Αν ξέρεις, τους ξέρεις όλους: τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που κατέβηκε από το αεροπλάνο, τον Ανδρέα Παπανδρέου που έφερε την Αλλαγή, τον φιλελεύθερο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον ιστορικό γενικό γραμματέα του ΚΚΕ Χαρίλαο Φλωράκη. Ξέρεις, όμως, και έναν ακόμη, «από τους άλλους». Η ιστορία της ζωής του ακολουθεί τη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας. Πολέμησε στην Αντίσταση και στα Δεκεμβριανά, σε έναν Εμφύλιο που καθόρισε την πολιτική του φιλοσοφία, βρέθηκε μια ανάσα από το εκτελεστικό απόσπασμα γιατί αρνήθηκε να αποκηρύξει τις ιδέες του. Το 1968, τον είπαν διασπαστή και αναθεωρητή, ενώ βρισκόταν κλεισμένος στη φυλακή από τη χούντα. Τα κόμματα στα οποία βρέθηκε να ηγείται σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις μετρούσαν ψήφο την ψήφο για να δουν αν θα μπουν τελικά στη Βουλή και, όταν το θεώρησε αναγκαίο, επέλεξε τη διαφάνεια και την κάθαρση από την ιδεολογική συγγένεια. Ο ίδιος πολιτευόταν αποδεχόμενος ότι ποτέ δεν θα γίνει πλειοψηφία και πρόλαβε να κάνει αυτοκριτική, σκληρή και σοβαρή. Ενιωσε συντετριμμένος όταν είδε το αστέρι για το οποίο κάποτε ήταν έτοιμος να δώσει τη ζωή του να σβήνει πάνω απ’ το Κρεμλίνο, το 1989, ωστόσο το είχε απαρνηθεί ήδη δύο χρόνια νωρίτερα. Πίστεψε βαθιά στην ευρωπαϊκή ιδέα και προτιμούσε τα «μέτωπα λογικής» από τη βία και την τρομοκρατία. «Με πιάνει τρόμος άμα σκεφτώ ότι αν νικούσε τότε η επανάστασή μας θα είχαμε πρωθυπουργό τον Μάρκο», τόλμησε να πει λίγα χρόνια πριν πεθάνει («Νέοι Φάκελοι»).
Αυτός ήταν ο Λεωνίδας Κύρκος, που πέθανε σαν σήμερα, πριν από δέκα ακριβώς χρόνια, προτού προλάβει να δει τις τελευταίες περιπέτειες της χώρας, προτού δει τα πεπραγμένα της Αριστεράς στην εξουσία και προτού δει τη μεταπολιτευτική δημοκρατία που έχτισε, μαζί με άλλους της γενιάς του, να λοιδορείται και να αμφισβητείται. «Τον Λεωνίδα», λέει ο Γιάννης Βούλγαρης στα «ΝΕΑ», «πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε ως έναν εκ των συνθεμελιωτών της περιόδου της Μεταπολίτευσης, μιας από τις γόνιμες περιόδους του ελληνικού κράτους. Εκπροσώπησε μια Αριστερά που τόνιζε τη σημασία της δημοκρατίας, σε κριτική απόσταση από την κομματική ιδεολογία, συμβάλλοντας σε μια ευρύτερη συναίνεση ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις». Σ’ αυτό φαίνεται πως συμφωνεί και ο Δημήτρης Χατζησωκράτης, που συμπορεύτηκε με τον Κύρκο μέχρι το τέλος: «Θεωρώ ότι στη μεταπολιτευτική πολιτική παρουσία του Λεωνίδα η κυρίαρχη κινούσα ιδέα του ήταν πώς η Αριστερά θα βγει από το περιθώριο και την αυτοπεριχαράκωσή της και θα αναδειχθεί ως εθνική δύναμη, που θα συμβάλει σε έναν βαθύ κοινωνικό μετασχηματισμό και στην αναγέννηση του τόπου. Γι’ αυτό και όλες του οι κινήσεις στόχευαν στην ευρύτερη δυνατή σύγκλιση όλων των προοδευτικών δυνάμεων».
