Στην έκφραση του προσώπου της, τα κλειστά της μάτια και το ανοιχτό στόμα που κραύγαζε για βοήθεια, ενώ το τοπίο γύρω παραδινόταν στις φλόγες, συμπυκνώθηκε η τραγωδία των καταστροφικών πυρκαγιών του Αυγούστου, οι δραματικές ώρες των δεκάδων εκκενώσεων, η αγωνία των κατοίκων να γλιτώσουν από τα γιγαντιαία πύρινα μέτωπα, η απελπισία για ό,τι δεν σωζόταν: τα σπίτια, τα ζωντανά, το παρθένο δάσος που το μένος της φωτιάς στη Βόρεια Εύβοια έκανε στάχτη.
Στην κίνηση του χεριού της, που ακουμπά στο στήθος στο σημείο της καρδιάς, χτυπούσαν οι παλμοί της καρδιάς όλων των Ελλήνων που έβλεπαν σε αυτήν τη γυναίκα τη φιγούρα της μητέρας τους, να τρέχει μονάχη να σωθεί μέσα σε ένα σκηνικό Αποκάλυψης.
Στην ποδιά της, υποκλίθηκαν τρεις μορφές τέχνης, η φωτογραφία, διά χειρός Κωνσταντίνου Τσακαλίδη που με ένα «κλικ» απαθανάτισε το δράμα των πυρόπληκτων συμπολιτών μας, η τέχνη του σκίτσου με το έμπειρο μολύβι του Χρήστου Παπανίκου να παίρνει «φωτιά» μπροστά στο εκτυλισσόμενο δράμα μιας χώρας φλεγόμενης, για να «βουτήξει» στη συνέχεια στην τέχνη της ζωγραφικής και συγκεκριμένα στο εμβληματικό έργο «Κραυγή» του νορβηγού εξπρεσιονιστή Εντβαρτ Μουνκ, καθώς η μορφή της ηλικιωμένης γυναίκας που έτρεχε – για την οποία αργότερα μάθαμε από τα δελτία ειδήσεων ότι είναι η 81χρονη «γιαγιά Παναγιώτα» από τις Γούβες της Βόρειας Εύβοιας – εξέπεμπε μια κραυγή. Την κραυγή αγωνίας του έθνους που μάτωνε μαζί με καθετί που παραδινόταν στις φλόγες.
Το δράμα βρήκε το πρόσωπό του
«Οι ημέρες των πυρκαγιών ήταν ζοφερές. Οι φωτογραφίες από τις προσπάθειες και από αυτό που χανόταν ήταν πολλές. Ενιωθες ότι οι πάντες λυπούνταν και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκφράζονταν η λύπη και η απόγνωση.
Σιγά σιγά άρχισε να χρησιμοποιείται σε κάποιες λήψεις ένα πορτοκαλί φίλτρο που τόνιζε την ατμόσφαιρα κόλασης και μαρτυρίου. Οταν εμφανίστηκε η φωτογραφία του Κώστα Τσακαλίδη με την ηλικιωμένη να αναστενάζει καθώς απομακρυνόταν αγχωμένη από το σπίτι της, προσπαθώντας να πάρει ανάσα, όλος ο συναισθηματισμός για τα δράματα των ημερών βρήκε πρόσωπο.
Ολοι συμπόνεσαν και οι αποχρώσεις, σε συνδυασμό με τη στάση του σώματος, θύμισαν σε πάρα πολλούς την «Κραυγή» του Μουνκ», θυμάται ο Χρήστος Παπανίκος, μιλώντας στα «ΝΕΑ», έναν μήνα μετά τα τραγικά 24ωρα της πύρινης κόλασης.
«Συγκινημένος κι εγώ από το δράμα μιας ηλικιωμένης, κουρασμένης, απελπισμένης, φορτωμένης τη δική της ιστορία ζωής, που τώρα αποκτούσε ένα ακόμη βάρος, μια γυναίκας που θα μπορούσε να είναι μητέρα μου, ήθελα να προσθέσω κάτι σε όσες εικόνες έκανα εκείνες τις ημέρες φορτισμένος κι εγώ από τη θλίψη της καταστροφής. Αναρωτήθηκα αν είχε νόημα να κάνω εικόνα κάτι που όλοι είχαν σκεφτεί και στην αρχή το άφησα. Ομως, εδώ δεν είχε σημασία η πρωτότυπη ιδέα αλλά η συμμετοχή σε ένα κοινό συναίσθημα και το άνοιγμα μιας διεξόδου για να εκφραστεί. Δούλεψα γρήγορα, χωρίς να σκεφτώ λεπτομέρειες και ομοιότητες, κάπως ελεύθερα, ίσα για να βγει ένα μείγμα της φωτογραφίας και του πίνακα, κοιτώντας μία τον πίνακα και μία τη φωτογραφία. Τόνισα το πρόσωπο και το στόμα και άλλαξα το φόντο της φωτογραφίας ώστε να μοιάζει πιο πολύ με το παλλόμενο κυματιστό τοπίο της «Κραυγής» με την έντονη προοπτική. Δεν διεκδικούσα, φυσικά, καλλιτεχνικές δάφνες. Απλά ήξερα ότι η «σκιτσογραφία» είναι ένας χώρος με μεγάλη γκάμα εκφραστικών μέσων που παρακολουθεί την επικαιρότητα και το συναίσθημα μερίδων της κοινωνίας. Η εικόνα αγαπήθηκε αμέσως από πολλούς, συγκίνησε γενικά και κυκλοφόρησε πολύ στα κοινωνικά δίκτυα και αυτό ήταν κάτι πολύ όμορφο».
«Να γίνονταν όλα όπως πριν».
Σήμερα, η «γιαγιά Παναγιώτα» δεν βρίσκεται πια στο σημείο που την αφήσαμε, εκεί που την «καθήλωσε» στη μνήμη μας ο φωτογραφικός φακός, στη μέση του κατηφορικού δρόμου με τις φλόγες να την καταδιώκουν.
Εχει επιστρέψει στο σπίτι της και είναι ασφαλής με τον σύζυγό της Νίκο, ο οποίος ευχαριστεί μέσω των «ΝΕΩΝ» τον κόσμο για την αγάπη και το ενδιαφέρον στο πρόσωπο της γυναίκας του, αλλά ταυτόχρονα επιθυμεί να την προφυλάξει καθώς, όπως είναι λογικό, δεν ήταν σε καμία περίπτωση προετοιμασμένη να γίνει πρωτοσέλιδο στα διεθνή ΜΜΕ (λ.χ. στον βρετανικό «Guardian») με αφορμή τις καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου και να της ζητούνται καθημερινά συνεντεύξεις από ξένα και ελληνικά ΜΜΕ.
Την ίδια τη «γιαγιά Παναγιώτα», η δημοσιότητα που έχει συγκεντρώσει η εικόνα της, δεν μοιάζει να την αφορά. «Εμένα δεν με ενδιαφέρει αυτό το πράγμα», σχολιάζει. «Εμένα με ενδιαφέρει να σηκωνόμουν μια μέρα και να τα έβλεπα όλα γύρω όπως τα ήξερα, να γίνονταν όλα ξανά όπως πριν…».