Εάν κανείς κοιτάξει τη ρητορική που ξεδιπλώνεται για την πανδημία από τη μεριά των σχεδιαστών των πολιτικών δημόσια υγείας, θα δει μια μετατόπιση από την «εξάλειψη» της πανδημίας στο να μπορέσει αυτή να τεθεί υπό έλεγχο και να μετασχηματιστεί σε μια «ενδημική» κατάσταση.
Αυτό προκύπτει από τη διαπίστωση ότι ακόμη και με υψηλά ποσοστά εμβολιασμού η διασπορά δεν σταματά, έστω και εάν όλα δείχνουν ότι ο συνδυασμός ανάμεσα στα υψηλά ποσοστά εμβολιασμού και τη φυσική νόσηση διαμορφώνει μια κατάσταση όπου σταδιακά το κόστος σε ζωές ή ο κίνδυνος σοβαρής νόσησης μειώνονται σημαντικά.
Ωστόσο, σε διάφορες περιστάσεις επανέρχεται στη συζήτηση η στρατηγική της εξάλειψης που συχνά περιγράφεται ως στρατηγική Zero Covid, δηλαδή μια στρατηγική που αποσκοπεί στο να εκμηδενιστεί η διασπορά της νόσου μέσα από περιοριστικά μέτρα (από την απομόνωση των κρουσμάτων έως τα λοκντάουν) και τον μαζικό εμβολιασμό.
Διαφορετικά επίπεδα αντιμετώπισης επιδημιών
Όταν μιλάμε για ένα λοιμώδες παθογόνο μπορούμε να δούμε διάφορα επίπεδα ως προς την αντιμετώπισή του, διαφορετικές εκδοχές «εξάλειψης» με βάση και την εμπειρία που έχουμε από την αντιμετώπιση ασθενειών.
Στην πραγματικότητα μέχρι τώρα έχουμε πετύχει την πλήρη εξαφάνιση (extinction) μόνο της ευλογιάς. Δηλαδή, δεν υπάρχει ούτε η νόσος, ούτε το παθογόνο ελεύθερο στη φύση (υπάρχει δυστυχώς μόνο σε εργαστήρια βιολογικού πολέμου).
Επιπλέον έχουμε κάνει σημαντική πρόοδο προς την εκρίζωση (eradication) ασθενειών όπως η πολυομυελίτιδα ή η ιλαρά. Η εκρίζωση αναφέρεται στη μόνιμη εκμηδένιση της μόλυνσης σε παγκόσμια κλίμακα ως αποτέλεσμα συνειδητών προσπαθειών και με τρόπου που πια δεν χρειάζονται άλλα μέσα.
Ακόμη έχουμε κάνει βήματα στην εξάλειψη (elimination) ασθενειών, που σημαίνει τον ριζικό περιορισμό στα όρια της εκμηδένισης της εμφάνισης μια ασθένειας σε μια γεωγραφική και πάλι με απαίτηση για συνεχή μέτρα για να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση. Αυτό για παράδειγμα έχει συμβεί με τη λύσσα ή το τράχωμα σε αρκετές περιοχές.
Και έχουμε πετύχει τον έλεγχο ασθενειών όπως, δηλαδή έχουμε περιορίζει τη συχνότητα εμφάνισης, την εξάπλωση, τη νοσηρότητα και τη θνητότητα σε ανεκτά επίπεδα, αλλά με τρόπο που απαιτεί συνεχή προσπάθεια. Ο τέτανος ή η χολέρα είναι τέτοια παραδείγματα.
Υπάρχουν επίσης λοιμώδεις ασθένειες που δεν έχουμε καταφέρει να τις εκριζώσουμε ή να τις εξαλείψουμε, όπως π.χ. την ελονοσία ή τη φυματίωση.
Πώς προέκυψε η στρατηγική Zero Covid;
Τώρα στην περίπτωση της Covid-19 θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένα είδος εξάλειψης, αν και συχνά στη σχετική συζήτηση υπήρχε μια ασάφεια ως προς το ακριβώς εννοούσαν όσοι αναφέρονταν σε εξάλειψη.
