Ο Γάλλος ηθοποιός γεννήθηκε στις 9 Απριλίου του 1933 στα δυτικά του Παρισιού. Ο πατέρας του, Πολ Μπελμοντό, ήταν γλύπτης με ιταλικές ρίζες, μεταφέροντας το καλλιτεχνικό αίμα και στον γιο του, ο οποίος, όμως, στα εφηβικά του χρόνια δεν είχε φανερώσει καμία τέτοια κλίση. Αντιθέτως, δεν τα πήγαινε καλά στο σχολείο και το πάθος του σε αυτή την ηλικία ήταν το μποξ και το ποδόσφαιρο, ενώ μάλιστα έκανε και προπονήσεις μποξ.
Γύρω, όμως, στα 17, όταν κατάλαβε ότι το επαγγελματικό μποξ χρειαζόταν θυσίες που δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει, ειδικά εφόσον είχε να αναπτύσσει συμπάθεια για την υποκριτική, τα παράτησε. Ο ίδιος, μάλιστα, δήλωσε στο ξεκίνημα της καριέρας του ότι τόσο από την υποκριτική, όσο και από το μποξ δεχόταν χτυπήματα, με τη διαφορά ότι τα μεν αφορούσαν τις αξίες του και τα δε το σώμα του. Έτσι αποφάσισε να γλιτώσει από τα χτυπήματα στο σώμα του και να δέχεται μόνο τα υπόλοιπα, που αφορούσαν την ψυχολογία και τις αρχές του.
Η αρχή μιας τεράστιας καριέρας
Ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος ήρθε το 1958 με το Les copains du Dimanche και μετά από διάφορες συνεργασίες, όπως με τον σκηνοθέτη Μαρκ Αλεγκρέ στο Έγκλημα στην Place Pigalle (Sois belle et tais-toi, 1958) και το Τελευταίο Ραντεβού (Un drôle de Dimanche, 1958), τον Μαρσέλ Καρνέ στους Ζαβολιάρηδες (Les tricheurs, 1958), αλλά και τον ρόλο του ως Ντ’ Αρτανιάν στην τηλεοπτική ταινία Οι 3 σωματοφύλακες, ήρθε ο ρόλος που θα έκανε το όνομά του γνωστό σε μία ταινία που εκπροσωπούσε το «Νέο κύμα».
Το αναντίρρητο ταλέντο και η χαλαρή κινηματογραφική παρουσία του Ζαν Πολ Μπελμοντό έτυχαν της προσοχής του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, σε μια ευτυχή συγκυρία που θα απέδιδε σύντομα αριστουργήματα. Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, που μέχρι τότε είχε σκηνοθετήσει τρεις μικρού μήκους ταινίες, σκηνοθέτησε το 1960 το πασίγνωστο Με κομμένη την ανάσα (À bout de soufflé), όπου ο Μπελμοντό πρωταγωνιστεί ως κακοποιός που προσπαθεί να ξεφύγει από την αστυνομία και βρίσκει καταφύγιο σε μία εφήμερη ερωτική σχέση με μία Αμερικανίδα. Ο Μπελμοντό ενσάρκωσε τον χαρακτήρα του με μία ποιητική ελαφρότητα που κανείς Γάλλος ηθοποιός δεν είχε επιδείξει μέχρι τότε. Ο ρόλος του Μπελμοντό ως Μισέλ τον καθιέρωσε ως style-icon και παρ’ όλο που οι ρόλοι που προηγήθηκαν ήταν λιγοστοί και ο Μπελμοντό βρισκόταν μόλις στην αρχή της καριέρας του, η ταινία αυτή τον καθιέρωσε ως «κλασικό».
