Το καλοκαίρι, η ατμόσφαιρα της Παλαιάς Επιδαύρου αναδίδει την «ευωδιά» της θεατρικής παράδοσης που εδώ και δεκαετίες «ποτίζει» αυτόν τον γειτονικό στο αρχαίο θέατρο τόπο. Αποτυπώνεται στις μικρές κοινότητες όσων, από τον ευρύτερο καλλιτεχνικό χώρο, επέλεξαν να περνούν εδώ αρκετούς μήνες τον χρόνο, στις συζητήσεις ακόμη και των ντόπιων, στα μαγαζιά (κυρίως τα εστιατόρια) που τους τοίχους τους στολίζουν φωτογραφίες με αφιερώσεις σπουδαίων ηθοποιών, σκηνοθετών και ανθρώπων του πνεύματος και όπου τα γκαρσόνια ξέρουν πόσα εισιτήρια έκανε η τάδε παράσταση το περασμένο Σαββατοκύριακο.

Σε μια τέτοια ταβέρνα, στην παραλία της Παλαιάς Επιδαύρου, συναντηθήκαμε με τον Μάνο Περράκη που ζει εδώ τους καλοκαιρινούς μήνες. Αλλωστε γι’ αυτόν, ένας τόπος που η ατμόσφαιρά του ευωδιάζει θέατρο είναι κάπως σαν το φυσικό του περιβάλλον. Ο εξέχων έλληνας αρχιτέκτονας με το σημαντικό έργο που έχει καταγραφεί σε κτίρια όπως το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης αλλά και το νεοκλασικό της ΓΣΕΕ στην Πατησίων και σε έργα όπως αυτό της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας και τη συνολική ανάδειξη της Αρχαίας Αγοράς, έχει επενδύσει ένα μεγάλο απόθεμα της δημιουργικής του έμπνευσης στη διαμόρφωση 32 θεατρικών χώρων. Περισσότερους από όσους έχει κάνει οιοσδήποτε συνάδελφός του διεθνώς. Ο κατάλογος είναι μακρύς, αξίζει όμως να αναφέρουμε τη Νέα Σκηνή του Εθνικού, το Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν στη Φρυνίχου, το θέατρο της Ρωμαϊκής Αγοράς, το θέατρο Φίρκα στα Χανιά και της Φορτέτσας στο Ρέθυμνο, το Θέατρο της Γης στη Θεσσαλονίκη, το Περιστρεφόμενο Θέατρο της Ρώμης, τον υπαίθριο χώρο μουσικών και θεατρικών εκδηλώσεων στην ίδια πόλη, έναν αντίστοιχο χώρο στη Βαλένθια, το «Σχολείο» της Ειρήνης Παπά, το Δημοτικό της Μυτιλήνης, το υπαίθριο θέατρο Μάνης.

Αθήνα – Βιέννη

Οσο όμως κι αν η δουλειά του στους θεατρικούς χώρους – σε κτίρια δηλαδή που κατά κάποιον τρόπο «συνομιλούν» με το κοινό – μπορεί να ακούγεται, σε έναν τρίτο, ως η πιο γοητευτική, η Aρχιτεκτονική μοιάζει να είναι για τον Μάνο Περράκη, ένα ολοκληρωμένο αφήγημα ζωής. Αρχίζουμε λοιπόν την κουβέντα από τα «θεμέλια», από εκείνο το κλικ που τον έστρεψε προς αυτόν τον επαγγελματικό προσανατολισμό. «Ηταν μία ευχή της μάνας μου. Εγώ, από παιδί, ζωγράφιζα, γι’ αυτό και έδωσα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκείνη όμως, χωρίς ποτέ να με αποτρέψει, επέμενε να σπουδάσω και κάτι άλλο. Να “έχω κάτι” όπως έλεγαν εκείνα τα χρόνια. Ετσι βρέθηκα στην Αρχιτεκτονική. Οχι βέβαια κατά τύχη. Το είχα ψάξει και ήταν κάτι που με ενδιέφερε». Μου μιλάει για τις σπουδές του στη Βιέννη, στη σχολή του Γιόζεφ Χόφμαν όπου φοιτούσαν όλοι κι όλοι 25 σπουδαστές και έπρεπε να αποφοιτήσει κάποιος για να εισαχθεί ένας νεότερος στο πρώτο έτος. Ο Μάνος Περράκης έδωσε εξετάσεις με πολλούς άλλους και ήταν ανάμεσα στους τρεις που πέρασαν.

