«Καιγόταν» ο τόπος την ημέρα που αναζήτησα τον Θεόδωρο Παπακώστα στο τηλέφωνο. Και όση ώρα σχημάτιζα τον αριθμό του προσπαθούσα να εντοπίσω έναν χώρο δροσερό να του προτείνω για τη συνάντησή μας, δεδομένου ότι εκείνο το πρωινό το θερμόμετρο είχε ήδη «χτυπήσει» 42 βαθμούς Κελσίου και οι επόμενες ημέρες προβλέπονταν ακόμη πιο ζεστές. Η πληροφορία ότι ζει στη Θεσσαλονίκη και πως υπήρχε μόνο μία μέρα διαθέσιμη για τη συνέντευξη, καθώς την παρεπομένη θα έφευγε για διακοπές, ακούστηκε σαν δροσερή καλοκαιρινή μπόρα. Καμία μετακίνηση. Ολα θα γίνονταν από την ασφάλεια ενός δωματίου με κλιματιστικό. «Σκέφτεστε με αυτή τη ζέστη να κλεινόμασταν στο ασανσέρ και να μιλούσαμε για αρχαιολογία;» με ρώτησε παραφράζοντας το τίτλο του βιβλίου του «Χωράει όλη η αρχαιότητα στο ασανσέρ;» (εκδ. Key Books) που μέσα σε κάτι λιγότερο από δύο μήνες έχει φτάσει στην τρίτη ανατύπωση και τα 15.000 αντίτυπα. Απέφυγα να πάρω θέση. Οσο κι αν στις σελίδες του βιβλίου του μια «δύσκολη» για κάποιους και «βαρετή» για κάποιους άλλους επιστήμη, όπως η αρχαιολογία, είχε φορέσει ένα ποπ προσωπείο κι είχε όρεξη να συστήσει στους αναγνώστες τους ούγκανους προϊστορικούς ανθρώπους και τον Μεγαλέκο (ή Μεγκάλεξ αν προτιμάτε) ή να τους εξηγήσει για ποιον λόγο τα αγγεία της γεωμετρικής εποχής δεν είχαν ως διακόσμηση ούτε ένα «μπαρμπαδάκι», η αλήθεια είναι πως δεν θα ήθελα – τουλάχιστον εκείνες τις ημέρες με το θερμόμετρο να δείχνει 43 βαθμούς Κελσίου – να τη συναντήσω με κλεισμένη σε έναν ανελκυστήρα, όπως οι δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας: δύο άγνωστοι άνδρες, που εγκλωβίστηκαν στον γυάλινο θάλαμο ενός εμπορικού κέντρου και μέχρι να πράξει τα δέοντα η Πυροσβεστική ο ένας πρόλαβε να διηγηθεί στον άλλο εν συντομία, με χιούμορ και παρεϊστικό λεξιλόγιο την ελληνική αρχαιότητα – «από τη βαθιά προϊστορία μέχρι το τέλος της» – τρώγοντας πατατάκια.
Δεν ξέρω επίσης πόσοι αρχαιολόγοι – ιδιαίτερα μεγαλύτερης ηλικίας – θα ήταν έτοιμοι να ακούσουν ότι η Θήβα ήταν one-hit wonder, ότι η Σεμέλη, η μητέρα του Διονύσου, ήταν λίγο χάπατο κι ότι στις επιτυχίες της κλασικής εποχής συμπεριλαμβάνεται και το «Συ μου χάραξες πορεία, συ γλυκιά φιλοσοφία». Σίγουρα όμως αυτή η προσέγγιση έχει το δικό της, ευρύ κοινό, που ανέβασε ψηλά στις λίστες με τα ευπώλητα σε ελάχιστο χρόνο το βιβλίο του 43χρονου δόκτωρα Αρχαιολογίας, ο οποίος φαίνεται πως έχει πιάσει τον σφυγμό της εποχής, αφού πριν αποφασίσει να μεταφέρει τις γνώσεις του συνεπτυγμένες σε 290 σελίδες, είχε ήδη αποκτήσει περί τους 42.000 φανατικούς ακολούθους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εδώ και περίπου δύο χρόνια, ενώ πλέον ο ίδιος και οι αρχαιολογικές ιστορίες του να είναι παρόντα σε όλες τις γνωστές ψηφιακές πλατφόρμες με το προσωνύμιο Archaeostoryteller. Πίσω από την περσόνα που έχει κατακτήσει τους φίλους των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και πλέον και τους βιβλιόφιλους, βρίσκεται ένας διδάκτωρ Αρχαιολογίας, με σπουδές στην Αγγλία και την Ελλάδα και συμβασιούχος της αρχαιολογικής υπηρεσίας, που ενδιαφέρεται με πάθος για την αρχαιολογία κοινού.