Το Με κομμένη την ανάσα εκτόξευσε τη φήμη του Γκοντάρ και του Μπελμοντό στα ύψη και εγκαινίασε με αριστουργηματικό τρόπο τη νέα σχολή κινηματογραφικής σκέψης που θα έμενε γνωστή ως Nouvelle Vague (Νέο Κύμα). Το γαλλικό σινεμά είχε βρει την απάντησή του στον Αμερικανό Τζέιμς Ντιν. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε κείμενο που έχει γραφτεί για τον Ζαν Πολ Μπελμοντό ξεκινάει και τελειώνει με μία αναφορά στο Με κομμένη την ανάσα. Το ντεμπούτο του Γκοντάρ δεν ήταν o καλύτερος ρόλος που έπαιξε ποτέ ο Μπελμοντό, αλλά ήταν με διαφορά η ταινία που αποφάσισε πως στο πρόσωπο του 27χρονου τότε ηθοποιού το νέο γαλλικό σινεμά είχε μόλις ανακαλύψει τον πρώτο του μεγάλο ήρωα.
Την ίδια χρονιά, ο Μπελμοντό έπαιξε στο φιλμ του Βιττόριο ντε Σίκα Η Ατιμασμένη (La ciociara, 1960), η οποία επέκτεινε τη φήμη του σε παγκόσμιο βεληνεκές.
Το 1961 ο Γκοντάρ τον επιστράτευσε και πάλι για το Η Κυρία θέλει έρωτα (Une femme est une femme) και την ίδια χρονιά έγινε ο Εφημέριος (Léon Morin, Prêtre) του Ζαν Πιερ Μελβίλ, αποσπώντας την πρώτη του υποψηφιότητα για βραβείο BAFTA καλύτερου ξένου ηθοποιού. Την επόμενη χρονιά ξανασυνεργάστηκε με τον Μελβίλ όταν υποδύθηκε τον Σιλιάν, έναν πληροφοριοδότη της αστυνομίας, στην ταινία Ο Χαφιές (Le Doulos), ένα διαμάντι του σινεμά που κατατάχθηκε από το περιοδικό Empire στις 500 καλύτερες όλων των εποχών. Την ίδια χρονιά βρέθηκε στο πλευρό της Κλαούντια Καρντινάλε στη θρυλική κομεντί του Φιλίπ Ντε Μπροκά Καρτούς (Cartouche).
Το 1963 έπαιξε στο Καυτό πεζοδρόμιο (Peau de banane) με τη Ζαν Μορώ και λίγο αργότερα βρέθηκε και πάλι στα χέρια του Μελβίλ για την ταινία Ο μεγάλος τυχοδιώκτης (L’ aîné des Ferchaux, 1963), όπου υποδύθηκε έναν νεαρό μποξέρ σε ρόλο σωματοφύλακα.
Προσπαθώντας να μην τυποποιηθεί, ο Μπελμοντό έπαιξε στον Άνθρωπο από το Ρίο (L’Homme de Rio, 1964) του Φιλίπ ντε Μπροκά, μία κομεντί περιπέτεια υποψήφια για Όσκαρ, που αποτέλεσε μεγάλη εμπορική επιτυχία στη Γαλλία και όπου ο Μπελμοντό πρωταγωνιστεί με την αδερφή της Κατρίν Ντενέβ, Φρανσουάζ Ντορλεάκ. Εκεί ο Μπελμοντό δείχνει μία στροφή από τη «Νουβέλ βαγκ» σε μία πιο εμπορική τάση, με τις κωμωδίες.
Οι επόμενες κινήσεις
Μακριά πια από τις σκηνοθετικές οδηγίες των σκηνοθετών του Νέου Κύματος, ο Μπελμοντό γύριζε με καταιγιστικούς ρυθμούς τη μία ταινία πίσω από την άλλη και στη φιλμογραφία του προστέθηκαν γκανγκστερικές ταινίες, μαύρες κωμωδίες, ανάλαφρες κομεντί, θρίλερ (όπως οι ταινίες του Μπροκά της εποχής), έχοντας κάνει πλέον σαφή στροφή προς το εμπορικό σινεμά.
Το 1970 ήταν και πάλι συμπρωταγωνιστής με τον Αλέν Ντελόν στο γκανγκστερικό Μπορσαλίνο (Borsalino) του Ζακ Ντερέ. Το 1971 βρέθηκε στην Ελλάδα μαζί με τον Ομάρ Σαρίφ για τα γυρίσματα της ταινίας Οι διαρρήκτες (Le casse, 1971) του Ανρί Βερνέιγ.
