Ήταν 23 Σεπτεμβρίου του 2004, όταν, σε ηλικία 95 ετών, έφυγε από τη ζωή η Διδώ Σωτηρίου, η σπουδαία Μικρασιάτισσα συγγραφέας που έζησε και κατέγραψε με τρόπο μοναδικό τις μεγάλες ιστορικές περιπέτειες των Ελλήνων του 20ου αιώνα.
«Το πρώτο ερέθισμα το δέχεται η ευαισθησία του συγγραφέα από τα προσωπικά του βιώματα», λέει η Διδώ Σωτηρίου σε συνέντευξή της στα ΝΕΑ και τον Γιώργο Πηλιχό, το 1976 μετά την έκδοση του βιβλίου της «Εντολή».
»Τα δικά μου προσωπικά βιώματα ήταν αναπόσπαστα δεμένα με την περιπέτεια του Ελληνισμού του 20ου αιώνα. Τέτοια ήταν η μοίρα της γενιάς μου. Δύο προηγούμενα μυθιστορήματά μου (σ.σ. Οι νεκροί περιμένουν, Ματωμένα χώματα) βγήκαν απ’ τη Μικρασιατική καταστροφή, που την έζησα μικρό παιδί»
»Τα βιώματά μου από την Ελλάδα, που πέρασε μέσα από την Κατοχή, τον Δεκέμβρη, τον Εμφύλιο κι όσα ακολούθησαν με την αμερικανοκρατία, φέρανε στην άκρη της πέννας μου την ‘Εντολή’. Αν ήμουν Σκανδιναβή ίσως έγραφα κάτι σαν τις ‘Αγριοφράουλες’. Αν ζούσα τον καιρό της Ρωμαϊκής κατοχής, θα μιλούσα για: «Τω καιρώ εκείνω οι Ρωμαίοι…οι Γραμματείς…οι Φαρισαίοι…»
Για τον Εμφύλιο, τη Χούντα και την ξένη παρέμβαση
Απαντώντας στις ερωτήσεις μιας σύντομης συνέντευξης η Διδώ Σώτηρίου μπαίνει αβίαστα στην καρδιά του ζητήματος του εμφυλίου αλλά και στους λόγους που την έκαναν να στραφεί στη συγγραφή.
«Είναι τόσο σύνθετα, τόσο περίπλοκα και τόσο οδυνηρά τα όσα γίνανε στην Ελλάδα από την Κατοχή κι εδώ, που όσα κι αν έχουνε γραφτεί, είναι λίγα. Και μήπως πήραμε ανάσα – όπως λέω στον Πρόλογό μου – να σταθούμε, να μετρήθουμε πεθαμένοι, ζωντανοί, ζημιωμένοι, κερδισμένοι να δούμε που λαθέψαμε όλοι μαζί, αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι, να γίνουμε αντικειμενικοί;»
»Άνθρωποι, πράξεις, λέξεις, σχέσεις, όλα ξεκουρντίστηκαν. Η ξένη επέμβαση δεν έπαψε να σφραγίζει τη μοίρα του τόπου μας. Κι έτσι δεν μπορούμε να πούμε ‘ό,τι έγινε, έγινε’. Δεν μπορεί η κάθε γενιά να αποχτήσει τη δική της πείρα από την αρχή»
»Είναι χρέος μας ν’ αφήσουμε σ’ αυτήν τη γενιά που μας διαδέχεται τις εμπειρίες μας, τις αλήθειες μας, για να μπορέσει να βρει τον κώδικα, να ξέρει που βαδίζει και πώς θα βαδίσει. Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, ότι πυκνώνουν από τη δικτατορία κι εδώ τα έργα της πολιτικής λογοτεχνίας και οι προσωπικές μαρτυρίες (η ποίηση κι η μουσική είχαν το προβάδισμα)»
»Με κατέχει η αγωνία για την τύχη της Δημοκρατίας. Ο λαός μας ήταν πάντα σαν τον Τάνταλο. Διψούσε για ένα κόμπο λευτεριά και μόλις κατάφερνε να ακουμπήσει το λαήνι στα χείλη του, του το τραβούσαν και τον βασάνιζαν, τον μάτωναν»
Η συνέντευξή της αυτή στα «ΝΕΑ» έχει δοθεί δύο μόλις χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, την πτώση της Χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
«Όταν λέμε Δημοκρατία, μαζί είναι και η ανεξαρτησία και η ίδια η ύπαρξη της Ελλάδας. Όσα γίνανε στην Κύπρο, ήταν βέβαια «αναγκαία» κατάληξη του ξεπουλήματος της Ελλάδας, που τραβάει χρόνια. Κι έφτασε να μας κυβερνήσουν πράκτορες σκέτοι, οι δικτάτορες της επταετίας, για να δημιουργήσουν το Κυπριακό και το θέμα του Αιγαίου»
Η ζωή της
Το 1996, η Διδώ Σωτηρίου κλείνει τα 87 της χρόνια και με αφορμή τη βιογραφία της από τη Σάσα Τσακίρη, «ΤΑ ΝΕΑ» και η Μικέλα Χαρτουλάρη θυμίζουν τους σταθμούς της πορείας της.
