Λήθαργος, κούραση, «θολή» σκέψη, αστάθεια, είναι συμπτώματα που επιμένουν μετά την προσβολή από κοροναϊό, παρότι ο ιός έχει κάνει τον «κύκλο» του και ο ασθενής έχει αναρρώσει.
Όλα αυτά αποτελούν νευρολογικά συμπτώματα, δείγμα ότι ο ιός έχει προσβάλλει τον εγκέφαλο. Και το ερώτημα των επιστημόνων είναι πόσο καιρό θα συνεχίσουν να διαρκούν τα συμπτώματα αυτά, τι βλάβες έχουν προκληθεί και πόσο αναστρέψιμες είναι.
Πρόσφατη μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Γκαίτεμποργκ, έδειξε ότι ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της νόσησης από κοροναϊό, οι μετέχοντες στη μελέτη παρουσίασαν ομαλοποίηση στους βιοδείκτες που σημαίνουν βλάβη του κεντρικού νευρικού συστήματος, συμπεραίοντας πως τα επίμονα νευρολογικά συμπτώματα μετά την COVID-19 δεν αποδίδονται σε ενεργή εγκεφαλική βλάβη.
Η εμπλοκή του κεντρικού νευρικού συστήματος και τα δείγματα εγκεφαλικής βλάβης έχουν περιγραφεί από την αρχή της πανδημίας του κοροναϊού. Προηγούμενη μελέτη από την ίδια ομάδα έδειξε ότι οι νοσηλευόμενοι ασθενείς που χρειάστηκαν θεραπεία με οξυγόνο ή περίθαλψη στη ΜΕΘ είχαν συχνά σημάδια εγκεφαλικής βλάβης σύμφωνα με τους βιοδείκτες από αιματολογικές εξετάσεις.
Επιπλέον, τους τελευταίους μήνες ολοένα και περισσότεροι ασθενείς, μετά την οξεία φάση της νόσου, εξακολουθούν να υποφέρουν από επίμονες νευρολογικές επιπτώσεις, που περιλαμβάνουν λήθαργο, κόπωση ή εξασθενημένη γνωστική λειτουργία.
Όμως ο μηχανισμός με τον οποίο ο κοροναϊός προκαλεί επίμονα νευρολογικά συμπτώματα δεν έχει κατανοηθεί πλήρως, ακόμη. Σε μελέτη που διενεργήθηκε σε ασθενείς μετά την ανάρρωσή τους, οι ερευνητές διερεύνησαν τις μετέπειτα διακυμάνσεις των ίδιων βιοδεικτών στο πλάσμα τους, είτε είχαν επίμονα νευρολογικά συμπτώματα, είτε όχι.
Αποκατάσταση δεικτών
Η μελέτη που παρουσιάστηκε στο EBioMedicine, συμπεριέλαβε 100 ασθενείς με COVID-19 από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Σαχλγκρένσκα στο Γκαίτεμποργκ της Σουηδίας. Ο πληθυσμός της μελέτης χωρίστηκε σε ομάδες ανάλογα με τη σοβαρότητα της νόσου, ήπια, μέτρια και σοβαρή COVID-19. Τα δείγματα αίματος που συλλέχθηκαν ήταν κατά την οξεία φάση της νόσου, καθώς και 3 και 6 μήνες μετά τη μόλυνση. Στην οξεία φάση, οι ασθενείς που χρειάστηκαν νοσηλεία και έλαβαν θεραπεία οξυγόνου ή μηχανικό αερισμό παρουσίασαν αύξηση του NfL (πρωτεΐνη της ελαφράς αλυσίδας νευροϊνών), ενός βιοδείκτη που αυξάνεται με βλάβη στους νευρώνες και του GFAp (γλοιακή ινιδική όξινη πρωτεΐνη), ένας βιοδείκτης που δείχνει βλάβη ή υπερδραστηριότητα στα αστροκύτταρα. Κατά την παρακολούθηση, όλοι οι βιοδείκτες επέστρεψαν στις κανονικές τιμές.
Επιπλέον, σε κλινική παρακολούθηση 3 και 6 μηνών, οι 50 από τους 100 ασθενείς ανέφεραν ένα ή περισσότερα νευρολογικά συμπτώματα, με τα πιο συχνά να είναι η κόπωση, «ομίχλη» εγκεφάλου και η γνωστική εξασθένηση, όπως η απώλεια μνήμης και η έλλειψη συγκέντρωσης. Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως δεν υπήρχε διαφορά στη συχνότητα των συμπτωμάτων σε σχέση με τη σοβαρότητα της νόσου.
Έρευνα για την αιτία
«Βάσει των ευρημάτων αυτής της μελέτης χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να αξιολογηθεί ο βαθμός των επίμονων νευρολογικών συμπτωμάτων και η πλήρης ανάρρωση από τη νόσο, καθώς επίσης και να διερευνηθεί η πραγματική αιτία αυτής της κατάστασης. Το θέμα έχει μεγάλη σημασία τόσο από επιστημονικής πλευράς, όσο και από πλευράς δημόσιας υγείας, στην προσπάθεια για καλύτερη περίθαλψη αυτής της ομάδας ασθενών», σημειώνει η πρώτη συγγραφέας της μελέτης, Νέλι Κάνμπεργκ, διδακτορική φοιτήτρια στο τμήμα Λοιμώξεων του Πανεπιστημίου του Γκαίτεμποργκ και λοιμωξιολόγος στο Πανεπιστημιακό νοσοκομείο Σαλγκρένσκα.
Ο Μάγκνους Γκισλέν, Καθηγητής Λοιμωξιολογίας στην Ακαδημία Σαλγκρένσκα και επικεφαλής στο Τμήμα Λοιμωδών Νοσημάτων του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Σαλγκρένσκα, ηγείται της κλινικής έρευνας της Ακαδημίας για την COVID-19. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα αποτελέσματα της μελέτης είναι ιδιαίτερα σημαντικά και ενθαρρυντικά, για τους ασθενείς με εμμένοντα συμπτώματα μετά τη νόσηση από κοροναϊό.
«Οι νευρολογικές επιπλοκές είναι συχνές στην COVID-19 και μπορούν σε ορισμένους ασθενείς να συνεχιστούν αρκετούς μήνες μετά την οξεία φάση. Είναι καθησυχαστικό ότι οι δείκτες εγκεφαλικής βλάβης επανέρχονται στο φυσιολογικό 3-6 μήνες μετά την οξεία φάση της νόσου, υποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχει συνεχής εγκεφαλική βλάβη και ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ανάκαμψης και σε ασθενείς με οξέα νευρολογικά και γνωσιακά συμπτώματα που επιμένουν», λέει ο Γκισλέν.