Το 1972 έπαιξε στη μαύρη κωμωδία Απίθανος, σατανικός και… ωραίος (Docteur Popaul) του Κλοντ Σαμπρόλ, έχοντας στο πλευρό του τη Μία Φάροου και τη Λάουρα Αντονέλι, και ερμήνευσε τον Πολ, ο οποίος ως πρώην γυναικάς, προσπαθεί να αναθεωρήσει τις απόψεις του, πιστεύοντας ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεται πλέον όμορφες γυναίκες. Το 1974 έπαιξε στη δραματική ταινία Stavisky… του Αλέν Ρενέ -ο οποίος αν και δεν ήταν ποτέ επίσημο μέλος του «Νέου Κύματος» η δουλειά του το υποστηρίζει- όπου ο Μπελμοντό βρέθηκε σε μία από τις πιο αντι-εμπορικές δουλειές της καριέρας του υποδυόμενος τον μεγαλοαπατεώνα επιχειρηματία Αλεξάντρ Σταβίσκι.
Η εμπορική αποτυχία της τελευταίας του ταινίας, έκανε τον Μπελμοντό να δείχνει απρόθυμος πλέον να συνεργαστεί με σκηνοθέτες του «Νέου Κύματος» και να αναζητά περισσότερο τις εμπορικές ταινίες, ξανά. Επόμενο βήμα η ταινία Ένας αξιολάτρευτος παλιάνθρωπος (L’ incorrigible, 1975) του Μπροκά, όπου ερμήνευσε και πάλι τον μικροαπατεώνα, και τα θρίλερ Τρόμος πάνω απ’ την πόλη (Peur sur la ville, 1975) και Εν ονόματι της βίας (L’ Alpagueur, 1976). Συνέχισε στο ίδιο μοτίβο και το 1979 πρωταγωνίστησε στην κομεντί Μπάτσος ή αλήτης (Flic ou Voyou), που σημείωσε μεγάλη επιτυχία, ξεκινώντας μία επιτυχημένη συνεργασία με τον σκηνοθέτη Ζορζ Λοτνέρ, την οποία συνέχισαν αργότερα με τις ταινίες Ο μάγκας με τα 1000 πρόσωπα (Le Guignolo, 1979), Ο επαγγελματίας (Le Professionnel, 1981), Ο πολυγαμικός (Joyeuses Pâques, 1984) και την ταινία μυστηρίου L’inconnu dans la maison (1992).
Σινεμά και θέατρο
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο Ζαν Πολ Μπελμοντό ήταν πια ένας σπουδαίος δραματικός και πολύπειρος ηθοποιός, ανεβαίνοντας ολοένα και πιο συχνά στο θεατρικό σανίδι. Το 1987 κέρδισε βραβείο Σεζάρ καλύτερου ηθοποιού για την ταινία Ο κυνηγός της περιπέτειας (Itinéraire d’un enfant gâté), έχοντας βραβευτεί λίγες φορές στη ζωή του, παρά το εύρος της καριέρας του.
Τη δεκαετία του 1990 οι κομεντί όπως το Désiré (1996) και το Ανάμεσα σε δυο μπαμπάδες (1 chance sur 2, 1998) όπου συνάντησε ξανά τον Αλέν Ντελόν, συνεχίστηκαν, αλλά ταυτόχρονα έκανε και πιο δημιουργικές δουλειές, όπως το Εκατό και μια νύχτες (Les cent et une nuits de Simon Cinéma, 1995) της Ανιές Βαρντά και τους Άθλιους (Les Misérables) πάνω στο έργο του Βικτόρ Ουγκώ, την ίδια χρονιά.
Τώρα ήταν αρκετά επιλεκτικός στους ρόλους του, αν και την καριέρα του ανέκοψε το εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη το 2001 και του στέρησε την ικανότητα της απρόσκοπτης ομιλίας. Στο σινεμά επέστρεψε ως ζωντανός θρύλος έπειτα από διάστημα εφτά ετών με τον Άνθρωπο και τον σκύλο του (Un homme et son chien, 2008), ερμηνεύοντας έναν άνθρωπο άστεγο και ηλικιωμένο που περιπλανιέται στο Παρίσι με τον σκύλο του, σύμφωνα με το Wikipedia.