Η Διδώ γεννήθηκε το 1909, στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας.
Γονείς της ήταν ο Ευάγγελος Παππάς και η Μαριάνθη Παπαδοπούλου.
Αδερφή της ήταν η Έλλη Παππά, μετεπειτα δημοσιογράφος, συγγραφέας και σύντροφος του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ, Νίκου Μπελογιάννη.
Στα 12 της χρόνια οι γονείς της δίνουν τη Διδώ τους πλούσιους θείους της, καθώς δεν μπορούν να θρέψουν πέντε παιδιά.
Ένα χρόνο αργότερα έρχεται η Μικρασιατική Καταστροφή και ο ξεριζωμός, η Διδώ και η οικογένειά της φτάνουν πρόσφυγες στον Πειραιά.
Στην Αθήνα είχε δασκάλους μεταξύ άλλων τους λογοτέχνες Κώστα Παρορίτη και Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη. Σπούδασε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών ενώ για κάποιους μήνες ,το 1937, παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Στα 24 της χρόνια παντρεύεται τον μαθηματικό Πλάτωνα Σωτηρίου και «Στα 26 της», γράφει η Μικέλα Χαρτουλάκη, «γνωρίζει τον μεγάλο έρωτα της ζωής της – το όνομά του, Αντώνης Δούμας, δημοσιοποιείται σήμερα για πρώτη φορά και στα 27 γίνεται αρχισυντάκτρια του περιοδικού «Γυναίκα». Καπνίζει, κάνει γυμνισμό, οδηγεί μοτοσυκλέτα, ντύνεται κοκέτικα…»
Σε συνέντευξή της στα «ΝΕΑ» το 1994, είχε δηλώσει πως ο έρωτας υπήρξε πολύ σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή της: «Ο Πλάτων ήταν σ’ αυτό ο ιδεώδης σύζυγος. Δεν είχε ζήλιες, δεν υποκρινόταν. “Αν βρεις”, μου έλεγε, “τον άνθρωπο της ζωής σου, εγώ θα σε παντρέψω”. Κι εκεί πικραινόμουν. Έλεγα, ας μην τον πληγώνω τουλάχιστον. Έζησα πάντως κάποιους μεγάλους έρωτες. Γιατί, πως να το πω, έχω μέσα μου μια ζωντάνια. Ζωντάνια μικρασιατική ίσως. Των ζεστών κλιμάτων. Κι απ’ την άλλη, δεν αντέχω καθόλου να δω κάτι σόκιν…»
Η Διδώ Σωτηρίου συνεργάστηκε και με τις εφημερίδες «Νέος Κόσμος» και «Ριζοσπάστης», ως αρχισυντάκτρια από το 1944 ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής αποτέλεσε μέλος της Αντίστασης.
Το 1947 το ΚΚΕ διαγράφει την Διδώ Σωτηρίου με το πρόσχημα της «εγκατάλειψης θέσης», επειδή για λόγους υγείας δεν πήγες τον Γράμμο με το κλιμάκιο του ΟΗΕ που αναζητούσε τον Μάρκο Βαφειάδη.
Μετεμφυλιακά βίωσε τη σύλληψη της αδερφής της Έλλης Παππά, συντρόφου του Νίκου Μπελουγιάννη, η οποία ήταν μεταξύ των καταδικασθέντων σε θάνατο στη δίκη του 1951. Τελικά δεν εκτελέστηκε γιατί ο γιος της με τον Νίκο Μπελογιάννη, που είχε γεννηθεί στη φυλακή, ήταν 7 μηνών.
«Δεν μπορώ είπα να στρατευθώ και να γράφω και να κάνω ευτυχισμένο παιδί», δηλώνει η Διδώ Σωτηρίου το 1994, «Αλλά, να που μου ήρθε από το παράθυρο! Το παιδί του Μπελογιάννη εγώ το μεγάλωσα, αφού η Έλλη έκανε δεκάξι χρόνια φυλακή και εξορία»
Στη συγγραφή, η Διδώ Σωτηρίου στράφηκε σε ηλικία 50 ετών. Το πρώτο της βιβλίο «Οι νεκροί περιμένουν» γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Τρία χρόνια αργότερα εκδίδει το δεύτερο της έργο, «Ματωμένα χώματα» το οποίο σημαδεύει και την ίδια αλλά και τα ελληνικά γράμματα εν γένει. Οι κριτικές των εμβληματικών Γιώργου Φτέρη και Βάσου Βαρίκα είναι ενδεικτικές.
