«Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Τζένγκις Χαν, πολλοί επεδίωξαν να κατακτήσουν την περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Αφγανιστάν. Η χώρα έχει κατοχυρωθεί εδώ και καιρό ως “το νεκροταφείο των αυτοκρατοριών”, κερδίζοντας τη φήμη της από την απόκρουση των επεκτατικών φιλοδοξιών μιας σειράς κατακτητών, από την αυτοκρατορική Βρετανία ως τη Σοβιετική Ρωσία».
Αυτό σημειώνει ο Μπέντζαμιν Πάρκερ στους Financial Times, τονίζοντας ότι στις ιστορίες των αυτοκρατοριών που είδαν τις φιλοδοξίες τους να «θάβονται» στο Αφγανιστάν έχουν πλέον προστεθεί και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Με αυτό ως δεδομένο, λοιπόν, τίθεται φυσιολογικά ένα ερώτημα: Τι θα κάνει με το Αφγανιστάν η Κίνα, η οποία είναι η νέα ανερχόμενη υπερδύναμη;
Θα επιχειρήσει, άραγε, να το κατακτήσει και αυτή στρατιωτικά, συντρίβοντας τους Ταλιμπάν και επιβάλλοντας τη δική της κυβέρνηση ανδρεικέλων; Ή, άραγε, θα ακολουθήσει μια διαφορετική τακτική, έχοντας διδαχθεί από τα παθήματα των προκατόχων της;
Στενές επαφές και με το καθεστώς Γάνι
Η αλήθεια είναι ότι το Πεκίνο έχει προ πολλού στρέψει το βλέμμα του προς το Αφγανιστάν, θεωρώντας ότι ανοίγεται μπροστά του μια μεγάλη ευκαιρία με την αποχώρηση των Αμερικανών από εκεί. Μέχρι σήμερα, ωστόσο, δεν δείχνει να έχει καταλήξει τι ακριβώς θέλει να κάνει και πώς θα το επιτύχει.
Όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι επαφές είχαν ξεκινήσει πολύ πριν την επικράτηση των Ταλιμπάν, καθώς οι Κινέζοι έδειχναν επίσης να πιστεύουν ότι το προηγούμενο καθεστώς, του Ασράφ Γάνι, θα άντεχε και θα διατηρούσε σημαντικό ρόλο στο μετά-ΗΠΑ Αφγανιστάν. Έτσι, παρά τις παράλληλες επαφές τους με τους Ταλιμπάν, επεδίωξαν να συνάψουν μαζί του σημαντικές συμφωνίες για την επόμενη ημέρα – όπως, για παράδειγμα, γύρω από την κατασκευή ενός σύγχρονου αυτοκινητόδρομου που θα συνδέει την Καμπούλ με την Πεσαβάρ του Πακιστάν.
Κάτι τέτοιο θα ενέτασσε ντε φάκτο το Αφγανιστάν στον οικονομικό «διάδρομο» που έχουν σχεδιάσει και υλοποιούν Κίνα και Πακιστάν (CPEC), που περιλαμβάνει ήδη επενδύσεις ύψους 62 δισ. δολαρίων. Μάλιστα, υπήρχαν εδώ και καιρό πληροφορίες ότι οι επαφές αυτές είχαν εξοργίσει την Ουάσιγκτον, η οποία είχε εκφράσει τη δυσαρέσκειά της προς τον Γάνι και την κυβέρνησή του.
Νέα δεδομένα, νέος χάρτης
Ωστόσο, οι καταιγιστικές εξελίξεις της τελευταίας εβδομάδας έχουν αλλάξει άρδην το σκηνικό και τα δεδομένα. Με αποτέλεσμα όλοι, συμπεριλαμβανομένου του Πεκίνου, να είναι υποχρεωμένοι να αναθεωρήσουν τα σχέδιά τους.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν ήδη αρκετές ενδείξεις πως η κινεζική ηγεσία δεν θα πέσει στην ίδια παγίδα με τις άλλες υπερδυνάμεις. Κάτι που σημαίνει πως αντί να επιχειρήσει να κυριεύσει δια της βίας το Αφγανιστάν, θα βάλει σε εφαρμογή ένα διαφορετικό σχέδιο: Να το «αγοράσει», όπως έχει κάνει με πολλές άλλες χώρες, κυρίως της Αφρικής, στο πλαίσιο του μεγαλεπήβολου σχεδίου για τον νέο Δρόμο του Μεταξιού.
Με τον τρόπο αυτό, το Πεκίνο εκτιμά ότι θα πετύχει τους στόχους χωρίς να χρειαστεί να στείλει στρατό στο Αφγανιστάν. Και επίσης, χωρίς να επιχειρήσει να «εξάγει» το δικό του μοντέλο διακυβέρνησης, όπως επιχείρησαν να κάνουν τόσο οι Σοβιετικοί όσο και οι ΗΠΑ και η Δύση. Δική σας η χώρα, κυβερνήστε τη όπως θέλετε, θα τους πει – θέτοντας απλώς τρεις βασικές προϋποθέσεις.
Οι τρεις προϋποθέσεις του Πεκίνου
Η πρώτη προϋπόθεση, η οποία τίθεται με το βλέμμα στραμμένο στην επαρχία Σιντζιάνγκ και τη μουσουλμανική μειονότητα των Ουιγούρων, είναι να μην υπάρξει τίποτε που θα εκπορεύεται από το Αφγανιστάν ή θα έχει τη στήριξη των Ταλιμπάν το οποίο θα απειλήσει την Κίνα.
Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά στην απαίτηση να τηρήσει η Καμπούλ στάση (ευμενούς, κατά προτίμηση) ουδετερότητας σε περίπτωση που θα ξεσπάσει σύρραξη στην ευρύτερη περιοχή με εμπλοκή της Κίνας. Πρόκειται για κάτι που έχει σχέση τόσο με την αντιπαράθεσή της με την Ινδία όσο και με το γεωπολιτικό μπρα-ντε-φερ με τις ΗΠΑ, στη νοτιοανατολική Ασία και τον Ειρηνικό.
Όσο για την τρίτη προϋπόθεση, αφορά στην πρόθεση του Πεκίνου να έχει τον πρώτο ή έστω σημαίνοντα λόγο στην εκμετάλλευση του σημαντικού φυσικού πλούτου που υπάρχει στο έδαφος του Αφγανιστάν – η αξία του οποίου, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, ξεπερνά το ένα τρισ. δολάρια. Είναι, άλλωστε, κάτι που μπορεί εύκολα να καταλάβει ο οποιοσδήποτε, εφόσον αληθεύει ότι η χώρα κρύβει στα έγκατά της σπάνια μέταλλα και γαίες, που είναι ήδη περιζήτητα και θα γίνουν ακόμη πιο περιζήτητα στην εποχή των μικροτσίπ και της «πράσινης» οικονομίας και αυτοκίνησης.
Φυσικά, η κατάσταση παραμένει τόσο ρευστή ώστε τίποτα δεν εγγυάται πως το σχέδιο των Κινέζων θα πετύχει. Εκτός των άλλων, οι ανταγωνιστές τους (και οι Αμερικανοί) διατηρούν ακόμη τη δυνατότητα να «τορπιλίζουν» τις όποιες συμφωνίες, ενώ η απειλή ενός νέου και αέναου εμφυλίου στο Αφγανιστάν είναι κάτι παραπάνω από ορατή.
Αποτελεί κι αυτό, άλλωστε, μια κάποια λύση: Αφού δεν μπορούμε να το έχουμε και να το ελέγχουμε εμείς, δεν θα το έχει και δεν θα το απομυζά κανείς.