Πολιτική κουλτούρα
Χάρη στην ανανεωτική Αριστερά της εποχής του Κύρκου υπήρξε αριστερή συναίνεση τόσο για τη θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας μετά τη δικτατορία, όσο και για τη συμμετοχή της στην Ευρώπη. Για τον δημοσιογράφο Θανάση Γεωργακόπουλο, που ακολούθησε από μέσα την περιπέτεια του ΚΚΕ Εσωτερικού και της ΕΑΡ, «μέχρι την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το ΚΚΕ Εσωτερικού αποτελούσε στην ουσία την πραγματική σοσιαλδημοκρατική δύναμη στην Ελλάδα». Μπορούμε, δηλαδή, να θυμόμαστε τον Κύρκο για την επιμονή του στο κτίσιμο μιας ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας, που όταν χρειάστηκε έδειξε την αντοχή της. Η Σόνια Τσιτήλου γνώριζε και τον Κύρκο, αλλά και τη σύζυγό του, την Καλλισθένη, από μικρή. «Αυτό που χαρακτήριζε τον Λεωνίδα ως πολιτικό πρόσωπο ήταν πως είχε επιλέξει από πολύ νωρίς τι είδους αντιπολίτευση κάνει κανείς στην όποια κυβέρνηση. Η Αριστερά που ξέρω και στην οποία μεγάλωσα δεν έκανε ποτέ προσωπικές επιθέσεις. Κανείς δεν έλεγε στον άλλον είστε ψεύτης ή είστε απατεώνας», λέει. «Αυτά θυμίζουν περισσότερο τη δεκαετία του ’80 και το δίπολο Παπανδρέου – Μητσοτάκης της εποχής. Δεν θέλω να πω πως όλα ήταν ρόδινα, γιατί δεν ήταν, όμως υπήρχε μια γενική κατεύθυνση».
Η δική του Αριστερά
Εκείνοι που έχουν μελετήσει στενά και σε βάθος χρόνου την ιστορία της ελληνικής Αριστεράς λένε πως η Αριστερά του 20ού αιώνα και αυτή του 21ου ελάχιστη σχέση έχουν μεταξύ τους – όσο η σκυτάλη παραδιδόταν από γενιά σε γενιά άρχισε να παρατηρείται μια ασυνέχεια, ενώ ειδικά στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ τα νέα χαρακτηριστικά της δεν έχουν ακόμα προσδιοριστεί. Υπό μια έννοια, αυτή η αναντιστοιχία εξηγείται ιστορικά: όσοι έζησαν τη φρίκη του Εμφυλίου (από την οποία, στην ουσία, προέκυψε η διάσπαση) αναγνώριζαν τι σημαίνει βία και μισαλλοδοξία, τα δύο πράγματα ακριβώς που αποκήρυξε ο Κύρκος στο σημείωμα που άφησε να διαβαστεί μετά τον θάνατό του, όταν πια είχε γραφτεί, πρώτος απ’ όλους, μέλος της τελευταίας ανανεωτικής προσπάθειας, της ΔΗΜΑΡ.
Ηταν εναντίον του διχασμού, γιατί είχε δει τα αποτελέσματά του, λίγοι όμως κρίνουν πια τον πολιτικό του χώρο από το δικό του παράδειγμα. «Αυτό που έζησε ο Λεωνίδας και η γενιά των γονιών μου ήταν επώδυνο. Είμαστε σε μια φάση σήμερα, και λόγω της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ, που κατεδαφίζουμε ολόκληρη την Αριστερά. Αυτό δεν είναι δίκαιο», τονίζει η Τσιτήλου. Ο απόγονος του ΣΥΝ, για τους περισσότερους, δεν θυμίζει πια σε τίποτα άλλο την «άλλη Αριστερά» της οποίας κάποτε αποτελούσε τον κύριο εκφραστή, παρά την προσπάθεια μεμονωμένων στελεχών. «Είναι βέβαιο πως στην προοπτική ανόδου της Αριστεράς στην εξουσία κάτι θα σκιρτούσε στην καρδιά του», λέει ο Γεωργακόπουλος για το πώς θα αντιδρούσε ο Κύρκος στην κυβερνώσα Αριστερά. «Ο τρόπος όμως που αυτό έγινε και κυρίως ο χειρισμός του πρώτου εξαμήνου, που έθεσε σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, ήταν το ακριβώς αντίθετο από τη δική του οπτική», τονίζει.
Παρακαταθήκη
Τι έχει μείνει σήμερα, λοιπόν, από τον Λεωνίδα Κύρκο, το όνομα του οποίου πολλοί παλιοί του σύντροφοι φοβούνται πως θα χαθεί στις υποσημειώσεις της Ιστορίας, όσο θα φεύγουν από τη ζωή οι άνθρωποι που τον γνώρισαν; Είναι σχεδόν εκπληκτικό για έναν πολιτικό που δεν έγινε ποτέ πρόεδρος ή πρωθυπουργός, όμως ψήγματα της παρακαταθήκης του Κύρκου μπορεί κανείς να βρει σήμερα διάσπαρτα σε όλο το πολιτικό φάσμα – ακόμα και στον ΣΥΡΙΖΑ, που κρατάει (τουλάχιστον μέχρι σήμερα) την ίδια απέχθεια στον εθνικισμό και την ίδια κουλτούρα συνεννόησης με την Τουρκία που είχε εκείνος.
Αυτά που κάποτε έλεγε ως καινούργια, σήμερα μοιάζουν δεδομένα. Και αυτό μπορεί να μην είναι νίκη, αλλά σίγουρα δεν είναι ήττα.