Ο Σεπτέμβρης ξεκίνησε με οικονομικά χαμόγελα στην Τουρκία. Η Τουρκική Στατιστική Υπηρεσία ανακοίνωσε ότι στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 η τουρκική οικονομία κατέγραψε ρυθμούς ανάπτυξης 21,7% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να υπογραμμίσουν ότι αυτός ήταν ο υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης που κατέγραψε ποτέ η τουρκική οικονομία αλλά και ένας από τους υψηλότερους ρυθμούς μεταπανδημικής ανάπτυξης, αφού αρκετές χώρες κατέγραψαν διψήφιους ρυθμούς αλλά καμία σχεδόν 22%.
Σε μεγάλο αυτό είχε να κάνει με το γεγονός ότι η αφετηρία ήταν ιδιαίτερα χαμηλή, εφόσον το δεύτερο τρίμηνο του 2020 η τουρκική οικονομία κατέγραψε ύφεση 10,3% υπό το βάρος των επιπτώσεων της πανδημίας που είχαν ως αποτέλεσμα έναν δραστικό περιορισμό της κατανάλωσης και συνολικά της οικονομικής δραστηριότητας.
Σε μεγάλο βαθμό η ανάπτυξη αυτή αποτυπώνει πραγματικές οικονομικές δυναμικές. Έχει να κάνει με τη σταδιακή άρση των οικονομικών περιορισμών και την έκρηξη της ιδιωτικής κατανάλωσης (που αντανακλούσε τη συρρίκνωσή της το προηγούμενο διάστημα) αλλά και τις νέες επενδύσεις για να δημιουργηθούν ξανά αποθέματα, την αύξηση στις εξαγωγές και τον τουρισμό.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μπορεί να αισθάνεται δικαιωμένος για την επιλογή του να κρατήσει χαμηλά τα επιτόκια, παρά την αύξηση του πληθωρισμού.
Και αυτό γιατί ο συνδυασμός ανάμεσα στην αύξηση του πληθωρισμού και τα χαμηλά επιτόκια έδωσε ώθηση στην αγορά διαρκών καταναλωτικών αγαθών και αυτοκινήτων πριν ακριβύνουν περαιτέρω, ενώ τροφοδότησε και την επένδυση σε κατοικίες και ακίνητα.
Όμως, υπήρξε και αύξηση των εξαγωγών. Και αυτό γιατί η εκ νέου αύξηση της ζήτησης στις ξένες αγορές τόνωσε τις εξαγωγές συγκεκριμένων τουρκικών προϊόντων και τη βιομηχανική παραγωγή. Δεν είναι τυχαίο ότι η βιομηχανική παραγωγή (που αντιπροσωπεύει το 22% του ΑΕΠ της Τουρκίας κατέγραψε το δεύτερο τρίμηνο του 2021 αύξηση 40% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020.
Τα όρια της ανάπτυξης
Ωστόσο, την ίδια στιγμή μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει και τα όρια αυτής της δυναμικής. Η ανάπτυξη στο δεύτερο τρίμηνο σε σχέση με το προηγούμενο ήταν μόλις 1%, μια που στο πρώτο τρίμηνο καταγράφηκε ανάπτυξη 7,2% σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο. Αυτό σημαίνει ότι ουσιαστικά η μεταπανδημική «έκρηξη» αρχίζει και δίνει τη θέση της σε μια σχετική σταθεροποίηση.
Έπειτα υπάρχει πάντα το πρόβλημα του πληθωρισμού. Τον Ιούλιο ο δείκτης τιμών καταναλωτή κινείτο στα επίπεδα του 18,95% σε ετήσια βάση, ενώ ο δείκτης τιμών παραγωγού κινείτο τον ίδιο μήνα στο επίπεδο του 45% (44,92% για την ακρίβεια).
