση ξηρών χόρτων), σε αυτές που αφορούν τον καθαρισμό δασικών εκτάσεων από εύφλεκτη ύλη και τη διάνοιξη δρόμων πρόσβασης αλλά και μέχρι, και κυριότερα, αυτές που διαχωρίζουν εντέλει τις κατοικίες από τα δάση και τις δασικές εκτάσεις. Η κατάρτιση δασικών χαρτών που προστατεύουν τα δάση αντί να τακτοποιούν τους οικισμούς (οικιστικές πυκνώσεις) που βρίσκονται μέσα σε αυτά, αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο στοίχημα για την επόμενη περίοδο.
Το βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχουν περιθώρια αναμονής, μέχρι δηλαδή η διεθνής κοινότητα καταφέρει να συντονίσει τις δυνάμεις της ώστε να μετριάσει την κλιματική κρίση και άρα και τους παράγοντες που επιδεινώνουν τις δασικές πυρκαγιές.
Αλλωστε, την ίδια ώρα που η κλιματική κρίση δείχνει τα δόντια της, μόλις 118 από τις 185 χώρες ανταποκρίθηκαν στην υποχρέωσή τους να υποβάλλουν στο πλαίσιο της Σύμβασης για το Κλίμα και της Συμφωνίας των Παρισίων των Ηνωμένων Εθνών, αναθεωρημένα και περισσότερα αυστηρά ως προς τους στόχους τους σχέδια για τη μείωση των αερίων θερμοκηπίου που ευθύνονται για την κλιματική κρίση.