Περιγράφοντάς μου τους τρόπους διδασκαλίας σε αυτή τη σπουδαία σχολή, τις ασκήσεις και τις εργασίες που τους ανέθετε ο καθηγητής, τα θέματα που ζητούσαν όχι απλώς μια αρχιτεκτονική λύση αλλά και το «ξεδίπλωμα», πάνω στο χαρτί, της σκέψης του μαθητή, μου δημιουργείται η απορία αν, ενίοτε, υπάρχει και μια εκδοχή πολιτικής ιδεολογίας πίσω από την Αρχιτεκτονική, ειδικά στα αρχιτεκτονήματα που διαμορφώνουν το αστικό τοπίο. «Αν μιλάμε για την Ελλάδα, ασφαλώς υπάρχει πολιτική πίσω από την αρχιτεκτονική και την οικοδόμηση της πόλης. Είναι το βόλεμα. Πώς θα βολέψω τον φίλο μου, τον ψηφοφόρο μου». (Μου λέει για το τεράστιο, εντυπωσιακό βενετσιάνικο κτίριο στο Ηράκλειο της Κρήτης που στέγαζε το Γυμνάσιο και το γκρέμισε, επί χούντας, ο Παττακός, διότι ακριβώς πίσω έμενε ένας συγγενής του και ήθελε να έχει ανοιχτή θέα.) Η κουβέντα πάει στους τσιμεντένιους όγκους των πολυκατοικιών της Αθήνας, αυτούς που ασχήμυναν την κάποτε όμορφη πόλη. «Η ασχήμια της Αθήνας ξεκινάει από την εποχή του Καραμανλή. Οταν γκρεμίστηκαν τα παλιά σπίτια για να γίνουν πολυκατοικίες ώστε να στεγαστούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έρχονταν από την επαρχία στην πρωτεύουσα για να γίνουν θυρωροί και να στριμωχτούν στα λεγόμενα ημιυπόγεια. Τραγική κατάσταση». Ναι, μιλάμε όμως για μια εποχή πρωτοφανούς έκρηξης της εσωτερικής μετανάστευσης. «Δεν ήμασταν η μόνη χώρα που αντιμετώπισε αυτήν την κατάσταση. Ας έκαναν ό,τι έγινε αλλού. Οικοδομήθηκαν για τους εσωτερικούς μετανάστες τεράστιοι συνοικισμοί στην περιφέρεια της πόλης. Δεν τους εγκατέστησαν στο κέντρο».

Τον ρωτάω για τη σχέση μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού ενός αρχιτεκτονήματος. «Θεωρώ ότι πρέπει να είναι συνδεδεμένο το έξω με το μέσα. Δεν μπορείς να κάνεις ένα κτίριο πολύ ωραίο εξωτερικά και μέσα να είναι χάλια. Πρόκειται για ένα ενιαίο σύνολο. Και μάλιστα το έξω εκφράζει το μέσα. Αν δεν έχεις μια σωστή διαρρύθμιση εσωτερικά δεν μπορεί να φανεί ωραίο το εξωτερικό». Και η ισορροπία μεταξύ λειτουργικότητας και αισθητικής; «Προηγείται η λειτουργικότητα και ακολουθεί η αισθητική». Υπάρχει καλή και κακή Αρχιτεκτονική; «Υπάρχει Αρχιτεκτονική. Η κακή απλώς δεν είναι Αρχιτεκτονική». Και τι είναι η Αρχιτεκτονική; Περισσότερο Επιστήμη ή περισσότερο Τέχνη; «Νομίζω ότι, τελικά, είναι περισσότερο Τέχνη».