Σε μεγάλο βαθμό ρόλο έπαιξε το παράδειγμα του SARS. O τρόπος που στο τέλος όχι μόνο τελείωσε η επιδημία αλλά και δεν κυκλοφορούσε πλέον ο ιός, ύστερα από μέτρα περιορισμού της διασποράς, θεωρήθηκε ότι έδινε ένα παράδειγμα.
Βεβαίως αυτό που συχνά προσπερνιόταν ήταν ότι ο SARS παρά την υψηλή του νοσηρότητα και θνητότητα, δεν ήταν τόσο μεταδοτικός όσο οι παραλλαγές του SARS-COV-2 και αυτό επέτρεψε τον περιορισμό και τελικά την εξάλειψη.
Αυτό ενισχύθηκε από τον τρόπο που φάνηκε να αντιμετωπίζει την πανδημία η Κίνα, μέσα από μια εκτεταμένη εφαρμογή μέτρων καραντίνας και λοκντάουν που έλεγξαν το επιδημικό κύμα στη Γουχάν και κατάφεραν να αποτρέψουν μεγάλα ξεσπάσματα στην υπόλοιπη Κίνα.
Ενισχύθηκε αυτή η οπτική και από τα παραδείγματα χωρών που φάνηκε να μπορούν να εφαρμόσουν έγκαιρα πρακτικές ελέγχου, εντοπισμού, ιχνηλάτησης και απομόνωσης όπως η Νότια Κορέα ή το Βιετνάμ. Σε αυτές προστέθηκε το παράδειγμα της Νέας Ζηλανδίας και της Αυστραλίας που συνδύασαν το σφράγισμα ουσιαστικά των συνόρων με λοκντάουν.
Βεβαίως τα σχέδια για την προετοιμασία για πανδημία γρίπης (που αποτέλεσαν την αφετηρία για την αντιμετώπιση της τρέχουσας πανδημίας) συνήθως δεν ανέφεραν έναν στόχο πλήρους εξάλειψης, αλλά πολύ περισσότερο διαχείρισης, με περιοριστικά μέτρα αρχικά και τον εμβολιασμό αργότερα.
Ποια η διαφορά του κοροναϊού;
Το πρόβλημα είναι ότι όπως και με τη γρίπη έτσι και με τους κορωναϊούς είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για εξαφάνιση ή εκρίζωση. Αυτό έχει να κάνει με το ότι υπάρχουν άλλα είδη που λειτουργούν ως φυσικοί ξενιστές, με τον τρόπο μετάδοσης, με τον τρόπο που εμφανίζονται παραλλαγές ή μεταλλάξεις, με το ποσοστό κάλυψης που προσφέρουν τα εμβόλια. Έχουν να κάνουν επίσης με το είδος της ανοσίας που αφήνουν, είτε από φυσική νόσηση είτε από εμβολιασμό, που από ένα σημείο και μετά δεν αποτρέπει την επαναμόλυνση, τείνοντας όμως σε ηπιότερη νόσηση.
Στο βαθμό που δεν μιλάμε για έναν ιό όπως ο SARS που μπόρεσε να περιοριστεί ριζικά, είναι προφανές ότι πολύ δύσκολα μπορεί να υπάρξει πλήρης εξάλειψη. Ιδίως εάν αναλογιστούμε το μέγεθος του παγκόσμιου πληθυσμού, την κλίμακα των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ανθρώπων, τις μετακινήσεις, αλλά και παραμέτρους όπως τα πολύ άνισα ποσοστά εμβολισμού, στοιχεία που όλα παραπέμπουν στο ότι το πρόβλημα δυστυχώς θα διατηρηθεί για καιρό.
Αυτό σημαίνει ότι πάντα θα υπάρχουν κάποιες αλυσίδες μετάδοσης, κάποιοι άνθρωποι που θα νοσούν, οι περιπτώσεις «ασυμπτωματικών» θα υπάρχουν και βέβαια θα υπάρχουν παραλλαγές του ιού, που θα παρακάμπτουν το όποιο τείχος ανοσίας που θα οικοδομείται από τον εμβολιασμό αλλά και τη φυσική νόσηση, όπως ακριβώς το είδαμε με τη γρίπη όλο τον 20ο αιώνα, αλλά και τον 21ο και τις αλλεπάλληλες επανεμφανίσεις της αλλά και την προσπάθεια να περιοριστεί η επίπτωσή της με τον εμβολιασμό.
