Ο Μίκης Θεοδωράκης συνεργάστηκε κατά τη διάρκεια της μουσικής του καριέρας με πλήθος ελληνων τραγουδιστών.
Εμπιστεύτηκε τα τραγούδια του στις μεγαλύτερες φωνές του ελληνικού πενταγράμμου, ενώ κάθε τραγουδιστής αναλάμβανε ως «ιερό καθήκον» την ερμηνεία τους.
Ο ίδιος ο Θεοδωράκης άλλωστε είχε δηλώσει «ο ρόλος του Λαϊκού Τραγουδιστή υπήρξε και είναι ρόλος – κλειδί» .Οι συνεργασίες του, με ονόματα που πολλές φορές εξέπλητταν το κοινό, έγιναν αποδέκτες αρνητικών σχολίων και αντικείμενο έντονης κριτικής.
Σχόλια και κριτική που ο Θεοδωράκης αντιμετώπιζε πάντα με το δημιουργικό τρόπο μια ιδιοφυΐας, όπως η δική του.
Από τον Δημήτρη Μητροπάνο και τον Γιάννη Κότσιρα, μέχρι τον Αντώνη Ρέμο και τον Σάκη Ρουβά, ο Μίκης Θεοδωράκης αντιμετώπιζε πάντα με αγάπη νέους τραγουδιστές, εμπιστευόμενος τα καλλιτεχνικά του «παιδιά» στις φωνές τους.
Δημήτρης Μητροπάνος
Η σχέση του Δημήτρη Μητροπάνου με το Μίκη Θεοδωράκη ξεκινά από το 1966, όταν ο συνθέτης τον επιλέγει για τις συναυλίες του ανά την Ελλάδα.
Παρόλα αυτά, δισκογραφικά, συναντιούνται για πρώτη φορά, δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια μετά, το 1984.
Είναι η εποχή που ο Δημήτρης Μητροπάνος ζητά από την εταιρεία του να «πάρει συνθέτες», αφού σχεδόν όλοι, είναι δεσμευμένοι με άλλες εταιρείες.
Στην Polygram όμως, όπως αναφέρει το ogdoo.gr, επικρατεί η άποψη ότι ο τραγουδιστής μετράει περισσότερο από τον συνθέτη.
Εκείνη τη χρονιά, το 1984 δηλαδή, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος παρουσιάζουν μια σειρά από δώδεκα λαϊκά τραγούδια με ερμηνευτή το Δημήτρη Μητροπάνο και τίτλο «Τα Πικροσάββατα».
Ο δίσκος κυκλοφορεί από την Polygram, ενώ σε ένα τραγούδι συμμετέχει φιλικά η Χάρις Αλεξίου.
Τα δώδεκα αυτά τραγούδια είναι και τα μοναδικά του κορυφαίου συνθέτη, που είπε ο ερμηνευτής σε πρώτη εκτέλεση, παρόλο που δεν είναι λίγες οι φορές που είτε σε συναυλίες, είτε σε τηλεοπτικά αφιερώματα τραγούδησε Μίκη Θεοδωράκη.
Το 2002 στη μεγάλη συναυλία αφιέρωμα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση στο ΣΕΦ, που αποτυπώθηκε και σε cd, ο Μητροπάνος τραγούδησε το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη.
Το ίδιο τραγούδι συμπεριλήφθηκε και στο cd «Υπάρχει και το ζεϊμπέκικο» από τις ζωντανές εμφανίσεις του Μητροπάνου με τον Δημήτρη Μπάση και τον Θέμη Αδαμαντίδη το 2005.
Λίγο καιρό πριν, στο επίσημο cd των Ολυμπιακών Αγώνων – Αθήνα 2004 «Φως», με 18 τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2004, ο Μητροπάνος τραγούδησε το «Τραγούδι της ξενιτιάς» σε στίχους Ερρίκου Θαλασσινού.
