«Παρατηρήθηκε σε πολλές εκ των καταστροφικών πυρκαγιών το επιχειρησιακά εγκληματικό και ανησυχητικό φαινόμενο της αναζωπύρωσης τη στιγμή που αυτές ήταν υπό έλεγχο και στη φάση της επιτήρησης, όπως στη Ζήρεια στις 31 Ιουλίου και κυρίως στη Βαρυμπόμπη στις 5 Αυγούστου. Αυτό συνέβη είτε από την υποεκτίμηση της κατάστασης – λόγω άπνοιας – από τον εκάστοτε επικεφαλής των πυροσβεστικών δυνάμεων είτε από υπερβολική αυτοπεποίθηση του ιδίου, ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, χωρίς να αποκλείεται και η επιπολαιότητα…».
Αυτά αναφέρει στα «ΝΕΑ» ο πρώην υπαρχηγός της Πυροσβεστικής, ερευνητής εγκλημάτων εμπρησμού και ειδικός πραγματογνώμονας για τις δασικές πυρκαγιές Ανδριανός Γκουρμπάτσης. Το ενδιαφέρον των ειδικών εστιάζεται στις αναζωπυρώσεις και κυρίως σε αυτήν της Βαρυμπόμπης που κατέκαψε περίπου 100.000 στρέμματα δάσους και έφτασε μέχρι την Ιπποκράτειο Πολιτεία, τις Αφίδνες και τη λίμνη Μαραθώνα.
Μάλιστα, η αποστροφή του Πρωθυπουργού από το βήμα της Βουλής ότι «οι αρμόδιες υπηρεσίες είχαν τη βεβαιότητα ότι η φωτιά αυτή είχε οριοθετηθεί, κατευθύνθηκαν εκείνη τη στιγμή εναέρια μέσα προς την Εύβοια η οποία αντιμετώπιζε ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα και προφανώς, όταν η φωτιά αυτή αναζωπυρώθηκε, για λόγους οι οποίοι και σήμερα ακόμα ερευνώνται, αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε εναέρια μέσα πίσω από την Εύβοια και να αναγκαστούμε να παλεύουμε με δύο πολύ μεγάλες φωτιές ταυτόχρονα», «έδειχνε» ως υπαίτιο της καταστροφής τις αναζωπυρώσεις.
«Καπέλωμα»
Ωστόσο, στελέχη της Πυροσβεστικής έχουν αντίθετη άποψη: εκτιμούν ότι επειδή οι φλόγες ξεκίνησαν από την περιοχή των πρώην βασιλικών κτημάτων – εκτός της οριοθετημένης αποτεφρωμένης ζώνης από τη φωτιά της 3ης Αυγούστου – πρόκειται για μία νέα, άσχετη με την προηγούμενη πυρκαγιά. Οπως τονίζουν, δε, μέχρι σήμερα δεν έχει αποσαφηνιστεί πώς πράγματι ξεκίνησε, αφού – κατά τους ίδιους – δεν συνδέεται με το περιστατικό της προηγούμενης μέρας.
Οπως επισημαίνει ο πρώην υπαρχηγός του Σώματος, «κατά την αντιμετώπιση των μεγάλων πυρκαγιών (mega fire) στον κρίσιμο χρόνο της έναρξής τους δεν υπήρξε ταχεία αντίδραση με ισχυρές δυνάμεις εναέριων και επίγειων μέσων. Επιπλέον, υπήρξε το επονομαζόμενο “καπέλωμα” στα επιχειρησιακά ζητήματα της φυσικής ηγεσίας του Πυροσβεστικού Σώματος από την πολιτική ηγεσία. Η ταυτόχρονη παρουσία πολλών παραγόντων είχε ως αποτέλεσμα να δίνονται αλληλοσυγκρουόμενες εντολές στους επικεφαλής αξιωματικούς στα πεδία και έτσι δημιουργούνταν σύγχυση στο τι θα εφαρμοστεί. Ακόμη, υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Πολιτικής Προστασίας (δηλαδή στις 3 Αυγούστου 2021 και ώρα 21.30), όταν από τις 17.30 υπήρχαν ανεξέλεγκτα μέτωπα σε Βαρυμπόμπη, Βόρεια Εύβοια και Ανατολική Μάνη».
Ελλείψεις
Από την άλλη πλευρά, όπως υποστηρίζει ο πρόεδρος της Ενωσης Αποστράτων Αξιωματικών Πυροσβεστικού Σώματος, αντιστράτηγος ε.α. Παναγιώτης Βελής, «ο παρατεταμένος καύσωνας σε συνδυασμό με τη χαμηλή υγρασία, τους ανέμους, την απουσία καθαρισμού οικοπέδων, δασών, την ανυπαρξία αντιπυρικών ζωνών, δασικών δρόμων είχαν ως αποτέλεσμα οι πυρκαγιές να λάβουν μεγάλες διαστάσεις με καταστροφικές συνέπειες και να εξαπλωθούν σε ζώνη μείξης οικιστικών και δασικών περιοχών». Κατά τον ίδιο, «είναι πρακτικά αδύνατο η Πυροσβεστική να προστατεύσει μεμονωμένα κτίρια ή εγκαταστάσεις μέσα σε δάσος ή δασική έκταση όταν ξεσπούν αυτού του είδους οι πυρκαγιές».
Ερωτήματα
Τέλος, πρώην ανώτατο στέλεχος του Πυροσβεστικού Σώματος που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του, επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ότι «είναι απορίας άξιο πώς φέτος δημιουργήθηκαν τόσα ταυτόχρονα μεγάλα πύρινα μέτωπα, ενώ ο μηχανισμός δασοπυρόσβεσης διέθετε 71 εναέρια μέσα». Ο ίδιος, μάλιστα, συγκρίνει την παρούσα συγκυρία με άλλες πολύ μικρότερες καταστροφές – όπως το 2017 – οπότε και η χώρα μέχρι τις αρχές Αυγούστου διέθετε μόνο τρία ενοικιαζόμενα πυροσβεστικά ελικόπτερα, έναντι 21 που διαθέτει τώρα. Επιπλέον, τονίζει ότι για τον προσδιορισμό των ευθυνών για την αναζωπύρωση της Βαρυμπόμπης ή άλλες παρόμοιες επανενάρξεις πυρκαγιών χρειάζεται ενδελεχής έρευνα για την επίρριψη ευθυνών. Εκφράζει, δε, την απορία «γιατί ο νυν αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος Στέφανος Κολοκούρης καθοδηγούσε από το σημείο εναέριες και επίγειες δυνάμεις σε ορισμένες δασικές πυρκαγιές (Τατόι, Βίλια), μη παραμένοντας στο επιχειρησιακό κέντρο ως όφειλε, ώστε να έχει πλήρη εικόνα όλων των εν εξελίξει δασικών πυρκαγιών στη χώρα. Επιλέγοντας την αποσπασματική, μεμονωμένη εικόνα μιας καιόμενης περιοχής στα όρια μόνο του οπτικού πεδίου του θύμισε τοπικό αξιωματικό», καταλήγει.