Η µαγεία του θεάτρου

Ας μιλήσουμε όμως για τη σχέση του, ως αρχιτέκτονα, με τους θεατρικούς χώρους. Πώς προέκυψε στην πορεία του; «Το θέατρο με ενδιέφερε, με γοήτευε από τα φοιτητικά μου χρόνια. Κυρίως γι’ αυτό το θαύμα που γίνεται επί σκηνής και καταργεί την έννοια του χρόνου αλλά και του χώρου. Βλέπεις να μπαίνει ένας νέος και, μετά από λίγη ώρα, να βγαίνει ένας γέρος. Και να πρόκειται για το ίδιο άτομο. Και το αποδέχεσαι. Το “ψέμα” στο θέατρο, που δεν είναι όμως ψέμα και ανακαλύπτεις την αλήθεια του όσο διαβάζεις, ήταν αυτό που με ταρακούνησε». Μου λέει ότι ως φοιτητής στη Βιέννη έβλεπε πολύ θέατρο, κυρίως το πρωτοποριακό της εποχής. Εκεί, σε ένα θεατράκι όχι πολύ μεγαλύτερο από ένα δωμάτιο, είδε τις «Καρέκλες» του Ιονέσκο, όταν ο ρουμάνος συγγραφέας ήταν ακόμη άγνωστος στο ευρύ κοινό.

Η πρώτη του σχετική δουλειά ήταν, στη δεκαετία του 1970, η Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. «Με φώναξε ο Τάκης Μουζενίδης και μου είπε ότι υπάρχει μια αίθουσα στο μέγαρο Τσίλλερ όπου κάνουν πρόβες και θέλουν να μπορούν, κάποιες φορές, να μπουν κάποιοι άνθρωποι για να τις παρακολουθήσουν. Καθώς σκεφτόμουν λοιπόν πώς θα γινόταν αυτό, μου ήρθε στο μυαλό κάτι που είχε πει ο Λε Κορμπιζιέ σε μια συγκέντρωση νεαρών αρχιτεκτόνων. Οτι για να κάνετε ένα θέατρο, δεν χρειάζεται τίποτα άλλο παρά μία άδεια αίθουσα όπου θα βάλετε κινητά πανό και κινητά καθίσματα ώστε ο καθένας να μπορεί να πάρει τη θέση που θέλει και, έτσι, κάθε φορά να δημιουργείται ένα καινούργιο θέατρο, μια καινούργια αντίληψη θεάτρου. Αυτό τους πρότεινα και αυτό κάναμε. Τα πάντα κινητά, φωτισμός ενιαίος, η δε σκηνή μπορεί να στηθεί με δώδεκα διαφορετικές μορφές. Και τελικά, από χώρος προβών, έγινε κανονικό θέατρο». Και αυτή η δυνατότητα συνεχούς μετατροπής της σκηνής θεωρήθηκε διεθνώς κάτι ιδιαίτερα πρωτοποριακό τότε.

Από τον Χορν στον Κουν

Η αφήγησή του γίνεται ακόμη περισσότερο συναρπαστική όταν αναφέρεται στην ιστορία από την οποία προέκυψε το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν στην οδό Φρυνίχου στην Πλάκα. «Εκείνη την εποχή, το 1983, ψάχναμε ένα θέατρο για τον Χορν. Κάποια στιγμή, ύστερα από ατέλειωτο ψάξιμο, ανακάλυψα αυτή την αποθήκη που ανήκε στο Ιδρυμα Κουτλίδη, όμως για την παραχώρησή της θα έπρεπε να αποφασίσει η Εθνική Πινακοθήκη. Να μη σας τα πολυλογώ, χρειάστηκε να γίνουν σχεδόν 50 συναντήσεις για να καταλήξουμε σε συμφωνία. Και την ημέρα που πάρθηκε η τελική απόφαση, πάω ενθουσιασμένος στον Τάκη (Χορν) να του ανακοινώσω ότι, επιτέλους, το πήραμε. “Απαπα, δεν με ενδιαφέρει. Είναι πολύ μικρό” μού λέει. “Και καλά, τώρα το θυμήθηκες; Εδώ κουβεντιάζουμε έναν χρόνο, κάνουμε σχέδια επί σχεδίων”. Ηξερα τι συνέβαινε στην πραγματικότητα. Ο Χορν, όταν επρόκειτο να περάσει από τον σχεδιασμό στην εκτέλεση, πριν από την “πρεμιέρα” δηλαδή, πάθαινε πανικό, ανέβαζε πυρετό. Τέλος πάντων, ήταν, θυμάμαι, Σάββατο και σφόδρα απογοητευμένος έρχομαι εδώ, στο σπίτι μου στην Επίδαυρο. Το βράδυ, καθώς ανέβαινα προς το θέατρο για την παράσταση, βλέπω να περπατάν μπροστά μου ο Κουν με τον Λαζάνη. Δεν ξέρω πώς μου έρχεται και τους ρωτάω αν ενδιαφέρονται για ένα θέατρο. “Πού το ξέρεις;” λέει ο Κουν. “Αυτό ακριβώς κουβεντιάζαμε τώρα με τον Γιώργο”. Μέχρι να φτάσουμε στις θέσεις μας, είχαμε συζητήσει το τι, το πού, το πώς και τη Δευτέρα πήγαμε να δούμε τον χώρο. Τότε ο Κουν θυμήθηκε ότι εκεί ήταν που είδε για πρώτη φορά Καραγκιόζη όταν ήρθε στην Ελλάδα. Μόλις ανοίξαμε την πόρτα πετάχτηκαν περιστέρια που είχαν φωλιάσει στην αποθήκη, κάτι που θεώρησε καλό σημάδι, και, επιπλέον, βγαίνοντας, προσέξαμε ότι ο δρόμος είχε το όνομα του αρχαίου τραγικού ποιητή Φρυνίχου. Βέβαια, έκανα από την αρχή τα σχέδια, διότι ο Κουν ήθελε κάτι εντελώς διαφορετικό».