Γιάννης Κότσιρας
Όλα αυτά τα χρόνια πραγματοποιήθηκαν εκατοντάδες παρουσιάσεις του ολοκληρωμένου έργου ή των λαϊκών τραγουδιών αποσπασματικά.
Όσον αφορά τη δισκογραφία, η τρίτη ελληνική εκτέλεση ολόκληρου του «Άξιον Εστί» προέκυψε το 2002, όταν κυκλοφόρησε σε διπλό cd η συναυλία που πραγματοποιήθηκε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού στις 21 Μαΐου 2001 με το «Πνευματικό εμβατήριο» του Μίκη σε ποίηση του Άγγελου Σικελιανού και το «Άξιον Εστί» με λαϊκό τραγουδιστή τον Γιάννη Κότσιρα.
Συμμετείχαν ο βαρύτονος Ανδρέας Κουλουμπής, ο Γιάννης Φέρτης στο ρόλο του αφηγητή, η mezzo soprano Ιωάννα Φόρτη, η Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης», η Χορωδία της ΕΡΤ, η Ανδρική Χορωδία της Εμπορικής Τραπέζης, η Νεανική Χορωδία Λεοντείου Λυκείου Ν. Σμύρνης, η Χορωδία του Λυκείου Ελληνίδων και η Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Πυλαρινού.
Στο ένθετο του cd ο Μίκης Θεοδωράκης έγραφε για τη νέα εκτέλεση με τον Γιάννη Κότσιρα:
Το «Πνευματικό Εμβατήριο» και το «Άξιον Εστί» κυκλοφορούν με νέους ερμηνευτές. Είναι η τρίτη, αν δεν κάνω λάθος, ελληνική έκδοση του έργου μέσα σε σαράντα περίπου χρόνια κι αυτό το γεγονός από μόνο του δείχνει τη σημασία, το βάρος και την ευθύνη του εγχειρήματος. Θέλω να υπογραμμίσω και να εξάρω την παρουσία του Γιάννη Κότσιρα χωρίς φυσικά να υποτιμώ την αξία και τη συμβολή των άλλων συντελεστών.
Όμως ο ρόλος του Λαϊκού Τραγουδιστή υπήρξε και είναι ρόλος – κλειδί γι’ αυτά τα δύο Λαϊκά Ορατόρια ακριβώς γιατί αφ’ ενός επιβεβαιώνει με τον καλλίτερο τρόπο την πεμπτουσία του λαϊκού μουσικού στοιχείου και αφ’ ετέρου τα «παντρεύει» μέσω της μαγείας που εξασκεί η γνήσια λαϊκή φωνή και ερμηνεία με το πλατύ κοινό της χώρας μας.
Μετά τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Γιώργο Νταλάρα έρχεται τώρα να σταθεί στο πλάι τους άξιος συνεχιστής ο Γιάννης Κότσιρας.
Αντώνης Ρέμος
O Αντώνης Ρέμος συμμετείχε στη μεγάλη συναυλία προς τιμή του Μίκη Θεοδωράκη, η οποία δόθηκε το 2019 στο Καλλιμάρμαρο.
Παρουσία του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη, του Προέδρου της Δημοκρατίας, ανθρώπων του πολιτικού, δικαστικού, πνευματικού, αθλητικού και καλλιτεχνικού κόσμου, αλλά και των χιλιάδων θεατών που γέμισαν ασφυκτικά το στάδιο, ο κορυφαίος Έλληνας καλλιτέχνης ερμήνευσε δύο από τα πιο γνωστά κι αγαπημένα κομμάτια του συνθέτη, τα «Μαργαρίτα Μαγιοπούλα» και «Στα Περβόλια».
Παράλληλα, ο Αντώνης Ρέμος ένωσε τη φωνή του με εκείνη των συναδέλφων του που συμμετείχαν στην εκδήλωση, σε κομμάτια όπως «Τη Ρωμιοσύνη Μην Την Κλαις», τιμώντας το συνθέτη σύμβολο των πανανθρώπινων αξιών και του οικουμενικού ελληνικού πολιτισμού.