Οι δυσκολίες των χωρών που δοκίμασαν μια Zero Covid στρατηγική
Την ίδια στιγμή οι χώρες που επέμειναν σε μια τέτοια στρατηγική συναντούν δυσκολίες. Σίγουρα οι δείκτες ως προς σοβαρά περιστατικά και θανάτους παραμένουν ζηλευτοί, αλλά πλέον αντιμετωπίζουν τα όρια: τα χαμηλά σχετικά ποσοστά εμβολιασμού σημαίνουν διαρκή κίνδυνο για νέα επιδημικά κύματα ή τοπικά ξεσπάσματα, ενώ τα περιοριστικά μέτρα έχουν σημαντικό κοινωνικό κόστος. Επιπλέον, είναι ένα ερώτημα εάν και σε ποια κλίμακα μπορούν να κρατήσουν πρακτικές όπως τα επί της ουσίας κλειστά σύνορα. Αυτό εξηγεί τώρα και τον τρόπο που προσπαθούν να μετατοπίσουν την προσπάθεια στην επίτευξη υψηλών ποσοστών εμβολιασμών, για να μπορέσουν να αποφύγουν μια κατάσταση όπου όποτε χαλαρώνουν θα έχουν ένα νέο κύμα να αντιμετωπίσουν και τελικά θα βρεθούν να αντιμετωπίζουν την πανδημία σε μεγαλύτερο χρονικό βάθος από άλλες χώρες.
Η πραγματική δυσκολία του να «ζούμε με τον ιό»
Είναι προφανές ότι το κοντινότερο στο οποίο θα μπορέσουν οι χώρες να φτάσου θα είναι μια στρατηγική ελέγχου.
Θα διαμορφωθεί ένα τείχος ανοσίας που θα εξασφαλίζει λιγότερα σοβαρά περιστατικά και ακόμη λιγότερους θανάτους. Η επιδημιολογική επιτήρηση θα πρέπει να είναι συνεχής, κατά τρόπο που εφαρμόζεται για τη γρίπη. Αλλά σταδιακά οι κοινωνίες θα «ζουν με τον ιό».
Βεβαίως αυτό απαιτεί και μια «αλλαγή παραδείγματος» ως προς το πώς αντιλαμβανόμαστε την αντιμετώπιση της πανδημίας, ας το πούμε σχηματικά μια πιο μεσοπρόθεσμη προσέγγιση από το «οι επόμενες εβδομάδες είναι κρίσιμες».
Η αλλαγή παραδείγματος έχει να κάνει και με το ότι θεωρούσαμε και θεωρούμε ήδη από τη μεταπολεμική περίοδο (και τα μεγάλα βήματα προς την εξάλειψη της πολιομυελίτιδας) ότι πλέον τα λοιμώδη νοσήματα αποτελούν παρελθόν (στον αναπτυγμένο κόσμο – στον αναπτυσσόμενο παρέμειναν πρόβλημα).
Αντίθετα, σε άλλες παθήσεις, πολύ περισσότερο σχετιζόμενες και με τον σύγχρονο τρόπο ζωής στις αναπτυγμένες χώρες, θεωρήσαμε αποδεκτή μια στρατηγική που βλέπει ως θετική τη βελτίωση των δεικτών και όχι την πλήρη εξάλειψη. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τη βελτίωση των προοπτικών σε σχέση με τις νεοπλασίες ή τις καρδιοπάθειες είναι ενδεικτικός. Ουσιαστικά εδώ βλέπουμε και τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε και τον κίνδυνο και την αβεβαιότητα σε σχέση με διαφορετικές ασθένειες.
Τώρα είμαστε αντιμέτωποι με τα λοιμώδη νοσήματα της νέας εποχής. Που μπορεί να μην έχουν τη μορφή παλιών επιδημιών, αλλά δεν παύουν να έχουν κόστος και να επιβάλουν αναπροσαρμογές της ζωής μας. Και να μας φέρνουν αντιμέτωπους με μια ευαλωτότητα που σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται κοινωνικά.