Δύο σημαντικοί έλληνες μουσικοί που συνεργάστηκαν και συνδέθηκαν στενά με τον Μίκη Θεοδωράκη, οι συνθέτες Γιώργος Κατσαρός και Χρήστος Νικολόπουλος, αναφέρθηκαν στην προσωπικότητα του εκλιπόντος και στη σχέση που είχαν αναπτύξει με εκείνον.
Με δηλώσεις τους στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ οι δύο μουσικοί «υποκλίθηκαν» στον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος πέθανε σήμερα το πρωί σε ηλικία 96 ετών.
Ειδικότερα, ο Χρήστος Νικολόπουλος δήλωσε τα εξής:
«Είμαι τυχερός που συνεργάστηκα μαζί του, βρέθηκε ένας άνθρωπος που ανέδειξε τη μουσική. Τον λάτρευα, είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ πολύ στενά μαζί του, να παίξουμε τραγούδια, να του δείξω κάποιους λαϊκούς δρόμους ένα διάστημα…».
«Πραγματικά η Ελλάδα πρέπει να είναι περήφανη για τέτοιους ανθρώπους. Σκεφτείτε πόσο φτωχότερο θα ήταν το ελληνικό τραγούδι, αν δεν ήταν ο Θεοδωράκης… Ήταν γεμάτος δημιουργία στο στούντιο, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, πώς άλλαζε τα πράγματα, τις μελωδίες, τις εισαγωγές, ήταν απερίγραπτος» ανέφερε επίσης ο συνθέτης.
«Είναι πολύ γνωστά τα έργα του, αυτός πρώτος χρησιμοποίησε την ποίηση, που δεν το είχε φανταστεί κανείς ότι θα γίνει κάτι τέτοιο στην Ελλάδα» κατέληξε ο Χρήστος Νικολόπουλος.
Από τη δική του πλευρά, ο Γιώργος Κατσαρός ανέφερε τα ακόλουθα:
«Είναι μια μαύρη μέρα που δε θα την ξεχάσουμε εύκολα, όπως δε θα ξεχάσουμε εύκολα το Μίκη το Θεοδωράκη… Είναι πολύ δύσκολη στιγμή για εμάς τους συνθέτες, ήταν ένας από τους πρωτεργάτες γενικά στο ελληνικό τραγούδι, ύστερα από εκείνον και τον Μάνο ακολουθήσαμε ένα δρόμο που τον ονομάσαμε ελαφρολαϊκό ελληνικό τραγούδι, βάλαμε το μπουζούκι στα τραγούδια μας… μπροστάρης».
«Τι να πρωτοπείς για τον Μίκη; Συνεργάστηκα και συνδικαλιστικά μαζί του, τον έζησα από κοντά, ήταν τόσο πολύ αγαπητός από την πρώτη στιγμή που τον πλησίαζες, σε έκανε να τον αγαπήσεις, εκτός του ότι ήταν μεγάλο μουσικό ταλέντο… Ήταν φίλος» πρόσθεσε ο Γιώργος Κατσαρός.
«Ξεχωρίζεις το άρωμα της μουσικής του, της σύνθεσής του, από την πρώτη ατάκα της εισαγωγής καταλαβαίνεις ότι το τραγούδι είναι του Μίκη, αυτό έχει μεγάλη σημασία» υπογράμμισε ο συνθέτης και κατέληξε ως εξής:
«Δε σβήνει τίποτα. Μένει αιωνίως ο Μίκης με τα τραγούδια του».