Ο Μεγάλος Περίπατος

Με αφορμή την Πλάκα, όπου βρίσκεται η οδός Φρυνίχου, η κουβέντα γυρίζει στην Αθήνα. Δεν θέλει να μείνω με την εντύπωση ότι τη θεωρεί μια τόσο άσχημη πόλη. «Υπάρχουν ακόμη αυτά τα νεοκλασικά, μοναδικά κυρίως λόγω του μεγέθους τους, πολύ πιο μικρά σε σχέση με άλλων χωρών. Σαν να σέβονται το αττικό φως. Ξέρετε, οι Ελληνες πάντα βλέπαμε τα σχήματα και τα μεγέθη με έναν ποιητικό τρόπο». (Με ανάλογη ποιητικότητα μιλάει και ο ίδιος για αρχιτεκτονική, ακόμη και όταν αναφέρεται στις υψομετρικές διαφορές που αντιμετώπισε στον σχεδιασμό του θεάτρου δίπλα στο μουσείο Τσόκλη, επίσης δικό του έργο.) «Εχω την εντύπωση ότι η Αθήνα θα γίνεται όλο και πιο ωραία. Βλέπω ότι διαμορφώνεται συνεχώς, γίνονται προσπάθειες». Ωστόσο, δεν έχει γνώμη για τον Μεγάλο Περίπατο, αφού δεν τον έχει δει ακόμη.

Μιλάμε για την ανώνυμη αρχιτεκτονική που τη χαρακτηρίζει συγκλονιστική, όπου διασώζεται, κυρίως στα νησιά μας. «Αυτή χάθηκε από τότε που οι άνθρωποι έπαψαν να χτίζουν μόνοι τους. Μαζευόταν ολόκληρη η γειτονιά να χτίσει το σπίτι του Γιώργη. Σήμερα, προσπαθούν επώνυμοι αρχιτέκτονες να μιμηθούν την ανώνυμη αρχιτεκτονική με αποτελέσματα που ουδεμία σχέση έχουν με την παράδοση του τόπου… Δεν είναι όμως καταπληκτικό που κάθε νησί έχει τη δική του αρχιτεκτονική; Αλλη της Χίου, άλλη της Μυτιλήνης, άλλη των Ψαρών, άλλη της Μυκόνου, άλλη της Νάξου, άλλη της Σύρου. Και επίσης, σε κάθε νησί έχουν άλλη ενδυμασία, άλλη μουσική, άλλη κουζίνα… Θυμάμαι, στις ατέλειωτες συζητήσεις που είχαμε εδώ, στην Επίδαυρο, με τη Μελίνα (Μερκούρη), μου έλεγε πως είχε κατά νου να καταφέρει να ανακηρυχθεί το Αιγαίο “Πάρκο” της Ευρώπης. Που θα συμπεριλάμβανε όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα που συνθέτουν τη νησιωτική Ελλάδα». Οταν όμως ο Μάνος Περράκης αρχίζει να μιλάει, ειδικά στην Επίδαυρο, για τη Μελίνα, η κουβέντα ξεστρατίζει σε θέματα, υπέροχα μεν αλλά εκτός ενδιαφέροντος της συγκεκριμένης συνέντευξης.