Όλα αυτά γεννούν και ερωτήματα για την αξία της λίρας. Η επιλογή του Ερντογάν να κρατούνται σχετικά χαμηλά τα επιτόκια, επιτείνει αυτές τις πιέσεις, σε μια χώρα όπου ήδη καταγράφεται μια ιδιότυπη «δολαριοποίηση», κυρίως με τη μορφή δανεισμού και καταθέσεων σε συνάλλαγμα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 23 Αυγούστου οι καταθέσεις σε ξένο νόμισμα στις τουρκικές τράπεζες έφτασαν τα 256 δισεκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων τα 163 αφορούν φυσικά πρόσωπα. Πλέον οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα αντιπροσωπεύουν το 56% όλων των καταθέσεων στις τουρκικές τράπεζες. Αυτό θα μπορούσε να φτάσει και το 60%, εάν φανεί ότι δεν θα στηριχτεί η λίρα.
Είναι βιώσιμο το τουρκικό «αναπτυξιακό υπόδειγμα»;
Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν αυτή η στιγμή αυτοί οι εντυπωσιακοί ρυθμοί ανάπτυξης αναλογούν και σε μια πραγματικά βιώσιμη αναπτυξιακή δυναμική ή αποτελούν περισσότερο συγκυριακό αποτέλεσμα, εν μέσω οξυμμένων αντιφάσεων.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η ανάπτυξη τροφοδοτήθηκε από την αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης (που συνείσφερε σχεδόν το 145 της ανάπτυξης), με τις εξαγωγές να συνεισφέρουν 11% (αν και εάν συμψηφιστούν με τις αυξημένες εισαγωγές, η καθαρή συνεισφορά τους είναι στο 7% της συνολικής ανάπτυξης), ενώ υπήρξε και αύξηση των επενδύσεων.
Ωστόσο, παρά την αύξηση των εξαγωγών το εμπορικό έλλειμμα στους πρώτους οκτώ μήνες του 2021 ήταν σχεδόν 30 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το 2020 το εμπορικό έλλειμμα έφτασε τα 47 δισεκατομμύρια. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονη μεγάλη αύξηση και των εξαγωγών και των εισαγωγών.
Την ίδια στιγμή η τουρκική οικονομία αντιμετωπίζει αντιφατικές τάσεις. Η αύξηση του κόστους μεταφορών οδήγησαν ευρωπαϊκές και αμερικανικές ακόμη εταιρείες να αναζητήσουν πωλητές προϊόντων πιο κοντά, κάτι που ευνόησε τις τουρκικές μεταποιητικές βιομηχανίες.
Όμως, την ίδια στιγμή οι ίδιες οι τουρκικές επιχειρήσεις είχαν να αντιμετωπίσουν το αυξημένο κόστος των δικών τους προμηθειών από την Άπω Ανατολή, την ώρα που έως και το 50% του κόστους στους δυναμικούς εξαγωγικούς κλάδους (όπως το τα προϊόντα δέρματος και υφαντουργίας ή τα τρόφιμα) αφορά εισαγωγές.
Αυτό εξηγεί το παράδοξο μιας αύξησης των εξαγωγών που δεν επιλύει το πρόβλημα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας, που η κυβέρνηση προβλέπει ότι στο τέλος της χρονιάς θα είναι στα 21 δισεκατομμύρια δολάρια.
Πάντως, ο συνδυασμός ανάμεσα στην υποχώρηση του πραγματικού εργατικού κόστους (αποτέλεσμα και της αυξημένης ανεργίας) και της συνεχιζόμενης διολίσθησης της λίρας, μπορούν να τροφοδοτήσουν τις εξαγωγές, αντισταθμίζοντας την απουσία πραγματικών παρεμβάσεων βιομηχανικής πολιτικής για αρκετά χρόνια, όταν οι κυβερνήσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχαν κυρίως κινηθεί με βάση την αντίληψη ότι ατμομηχανή θα είναι ο κατασκευαστικός τομέα. Ακόμη και έτσι παραμένει ανοιχτό ερώτημα εάν η τουρκική κυβέρνηση θα μπορέσει να ξεδιπλώσει μια στρατηγική ενίσχυσης των εξαγωγών υψηλής προστιθέμενης αξία προϊόντων.