Τη συναυλία, με συμβολικό τίτλο τον στίχο του Μίκη Θεοδωράκη «Είσαι Έλληνας – Αυτό που ήσουν κάποτε, θα γίνεις ξανά», από το ομώνυμο τραγούδι του, διοργάνωσε η Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» και συμμετείχαν 25 καλλιτέχνες και 3 χορωδίες.
Σάκης Ρουβάς
Η απόφαση του Σάκη Ρουβά να αποδεχτεί την πρόταση και να ερμηνεύσει το «Άξιον Εστί» σε συναυλία του Δήμου Νέας Σμύρνης για τα 90 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη προκάλεσε αρκετά αρνητικά σχόλια.
O Θεοδωράκης υπερασπιζόμενος τον Σάκη Ρουβά σε σχετική του επιστολή, δήλωνε χαρακτηριστικά ότι το έργο, από τη στιγμή που θα δημιουργηθεί, ξεφεύγει ακόμα και από τον ίδιο το δημιουργό, που δεν έχει δικαίωμα να κρίνει δικτατορικά ποιος είναι «άξιος» να το ερμηνεύσει και ποιος όχι. Μόνος κριτής είναι το κοινό και ο χρόνος».
Αναλυτικά έγραφε ο Μίκης Θεοδωράκης στην επιστολή του:
«Επειδή τελευταία γράφτηκαν πολλές ανακρίβειες με αφορμή τη συμμετοχή του κ. Ρουβά στην συναυλία που διοργανώνει ο Δήμος Νέας Σμύρνης με το «Άξιον Εστί», αναγκάζομαι να διευκρινίσω τα εξής:
1) Είναι γνωστές οι απόψεις μου για το θέμα των «απαγορεύσεων», τις οποίες απόψεις υποστηρίζω εδώ και δεκαετίες και συνοψίζονται στα εξής: Πιστεύω ότι το έργο από τη στιγμή που θα δημιουργηθεί, ξεφεύγει ακόμα και από τον ίδιο τον δημιουργό, που δεν έχει δικαίωμα να κρίνει δικτατορικά ποιος είναι «άξιος» να το ερμηνεύσει και ποιος όχι. Μόνος κριτής είναι το κοινό και ο χρόνος. Αυτοί τελικά κρίνουν τι θα πάει στα σκουπίδια και τι θα μείνει για πάντα. Θα πρέπει επίσης να πω ότι θεωρώ την χειρότερη εκτέλεση πολύ καλύτερη από μια απαγόρευση.
2) Όχι, δεν ήταν δική μου απόφαση η επιλογή του κ. Ρουβά, όπως αναληθώς βλέπω να αναγράφεται σε διάφορες ιστοσελίδες. Την πληροφορήθηκα εκ των υστέρων, ως τετελεσμένο γεγονός, από τον μαέστρο κ. Ορφανίδη, που μίλησε εδώ και αρκετές μέρες με την γραμματέα μου, στην οποία και ανακοίνωσε την απόφαση του Δήμου Νέας Σμύρνης να οργανώσει τιμητική για τα 90 μου χρόνια συναυλία με το «Άξιον Εστί», καθώς και τα ονόματα των συντελεστών, στην επιλογή των οποίων δεν είχα την παραμικρή ανάμιξη.
3) Η όλη ιστορία με προκαλεί να τελειώσω την δήλωσή μου αυτή με τις εξής σκέψεις:
Η Μουσική μου και φυσικά και το «Άξιον Εστί» γνώρισε κατά καιρούς απαγορεύσεις από πολλές και διαφορετικές πλευρές. Χούντες, κόμματα, πολιτικές νεολαίες, εφημερίδες, τηλεοράσεις… Πώς να ξεχάσω την επιστολή ακόμα και των δικηγόρων του ίδιου του Ελύτη, την εποχή που ήμουν Γεν. Δ/ντής Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ, στην οποία όπως έγραφαν, «δεν ήταν σίγουροι για την ποιότητα της εκτέλεσης» (κι ας ήμουν εγώ στο πόντιουμ του μαέστρου και ο Μπιθικώτσης στον ρόλο του λαϊκού τραγουδιστή…). Για την ιστορία να πω ότι η συναυλία εκείνη δόθηκε συνολικά 3 φορές στο Ηρώδειο λόγω της πρωτοφανούς ανταπόκρισης του κοινού.
