Η νίκη είναι πάντα τέτοια ανεξάρτητα από τις αγωνιστικές συνθήκες κάτω από τις οποίες επιτυγχάνεται. Οι Ερυθρόλευκοι επιστρέφουν από τη Λαμία με τους τρεις βαθμούς και μάλιστα μετά από ένα ευρωπαϊκό παιχνίδι.
Αυτό είναι το πρώτο που κρατούν οι προπονητές χωρίς να τους διαφεύγουν τα υπόλοιπα στοιχεία της αναμέτρησης. Ο Ολυμπιακός εμφάνισε στο πρώτο ημίχρονο τον κυνισμό που είχε σε μεγάλα διαστήματα του περσινού πρωταθλήματος. Δυο φάσεις δυο γκολ και το ματς φάνηκε να κλειδώνει από το πρώτο ημίχρονο. Δεν κλείδωσε όμως, όχι γιατί η Λαμία μπήκε στο δεύτερο ημίχρονο με το μαχαίρι στα δόντια, αλλά γιατί η ερυθρόλευκη μηχανή φάνηκε να ρετάρει.
Εδώ είναι που οφείλει κανείς να παρατηρήσει ότι δεν πρόκειται για κάτι καινοφανές. Έχει ξανασυμβεί. Έγινε με τη Σλόβαν στην Μπρατισλάβα, έγινε με την Αντβέρπ στο Φάληρο. Παράγινε με τη Λουντογκόρετς στο Ράζγκραντ. Επειδή το φαινόμενο είναι σύνηθες, επείγει και η αντιμετώπισή του. Ο τρόπος για να γίνει μάς είναι άγνωστος, αλλά όπως προκύπτει δεν είναι γνωστός στους παίκτες των Ερυθρόλευκων και στον προπονητή τους. Όχι ότι στο πρώτο ημίχρονο ο Ολυμπιακός εντυπωσίασε με την απόδοσή του. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, αλλά είχε άνετα τον έλεγχο της αναμέτρησης και η Λαμία δεν εμφανιζόταν ενοχλητική στα καρέ του Βατσλίκ. Ωστόσο επιθετικά, το πράγμα δεν δούλευε ιδιαίτερα.
Οι παίκτες του Μαρτίνς δεν μπορούσαν να πάρουν πράγματα από τις άκρες του γηπέδου. Η δουλειά γινόταν από τον άξονα και είχε να κάνει κυρίως με τις πάσες του Βαλμπουενά και τις κάθετες κινήσεις του Μαντί Καμαρά. Στο δεύτερο ημίχρονο έλειψαν κι αυτές με αποτέλεσμα να μοιάζει ο Ολυμπιακός σαν ομάδα που ενδιαφερόταν απλώς να ροκανίσει το χρόνο για να επιστρέψει στον Πειραιά. Κατανοητό, ως ένα βαθμό, αφού οι Ερυθρόλευκοι παίζουν δύο ματς την εβδομάδα και δεν έχουν χρόνο ούτε για προπόνηση.
Δημιουργείται όμως, η εντύπωση πως, όταν δεν μπορείς να καθαρίσεις ένα παιχνίδι και το πας στο γκολ, θα έρθει η στιγμή που θα το χάσεις. Είναι προφανές ότι ο κόουτς περίμενε περισσότερα πράγματα και από τον Τικίνιο και από τον Ονιεκούρου. Και από τον Καρμπόβνικ ίσως, που ακόμα προσπαθεί να προσαρμοστεί και κάνει αβίαστα λάθη ως επακόλουθο της ανύπαρκτης εμπειρίας του.
Για να ανέβει η ένταση του Ολυμπιακού και η παραγωγικότητά του επιβάλλεται να ανέβει η ατομική απόδοση βασικών παικτών του στην επίθεση. Στο βαθμό που δεν συμβαίνει αυτό, ο Σισέ θα είναι ο πρώτος σκόρερ της ομάδας και ο Ελ Αραμπί θα παραμένει μόνιμα στα χείλη των οπαδών όταν, για διάφορους λόγους, δεν αγωνίζεται.