Οι ανατιμήσεις που υπάρχουν σε μια σειρά προϊόντα και υπηρεσίες έχουν προκαλέσει τεράστια ανησυχία στους καταναλωτές, το θέμα απασχολεί όλο τον κόσμο της αγοράς, ενώ η κυβέρνηση ετοιμάζεται να προχωρήσει σε ανακοινώσεις στη ΔΕΘ.
Ο καθηγητής Παναγιώτης Πετράκης από το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών επιχείρησε να εξηγήσει πώς έχει η κατάσταση, ενώ εκτίμησε ότι η αποκλιμάκωσή τους θα έρθει μέχρι το καλοκαίρι του 2022.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, η επανεκκίνηση των οικονομιών με την ξαφνική αύξηση της ζήτησης και οι διακοπές στις γραμμές εφοδιασμού σε βασικά προϊόντα, ευθύνονται κατά κύριο λόγο για τις ανατιμήσεις που απασχολούν την οικονομία και τελικά τον καταναλωτή. Ωστόσο, «υπάρχει και μια συγκυρία παραγόντων που είναι εντυπωσιακή», τόνισε ο Παναγιώτης Πετράκης, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και την εκπομπή «Ναι μεν Αλλά» με την Ευαγγελία Μπαλτατζή.
Πολλοί και διαφορετικοί οι παράγοντες
Η συγκυρία στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Πετράκης περιλαμβάνει μια σειρά παραγόντων, από γεωστρατηγικά ζητήματα που σχετίζονται με τον φυσικό αγωγό στην Βόρεια Ευρώπη, μέχρι τις χαλαζοπτώσεις και την κακοκαιρία στην Βραζιλία που αύξησε την τιμή του καφέ, αλλά και την άνοδο στην τιμή του φυσικού αερίου που σχετίζεται με τον covid, διότι το υγροποιημένο φυσικό αέριο πάει προς Κίνα και Ινδία. «Έρχεται λοιπόν μια συγκυρία που διαμορφώνει ένα κύμα ανατιμήσεων της τάξης του 5%, ωστόσο σε επίπεδο χρόνου η εκτίμηση είναι ότι δεν μεταβάλλονται οι αρχικές προβλέψεις και ότι τελικά αυτές οι αυξήσεις κατά κάποιο τρόπο θα ισορροπήσουν εκεί που ήταν και πριν» σημείωσε ο κ. Πετράκης.
Η επίσημη εκδοχή είναι αισιόδοξη με την έννοια ότι αυτές οι ανατιμήσεις θα απορροφηθούν στην πορεία του χρόνου και μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2022, δηλαδή θα επανέλθουν στα προηγούμενα επίπεδα.
Για την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος
Στο ζήτημα της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος εστίασε ο καθηγητής, μιλώντας για την αύξηση στους λογαριασμούς του Σεπτεμβρίου που αναμένεται να κυμανθεί στο 15%-20%, ενώ αυτοί που έχουν συνεργασία με ιδιώτες παραγωγούς ήδη την έχουν αντιληφθεί, καθώς η ΔΕΗ προσπάθησε να το κρατήσει έναν μήνα αργότερα. Ο κ. Πετράκης ανέφερε σχετικά με τις αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα ότι έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο η ξηρασία του καλοκαιριού.
«Αποστέρησε τα υδραυλικά εργοστάσια, δημιούργησε μεγάλη αναταραχή και ξαφνικά εμείς αρχίσαμε να ζητάμε πολύ μεγάλη ενέργεια λόγω του καύσωνα. Τότε πληρώσαμε χονδρική για να τα αγοράσουμε, τώρα θα πληρώσουμε στην λιανική για να αποζημιωθούν αυτοί που έδωσαν τα χρήματα τον Αύγουστο».
Η ευρύτερη συγκυρία της ύπαρξης άφθονης ρευστότητας σε κεντρικό επίπεδο, τις Κεντρικές τράπεζες και των περιορισμών παραγωγής που υπάρχουν σε παγκόσμιο επίπεδο, είτε λόγω της μετάλλαξης Δέλτα που μας κλείνει μέσα σε κάποιο βαθμό, είτε διότι οι γραμμές παραγωγής έχουν κλονιστεί, άρα υπάρχει μια προοπτική που ενδεχομένως να δημιουργήσει μια συγκυρία παρόμοια με το 1970, που συνυπήρχε ο υψηλός πληθωρισμός και περιορισμοί στην παραγωγή λόγω της αύξησης της τιμής του πετρελαίου.
Δημιουργούνται κάποιες συγγενείς καταστάσεις , οι απαισιόδοξοι αναλυτές λένε ότι μπορεί να διατηρηθούν αυτά πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα άρα οι αυξήσεις να πάρουν έναν μόνιμο χαρακτήρα, υπάρχει και αυτή η ανάλυση στο τραπέζι. Αν γίνει αυτό, θα αυξηθούν τα επιτόκια, που θα οδηγήσει σε κρίση χρέους.
Για την αύξηση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη
Σχετικά με την αύξηση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη τον Αύγουστο, ο κ. Πετράκης σχολίασε ότι παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το αν θα αποφασίσει αύξηση ή όχι στα επιτόκια, γιατί έχει σαν όριο το 2%. «Το ότι έναν μήνα ανέβηκε στο 3% δεν σημαίνει κάτι. Θα αξιολογηθεί σε ετήσια βάση και η γενική εκτίμηση είναι ότι δεν θα υπερβεί το 2%, πιθανόν να είναι και χαμηλότερος», σημείωσε ο κ. Πετράκης.
Αν διατηρηθούν οι πληθωριστικές πιέσεις πέρα του τριμήνου του 2022 τότε προφανώς η ΕΚΤ θα πρέπει να αναθεωρήσει ορισμένα πράγματα. «Η επικρατούσα άποψη λέει ότι αυτό δεν συμβεί γιατί θα δούμε το 4ο κύμα πανδημίας να απομειώνεται και κατά κάποιο τρόπο να αποκτούμε τον έλεγχο της κατάστασης, στις δυτικές οικονομίες αλλά και στην Κίνα, και εκτιμάται ότι δεν θα υπάρξει μεταβολή».