Ελληνικές Δισκογραφικές Εταιρίες που πλούτισαν από το έργο μου, απέσυραν συχνά τους δίσκους μου από το εμπόριο, ενώ πολλοί τραγουδιστές μου, για πολιτικούς ή άλλους λόγους, διέγραφαν τα έργα μου από το ρεπερτόριό τους.
Και διερωτώμαι: Ποια ήταν η αντίδραση των «φίλων της μουσικής μου» σε όλες αυτές τις περιπτώσεις; Απολύτως καμμία! Ούτε ένας Έλληνας δεν θεώρησε χρέος του να υπερασπίσει το έργο μου σε όλες αυτές τις απαγορεύσεις και αποκλεισμούς! Ούτε ένας! Και ξαφνικά βλέπω τώρα να γεμίζει το Ιντερνετ και ο τύπος από δεκάδες δημοσιεύματα «υπερασπιστών του έργου μου», που ζητούν να προστεθώ κι εγώ ο ίδιος στον μακρύ κατάλογο αυτών που κατά καιρούς το απαγόρευσαν. Και γιατί; Διότι, λένε, ο συγκεκριμένος ερμηνευτής ανήκει στην «υποκουλτούρα». Όμως τι σημαίνει άραγε ο όρος αυτός; Το θέμα είναι μεγάλο και πολύπλοκο και εξαρτάται από την οπτική γωνία του καθενός.
Σε ό,τι με αφορά, τι θέλετε να σκεφτώ, όταν βλέπω το έργο μου (που το θεωρούν υποτίθεται ποιοτικό) να μην υπάρχει στη χώρα μου; Και πώς να υπάρχει όταν βρίσκεται επί δεκαετίες ολόκληρες αντιμέτωπο με καταστάσεις σαν αυτές που ανέφερα πιο πάνω, με την ανοχή (στην καλύτερη περίπτωση) και τη σιωπή του θεωρούμενου προοδευτικού χώρου, δηλαδή τουλάχιστον του 60% του λαού μας;
Τι θα πρέπει άραγε να σκεφτώ εγώ που αφιέρωσα τη ζωή μου στην πραγματική Ελληνική Αριστερά και χάρισα στον Λαό μας έργα σαν το «Άξιον Εστί» που από τη μια τα θεωρούν, όπως λένε, υποδείγματα της «καλής κουλτούρας», κι από την άλλη ανέχονται τις κατά καιρούς απαγορεύσεις και το μποϋκοτάζ τους, ακόμα κι από τις ίδιες τις παρατάξεις στις οποίες ανήκουν; Τι να σκεφτώ βλέποντας όλους αυτούς τους ανέκαθεν απόντες να ξυπνούν μόνο στην περίπτωση Ρουβά και να ξεσπαθώνουν λαύροι απαιτώντας από μένα να απαγορεύσω τη συμμετοχή του;
Από όλα αυτά προκύπτει ότι η έννοια της υποκουλτούρας για μένα είναι διαφορετική απ’ ό,τι είναι για κείνους. Είναι, πιστεύω, φυσικό να θεωρώ την γενικευμένη ηθική υποκουλτούρα, μέσα στην οποία καταδικάστηκα να ζω, ως απείρως χειρότερη από εκείνη που σχετίζεται με την Τέχνη και τα δυσδιάκριτα σύνορα ανάμεσα στις πολλές και ποικίλες της εκφάνσεις».