Η απογύμνωση της αρχαιολογίας από την αυστηρή επιστημονική της ορολογία αποκαλύπτει πως είναι παρεξηγημένη ως επιστήμη;
Είναι όντως ταλαιπωρημένη διότι το αντικείμενό της είναι κτήμα ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Δεν ισχύει αυτό για όλες τις επιστήμες;
Οριζόμαστε από τον χωροχρόνο, από την οικογένεια, τη χώρα, τη φυλή στις οποίες ανήκουμε. Η αρχαιολογία είναι εύκολα παρεξηγήσιμη διότι πολλοί συντηρούν ιδεολογίες και νοοτροπίες του παρελθόντος, ενίοτε εσφαλμένες, και δυσκολεύονται να σπάσουν ταμπού και αντιλήψεις που έχουν δομηθεί στην κοσμοθεωρία των προγόνων τους.
Ποια είναι η μεγαλύτερη παρεξήγηση;
Είναι πολλές. Μία από τις μεγαλύτερες είναι πως είμαστε το επίκεντρο της αρχαιολογίας παγκοσμίως. Οτι όλα ξεκίνησαν από εδώ, ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου, ότι δώσαμε τα φώτα στην ανθρωπότητα. Προφανώς και είναι αναγνωρισμένη παγκοσμίως η αξία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού κυρίως σε τομείς όπως η τέχνη, η φιλοσοφία και η επιστήμη, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι παγίδα να βαυκαλιζόμαστε για το τι προσφέραμε και το αντιλαμβανόμαστε. Παραδεχόμαστε πόσο βαριά μας πέφτει η αρχαιοελληνική κληρονομιά, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, και πόσο δύσκολο είναι να τη διαχειριστούμε. Γι’ αυτό και σκοπός πίσω από το πρότζεκτ που κάνω είναι να πάψει η αρχαιολογία να είναι ιερή αγελάδα, την οποία θα πρέπει μόνο να θαυμάζουμε χωρίς να την αγγίζουμε. Είναι εύλογο να θαυμάζεις ένα ένδοξο παρελθόν. Πρέπει, ωστόσο, να σταματήσεις να το αγιοποιείς και να το φέρεις κοντά σου. Η Ιστορία δεν είναι αγία. Είναι ξεκάθαρα πόρνη. Είναι αιματοβαμμένη, έχει φρίκες, χαρές, έχει εντυπωσιακά και θλιβερά πράγματα. Και δεν είναι γραμμική. Εχει σκαμπανεβάσματα.
Πού οφείλεται αυτή η παρεξήγηση;
Ζούμε σε μια χώρα που έχει πολλούς αιώνες αρχαιολογικής κληρονομιάς, που την έχουν λατρέψει σε κάποια φάση οι Ευρωπαίοι των οποίων θέλαμε τη στήριξη. Ο φιλελληνισμός όμως έχει και μια χροιά αποικιοκρατίας, οπότε μπήκαμε στη διαδικασία: τι θέλει ο Ευρωπαίος; Αυτό θα του δώσω διότι ορίζομαι μέσα από τα μάτια του «κατακτητή» μου. Ετεροκαθοριστήκαμε. Τώρα αυτοκαθοριζόμαστε, και τώρα αναγιγνώσκουμε την κληρονομιά μας μέσα από μια οπτική που πριν από τρεις ή τέσσερις δεκαετίες δεν την είχαμε. Αν έλεγες τη δεκαετία του ’80, για παράδειγμα, ότι η μυθολογία κρύβει μεγάλο σεξισμό θα σε κοιτούσαν σαν εξωγήινο. Ολοι, μα όλοι οι μύθοι γράφτηκαν από άνδρες. Τώρα όμως μας απασχολεί το θέμα για πρώτη φορά. Το παρελθόν έχει περάσει κι έχει τελειώσει. Η μελέτη του είναι για το μέλλον. Και το μεγαλύτερο δώρο του παρελθόντος είναι ότι μας θυμίζει πως υπάρχει μέλλον.
