Το Ισραήλ ήταν από τις πρώτες χώρες παγκοσμίως που ξεκίνησαν τον εμβολιασμό του πληθυσμού τους, από τις αρχές του έτους, έχοντας εξασφαλίσει προνομιακή συμφωνία με τη Pfizer/BioNTech – το εμβόλιο της οποίας έγινε χθες το πρώτο που έλαβε πλήρη έγκριση από την αμερικανική FDA. Λογικό και αναμενόμενο είναι, λοιπόν, εκεί να αποτυπώνεται και ο βαθμός αποτελεσματικότητας του συγκεκριμένου εμβολίου με την πάροδο του χρόνου.
Τα στοιχεία, αρχικά σε ερευνητικό επίπεδο (κυρίως σε νοσοκομειακούς) και στη συνέχεια από τις καθημερινές ανακοινώσεις των νέων κρουσμάτων και εισαγωγών στα νοσοκομεία, αποδεικνύονται εξαιρετικά ανησυχητικά, ειδικά για τους άνω των 65 ετών και τις πιο ευάλωτες ομάδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο βαθμός προστασίας από τη νόσηση βρέθηκε να έχει μειωθεί στο 39% κατά μέσο όρο, ενώ ειδικά για εκείνους που είχαν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους τον Ιανουάριο έφτανε μόλις στο 16% – μάλιστα βρέθηκε ότι και η προστασία από τις σοβαρές μορφές της νόσου είναι πολύ χαμηλή και διαμορφώνεται στο 55%.
Ετσι, παρά το γεγονός ότι το 80% περίπου του ενήλικου πληθυσμού του Ισραήλ έχει λάβει ήδη και τις δύο δόσεις, τα κρούσματα έχουν φτάσει σε επίπεδα που μπορούν να συγκριθούν με εκείνα του περασμένου Φεβρουαρίου. Από την πλευρά τους, οι επιστήμονες αποδίδουν την εξέλιξη αυτή αφενός στην ταχύτερη του αναμενομένου μείωση των αντισωμάτων στους πλήρως εμβολιασμένους (ειδικά σε σύγκριση με το εμβόλιο της AstraZeneca) και αφετέρου στη μετάλλαξη Δέλτα.
Η απόφαση
Αυτός είναι ο λόγος που ανάγκασε την κυβέρνηση του Νάφταλι Μπένετ να προχωρήσει, πρώτη και πάλι, στην απόφαση χορήγησης και τρίτης ενισχυτικής δόσης, επιδιώκοντας να αποφύγει ένα νέο lockdown. Αρχικά, στις 30 Ιουλίου, η απόφαση αφορούσε πολίτες άνω των 60 ετών, στη συνέχεια επεκτάθηκε σε όλους όσοι είναι μεγαλύτεροι από 50 και από την περασμένη Παρασκευή σε κάθε Ισραηλινό άνω των 40.
Σύμφωνα δε με τα δεδομένα που προέρχονται από την πρώτη κατηγορία, η προστασία κατά της νόσησης είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερη (πάνω από 85%) για όσους λαμβάνουν την ενισχυτική δόση σε σύγκριση με τους υπόλοιπους, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν παρέλθει δέκα ημέρες από τον εμβολιασμό. Αυτό, με τη σειρά του, είναι πιθανό να επιταχύνει τη λήψη ανάλογων αποφάσεων και από άλλες χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου.
Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι την ίδια στιγμή ο γενικός γραμματέας του ΠΟΥ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους επέμεινε και χθες ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στον εμβολιασμό χωρών στις οποίες τα ποσοστά εμβολιασμού δεν ξεπερνούν το 1%-2% και αποτελούν εστίες δημιουργίας νέων μεταλλάξεων.