Με κομμένη την ανάσα (1960)
Το Με κομμένη την ανάσα (πρωτότυπος τίτλος: À bout de souffle, αγγλ. Breathless) είναι περιπέτεια παραγωγής 1960 σε σκηνοθεσία και σενάριο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Πρόκειται για την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους που σκηνοθέτησε ο Γκοντάρ στην οποία ο Μπελμοντό έκανε το ντεμπούτο του ως ηθοποιός.
Η ταινία αποτελεί πρώιμο δείγμα του γαλλικού νέου κύματος και μαζί με τα 400 χτυπήματα (Les Quatre Cents Coups) του Τρυφώ και το Χιροσίμα, αγάπη μου (Hiroshima, Mon Amour), που γυρίστηκαν ένα χρόνο νωρίτερα επέφερε παγκόσμια αναγνώριση αυτού του νέου είδους κινηματογράφησης
Οι δυο αλήτες (1962)
Ο Ζαν Γκαμπέν και ο Μπελμοντό – δύο γενιές εμβληματικών ηθοποιών με παρόμοια σκληρά πρόσωπα – πρωταγωνίστησαν μαζί μόνο μία φορά, σε αυτή την κωμωδία για τη φιλία και το νόημα της ζωής. Ο Άλμπερτ (Γκαμπίν), ιδιοκτήτης ενός ξενοδοχείου σε ένα μικρό χωριό της Νορμανδίας, είναι ένας πρώην αλκοολικός που ορκίστηκε στη γυναίκα του ότι δεν θα ξαναπιεί αλλά του λείπουν οι προηγούμενες περιπέτειές του. Η άφιξη του Γκάμπριελ (Μπελμοντό), ενός νεαρού άνδρα που πίνει σκληρά και προσπαθεί να ξεχάσει έναν αποτυχημένο γάμο, τους βάζει σε αμφιβολία που σύντομα ξεφεύγει από τον έλεγχο. Στη Γαλλία, ο Μπελμοντό έγινε ο «κληρονόμος» του Γκαμπέν, ο οποίος ήταν τότε κοντά στα εξήντα και εκτιμήθηκε ως ο «νονός» του γαλλικού κινηματογράφου.
Ο Άνθρωπος από το Ρίο (1964)
Απαγωγή, κατάσκοποι, χαμένος θησαυρός και, φυσικά, αγάπη: Όλα τα συστατικά είναι σε ετοιμότητα σε αυτήν την περιπετειώδη ρομαντική φάρσα που οδηγείται από τη χημεία του Μπελμοντό στην οθόνη με την όμορφη, πνευματώδη Φρανσουάζ Ντορλεάκ (αδελφή της Κατρίν Ντενέβ, που πέθανε σε ένα αυτοκίνητο ατύχημα το 1967). Γυρισμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου στη Βραζιλία, η ταινία καθιέρωσε τον Μπελμοντό ως διεθνή σταρ, καθώς απεικόνισε έναν από τους πιο σκληρούς αλλά γοητευτικούς χαρακτήρες που έγιναν το σήμα κατατεθέν του.
Ο Επαγγελματίας (1981)
Ο Επαγγελματίας (γαλλικά: Le Professionnel) είναι μια γαλλική ταινία δράσης παραγωγής 1981, σε σκηνοθεσία του Ζωρζ Λοτνέρ και με μουσική του Ένιο Μορικόνε. Η ταινία είναι βασισμένη στη βραβευμένη νουβέλα ‘Death of a Thin-Skinned Animal’ του Πάτρικ Αλεξάντερ.
Η ταινία σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία, κόβοντας στην πρεμιέρα της 5.243.559 εισιτήρια, και ήταν στην τετάρτη θέση των ταινιών που προβλήθηκαν στη Γαλλία το 1981.