Πώς μπορεί να γίνει αποαγιοποίηση του παρελθόντος όταν ακόμη και από επίσημα χείλη εργαλειοποείται για να ικανοποιηθεί το εθνικό αφήγημα που έχει ανάγκη κάθε εποχή, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις ανασκαφές στη Βεργίνα παλαιότερα και την Αμφίπολη πιο πρόσφατα;
Η τόνωση του εθνικού φρονήματος είναι ένα θέμα στην Ελλάδα. Αισθανόμαστε μονίμως την απειλή ότι κάποιος θα ακυρώσει την ελληνικότητά μας. Είναι, όμως, ελάχιστες οι εθνικιστικές κραυγές εντός της επιστημονικής κοινότητας, η οποία επιχειρεί να κρατά τη μελέτη του παρελθόντος πολύ καθαρή από τέτοιες καταχρήσεις. Υπάρχουν άλλες δυνάμεις που σπρώχνουν τον κόσμο σε παρανοήσεις. Πώς βγαίνουν αρχαιολογικά συμπεράσματα τόσο γρήγορα, όσο στην Αμφίπολη; Η αρχαιολογία δεν είναι Χόλιγουντ, να λύνεται ο γρίφος αμέσως για να προχωρήσει η πλοκή της ταινίας. Μπορεί να χρειαστούν και δεκαετίες για να εξαχθούν συμπεράσματα και πάλι να μην καταλήξουμε ή να αλλάξουμε ρότα. Δεν είναι, λοιπόν, οι αρχαιολόγοι που προκαλούν τις εθνικιστικές εξάρσεις, αλλά δεν είμαστε και μόνο εμείς στο παιχνίδι.
Πώς γεννήθηκε ο Archaeostoryteller;
Σχεδόν τυχαία. Διάβαζα μια μέρα για ένα αγγείο και συνειδητοποίησα πόσο ωραίο είναι. Εκανα μια ανάρτηση, άρεσε στους ελάχιστους φίλους που είχα τότε στο Instagram και μου ζήτησαν μια ακόμη. Είπα μια δεύτερη, μια τρίτη και μετά τις δέκα ιστορίες διαπίστωσα ότι όλο αυτό θα μπορούσε να γίνει πιο συστηματικό κι ότι είναι κι αυτός ένας τρόπος να μεταδοθεί αρχαιογνωστική πληροφορία. Κράζουμε και δαιμονοποιούμε τα κοινωνικά δίκτυα, όμως εκεί υπάρχει κι ένα μέρος του κοινού που αναζητά διαφορετική πληροφόρηση. Ας μην ξεχνάμε ότι η μόρφωση δεν είναι παρά συλλογή πληροφοριών.
Στα story και στο βιβλίο σας κυριαρχούν το χιούμορ, οι ζωντανοί διάλογοι, αλλά κάποιες φορές αναπάντεχη για τέτοιου είδους ζητήματα εκλαΐκευση. Πώς τίθενται τα όρια;
Η επικοινωνία της επιστήμης έχει μεγάλο φάσμα και ο καθένας διαλέγει πούθέλει να τοποθετηθεί. Σημασία έχει, επίσης, σε ποιο κοινό απευθύνεσαι κι εγώ έχω επιλέξει να απευθύνομαι σε πιο νεανικό κοινό – κάτω των 50 ετών -, όπως επιλέγω και λίγη παραπάνω εκλαΐκευση με περισσότερο χιούμορ. Ισως να μη μου έβγαινε, να γινόταν βαρετό αν δεν το έκανα έτσι. Επιλέγω να είμαι κατά τι πιο τολμηρός, συνειδητά, διότι θεωρώ ότι ουσία έχει εκείνο το στοιχείο που μπορεί να πειράξει λίγο μόνο. Δεν χρησιμοποιώ ποτέ βωμολοχίες διότι δεν μου ταιριάζει. Ο θεωρητικός της αρχαιολογίας για τα μουσεία, ο Κρίστοφερ Τίλι, έχει πει ότι «το μουσείο πρέπει να σοκάρει», κάτι που έχει εφαρμογή όμως σε όλους τους τομείς της αρχαιολογίας. Και η επικοινωνία της επιστήμης πρέπει να σοκάρει, να δημιουργεί άλλες συνάψεις. Πρέπει να τσιγκλιστούμε για να ξεκολλήσουμε από τη θέση όπου είμαστε, διαφορετικά θα συγκαούμε στο τέλος.
