Νέα κίνητρα για τις επιχειρήσεις που θα συγχωνευθούν και γενικότερα θα μετασχηματιστούν φέρνει η κυβέρνηση, με τους σχεδιασμούς να προβλέπουν μείωση έως 50% του φορολογικού συντελεστή και αύξηση των υπεραποσβέσεων.
Οι αλλαγές εξετάζεται να αποτελέσουν τη βάση νέου φορολογικού νομοσχεδίου που έχει στα σκαριά η κυβέρνηση και αναμένεται να κατατεθεί από το φθινόπωρο στο πλαίσιο των γενικότερων πολιτικών δεσμεύσεων που έχει βασικό άξονα την ελάφρυνση των βαρών, της τόνωσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Τι εξετάζεται
Αυτό που εξετάζεται είναι τα κίνητρα συγχωνεύσεων να είναι και χρηματοδοτικά για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και φορολογικά για τις μεσαίες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις, όπου αφορά κυρίως προσωπικές και ανώνυμες εταιρείες που πληρώνουν φόρο με βάση τον συντελεστή του 22%.
Ετσι, στο τραπέζι των φορολογικών κινήτρων βρίσκεται η μείωση έως και 50% έως και μία πενταετία, από το 22% στο 11% υπό προϋποθέσεις, όπως για παράδειγμα το ποσό που θα εξοικονομηθεί να μη διανεμηθεί.
Σκοπός είναι τα ποσά να κατευθυνθούν σε επενδύσεις και ως εκ τούτου να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα. Η μείωση του φορολογικού συντελεστή επί των κερδών έχει ως αποτέλεσμα και άλλες μειώσεις βαρών, όπως των εργοδοτικών εισφορών και της προκαταβολής φόρου.
Προς αποφυγή καταστρατήγησης των φοροελαφρύνσεων εξετάζονται αυστηρές προϋποθέσεις για την υπαγωγή των επιχειρήσεων στις εν λόγω διατάξεις, όπως για παράδειγμα ο τζίρος, το νέο κεφάλαιο που θα προκύψει κ.λπ.
Επίσης θα γίνονται έλεγχοι κατά τη διαδικασία της συγχώνευσης, της εξαγοράς κ.λπ.
Στο υπό εξέταση σχέδιο ενδέχεται να υπάρχουν και άλλες διατάξεις που θα ενθαρρύνουν τις ατομικές επιχειρήσεις να συμμετέχουν σε ανώτερης μορφής εταιρεία, μια γενικότερη δέσμη κινήτρων για τις επιχειρήσεις ως προς την προώθηση συνεργατικών σχημάτων, κοινοπραξιών, αλλά και με έμφαση σε τομείς όπως πράσινες επενδύσεις, τουρισμός, εξαγωγές και έρευνα.
Πρέπει να τρέξουν τους επόμενους μήνες
Οι δεσμεύσεις για τα κίνητρα συγχωνεύσεων – εξαγορών, όπως και η ενίσχυση των ηλεκτρονικών πληρωμών αποτελούν μέτρα που πρέπει να τρέξουν τους προσεχείς μήνες προκειμένου να ανάψει το πράσινο φως για την εκταμίευση της πρώτης δόσης από το Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 3,5 δισ. ευρώ.
Αναλόγως του δημοσιονομικού χώρου που θα προκύψει για το 2022, θα ξεδιπλωθεί και το πλάνο των πολιτικών δεσμεύσεων της κυβέρνησης – πέραν όσων δηλαδή προβλέπονται από το Ταμείο Ανάκαμψης – που αφορά τη μονιμοποίηση του ήδη ισχύοντος πακέτου ελαφρύνσεων ή των νέων μειώσεων από το 2022.
Ετσι, εξετάζεται οι εν λόγω διατάξεις – για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή έως 50% κ.λπ. – να ενταχθούν σε ένα συνολικό νομοσχέδιο μαζί με τις ενδεχόμενες νέες παρεμβάσεις.Κύριοι παράγοντες για την τελική διαμόρφωση του φορολογικού νομοσχεδίου είναι ο δημοσιονομικός χώρος και οι διαβουλεύσεις που θα προκύψουν με τους θεσμούς για τον προϋπολογισμό στη σκιά των υγειονομικών προκλήσεων και των νέων βαρών που σηκώνουν τα κρατικά ταμεία από τις έκτακτες δαπάνες λόγω και των φυσικών καταστροφών.
Από τους βασικούς άξονες του Σχεδίου Ανάκαμψης εξάλλου είναι να δοθούν κίνητρα σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν έλλειμμα ανταγωνιστικότητας.
Εξού και εκτιμάται – λόγω και της πληγής που επέφερε η πανδημία στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις – ότι υπάρχει ανάγκη για συγχωνεύσεις και μετασχηματισμό, με σκοπό τη δημιουργία ισχυρών επιχειρήσεων που θα έχουν πρόσβαση και σε δανεισμό.
Η αξιοποίηση πόρων
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, δεδομένης της σημαντικής υστέρησης σε όρους ανταγωνιστικότητας που χαρακτηρίζει τις ελληνικές μικρές επιχειρήσεις, ο βαθμός αξιοποίησης των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων από τις ΜμΕ θα κρίνει εν πολλοίς την ουσιαστική επιτυχία του Σχεδίου Ανάκαμψης.
Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας, το 44% των ΜμΕ δηλώνει αποφασισμένο να το αξιοποιήσει και συνεπώς αναμένεται να «ηγηθεί» της διαδικασίας.
Πρόκειται κυρίως για στρατηγικά δυναμικές επιχειρήσεις με ροπή προς ψηφιοποίηση, καινοτομία και συνεργασίες, οι οποίες ενδιαφέρονται για όλο το φάσμα διαθέσιμων δράσεων, ενώ η πλειοψηφία αυτών έχει διάθεση να συνεισφέρει ίδια κεφάλαια άνω του ελάχιστου 20%.