«Λογοτέχνημα εξαίρετο με τη σύνθεσή του, με το συναρπαστικό γράψιμο, με την άμεση γευστικότητα που έχουν οι λέξεις του, με τον αντρίκιο θα λέγαμε τόνο του και με την συνταρακτική οικειότητα όλων των καταστάσεων της αγωνίας, της απελπισίας και του θανατικού (…) Εδώ βλέπω το βίωμα που το αίσθανεσθε παλλόμενο, τεκμηριωμένο, απόλυτα πειστικό, μέσα σ’ όλες τις σελίδες (…) Η ανθρωπιά του βιβλίου, η ζέστα της ανθρωπιάς, που πολλές φορές την νοιώθετε και κοντά στους Τούρκους. Γ. Φτέρης»
«Για τη Διδώ Σωτηρίου δεν υπάρχουν Έλληνες και Τούρκοι», γράφει ο Βάσος Βορίκας.
«Υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν το ίδιο, που αντιδρούν στα γεγονότα κατά τον ίδιο τρόπο, πανομοιότυπο σχεδόν τρόπο, γίνονται θύματα των ίδιων ψυχώσεων και ζούνε με το ιδανικό της απλής, ήρεμης και ειρηνικής ζωής.»
«Και όμως, οι άνθρωποι αυτοί, κάτω από συνθήκες που δημιουργεί ο πόλεμος, χάνουν τον ανθρωπισμό τους, μεταβάλλονται, χωρίς να το αντιληφθούν οι ίδιοι, σε πραγματικά κτήνη. Ο μεγάλος υπεύθυνος για την τραγωδία του Μικρασιατικού λαού, για την συγγραφέα, είναι ο πόλεμος και τα συμφέροντα που τον υποκινούν. Και εναντίον του στρέφεται. Τα “Ματωμένα χώματα” είναι ένα έντιμο βιβλίο»
To 1996, οκτώ χρόνια πριν το θάνατό της, η 87χρονη Διδώ Σωτηρίου μιλά για την αγάπη που δεχόταν και έδινε.
«Το όνομα Διδώ δεν είναι τυχαίο. Μου το έδωσε ο νονός μου και αδελφός της μάνας μου, που ήταν διανοούμενος και ζούσε στην Ιταλία. Η Διδώ ήταν ερωτύλα και δυναμική. Όταν έφυγε ο Αινείας, πήγε και αυτοκτόνησε! (…) Εγώ είμαι αγαπησιάρα. Αγαπώ και μ’ αγαπούν. Κατεβαίνω μέχρι την τράπεζα και βγαίνει κόσμος να με χαιρετίσει. Μιλώ μαζί τους. Αυτή είναι η ζωή μου (…) Σήμερα βέβαια, όλα έχουν γίνει τόσο εύκολα. Όσα παλιά ήταν αξίες, κατατάχτηκαν στο μπανάλ της καθημερινότητας. Ο έρωτας έχει υποβαθμιστεί. Λείπει μια άλλη χαρά της ζώης. Ίσως γι’ αυτό να καταφεύγουν οι νέοι στα ναρκωτικά…»
Ζώντας τον 20 αιώνα σε όλο του το βάθος και με όλες τις χαρές και τις τραγωδίες του, η Διδώ Σωτηρίου κάνει τον απολογισμό της. Σημαντικός παράγοντας ότι η συνέντευξή της αυτή του 1996, δίνεται λίγες ημέρες μόλις μετά την ελληνοτουρκική κρίση των Ιμίων.
«Θαρρείς ότι από ‘κει που άρχισε ο αιώνας, εκεί βρίσκεται. Τα βασικά ερωτήματα είναι τα ίδια. Κι αν θέλει κανείς να βγάλει ένα συμπέρασμα βλέπει ότι δεν ησύχασε η ψυχή μας. Ξαναγυρίζουμε στην απειλή του πολέμου»
»Μπορεί να έχουν ανακαλυφθεί ένα σωρό πράγματα, να έχουμε προοδεύσει, αλλά…γεμίσαμε φοβίες και δεν είμαστε σίγουροι για τίποτα. Γεννήθηκα στις αρχές του και φεύγω πιο φοβισμένη απ’ όταν ήμουν στο Αϊντίνι. Ίσως να φάινεται υπερβολικό, όμως έχεις το δικαίωμα να μιλάς έτσι όταν είσαι θυμωμένος…»
Στα 87 της χρόνια η Διδώ Σωτηρίου είχε πια σταματήσει να γράφει «Επειδή δεν μπορώ πια να γράψω, αισθάνομαι ότι κάτι έφυγε από τη ζωή μου».
Όσα είχε ήδη γράψει πάντως έφταναν για δέκα ζωές και δικές της και όλων όση τη διάβασαν και τη διαβάζουν
«Το χάδι του κόσμου το εισπράττω. Οι άνθρωποι της κουλτούρας, βλέπεις, είναι σνομπ. Νομίζουν ότι αυτό τους δίνει αξία. Το θέμα όμως είναι να κάτσεις να μιλήσεις σαν ίσος προς ίσον με την κυρά-τάδε. Ν΄ακούσεις τον πόνο της. Η αρετή του συγγραφέα είναι να μένει».