Ο χρήστης που θα διαβάσει τις αναρτήσεις σας – ορισμένες ακόμη και με αναφορές σε ελληνικές τηλεοπτικές σειρές όπως το «Ρετιρέ» – θα πεισθεί, πιθανόν, να επισκεφθεί ένα μουσείο, αλλά όταν το πράξει θα βρεθεί προ της δυσάρεστης έκπληξης να διαβάσει τις πινακίδες που θα τον ενημερώνουν ότι βλέπει ένα ενώτιο, μια αρύταινα, έναν ηθμό. Ποιος θα του εξηγήσει ότι μέσα στην προθήκη υπάρχουν ένα σκουλαρίκι, μια κουτάλα κι ένα σουρωτήρι;
Πράγματι, γιατί να μην πούμε κουτάλα; Και γιατί να μη βάλουμε και τις δύο λέξεις μαζί; Ιεροποιούμε τις λέξεις. Υπάρχει ένα στοίχημα με τα μουσεία που είναι νομοτελειακά χαμένο διότι το μουσείο καλείται να μιλήσει σε όλα τα κοινά. Τα μουσεία της τελευταίας 15ετίας είναι πιο φιλικά στον επισκέπτη, αλλά η πλειονότητα χρειάζεται ανακαίνιση. Ο χρόνος και το χρήμα που απαιτούνται, όμως, είναι ασύλληπτα. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει από τον φρέσκο υπάλληλο που έχει όρεξη να μεταδώσει την επιστήμη του στο ευρύ κοινό και ωραίες ιδέες έως τους συντηρητικούς και περιχαρακωμένους σε πιο παλιές νοοτροπίες που θεωρούν ότι το μουσείο οφείλει να είναι αποθήκη και θεματοφύλακας της αρχαιότητας και θεωρούν ότι είναι προσβολή για το μουσείο να βρει τρόπους να μιλήσει στη γλώσσα του κοινού. Δεν μπορώ να περιμένω ως ελέω Θεού θεματοφύλακας από το ευρύ κοινό να καταλάβει την ορολογία της επιστήμης μου, αλλά θα μεταφράσω αυτό που έχω να πω ώστε να το καταλάβει. Σε έναν βαθμό, όμως, και η συντηρητική προσέγγιση χρειάζεται για την ισορροπία. Αυτό που κάνω στο Instagram δεν θα πρέπει να περιμένετε ότι θα το δείτε στο μουσείο διότι είναι διαφορετικό το κοινό. Γενικά είναι δύσκολο να βρεθεί η χρυσή τομή ανάλογα με την περίπτωση, το μέσο και τους αποδέκτες.
Πώς αντιμετώπισαν οι συνάδελφοί σας το εγχείρημά σας;
Εξεπλάγην από την αντίδρασή τους ανά την Ελλάδα. Είδα κάποια φρυδάκια σηκωμένα και βεβαίως δεν μπορούν να συμφωνούν όλοι με τη δική μου προσέγγιση διότι δεν είμαι ούτε ο πρώτος, ούτε ο μόνος που κάνω επικοινωνία της επιστήμης, αλλά άνθρωποι που θαυμάζω και σέβομαι ήταν ένθερμοι και υποστηρικτικοί διότι στη χώρα μας συνήθως κράζουμε. Το συνάφι μάς κυνηγάει, αλλά έχω δεχτεί στήριξη από συναδέλφους και το εκτιμώ απεριόριστα.
Αρνητικές αντιδράσεις από τους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης εισπράξατε;
Παραδόξως μονοψήφιο αριθμό. Ενοχλούνται κυρίως από την εκλαΐκευση διότι έχουν τη νοοτροπία ότι το παρελθόν πρέπει να είναι καθαγιασμένο. Δεν το κρίνω, αλλά διαφωνώ. Θεωρώ ότι πρέπει να το προσεγγίζουμε χωρίς ταμπού. Ενα από τα ζητήματα που προκαλούν αντιδράσεις είναι η ομοφυλοφιλία. Μας δυσκολεύει να ακούσουμε ότι ήταν ζευγάρι οι Τυραννοκτόνοι – διάσταση που δεν τη μαθαίνουμε στο σχολείο. Δεν μας ενοχλεί να ακούσει το παιδί μας ότι ο Δίας απατά τη νόμιμη σύζυγό του; Μήπως να αναπροσαρμόσουμε κι εμείς το τι είναι αποδεκτό και τι όχι ώστε να μη δημιουργούνται εμμονές σεξισμού που καλό θα ήταν να μη διαιωνίζονται;
Υποδεχθήκατε κάποια ακραία αντίδραση;
Ναι, όταν έκανα μια ανάρτηση για τα κατοικίδια στην αρχαιότητα και συγκεκριμένα για τα σκυλάκια. Εχουμε αναφορές για διάφορες ράτσες γνωστές από την αρχαιότητα όπως οι μολοσσοί, αλλά κυκλοφορεί και μια άποψη χωρίς τεκμηρίωση ότι το κοκόνι είναι αρχαιοελληνική ράτσα. Μια κυρία πολύ θυμωμένη μου έγραψε «εσείς οι ανθέλληνες θα μας πάρετε και τα κοκόνια μας εκεί στην Κουμουνδούρου», προφανώς αναφερόμενη στον ΣΥΡΙΖΑ. Στο μεταξύ εγώ δεν ξέρω πού πέφτει η πλατεία Κουμουνδούρου στην Αθήνα διότι είμαι από τη Θεσσαλονίκη και επιπλέον δεν έχω σχέση με κανένα κόμμα. Την επόμενη φορά που θα κατέβω στην Αθήνα πρέπει να πάω να δω πού βρίσκεται.
Κάπου 500 μ. από τον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού.
Μια χαρά. Αμα μου μιλάτε με όρους αρχαίας γεωγραφίας μπορώ να αντιληφθώ τα πράγματα πολύ καλύτερα.