Η αντίστροφη μέτρηση για τις εκλογές της ερχόμενης Κυριακής στη Γερμανία έχει ξεκινήσει (όπως και η επιστολή ψήφος, που φέτος αναμένεται να καταρρίψει κάθε ρεκόρ). Παρά δε το προβάδισμα των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις, η μάχη για την πρωτιά με τη Χριστιανική Ένωση (CDU-CSU) παραμένει ανοιχτή, καθώς η διαφορά βρίσκεται στα όρια του στατιστικού σφάλματος.
Όσον αφορά στην τρίτη θέση, η κατάσταση μοιάζει να έχει ξεκαθαρίσει. Οι Πράσινοι θα την κερδίσουν άνετα και θα ενισχυθούν σημαντικά σε σύγκριση με το 2017 – έστω και αν διέψευσαν τους οπαδούς τους και όσους πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να κάνουν την έκπληξη και να διεκδικήσουν την πρωτιά και την καγκελαρία.
Ντέρμπι προμηνύεται, αντιθέτως, για την τέταρτη θέση, την οποία διεκδικούν δύο κόμματα τα οποία αντλούν ψήφους από τους δυσαρεστημένους των Χριστιανοδημοκρατών. Φιλελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) και Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), συγκεκριμένα, κονταροχτυπιούνται σκληρά και, για την ώρα, μοιάζουν ισοδύναμοι.
Τέλος οι παντοδύναμοι ηγέτες
Το σίγουρο, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι αυτή τη φορά οι κάλπες δεν πρόκειται να αναδείξουν τον απόλυτο και αδιαμφισβήτητο κυρίαρχο της γερμανικής πολιτικής. Το σκηνικό θα είναι πιο κατακερματισμένο παρά ποτέ, ενώ τα ποσοστά του παραδοσιακού δικομματισμού δεν αποκλείεται να υποχωρήσουν και κάτω από το 50% αθροιστικά.
Αντικειμενικά, λοιπόν, το βλέμμα στρέφεται στην επόμενη ημέρα. Εκεί όπου η ηγεσία του SPD να έχει δηλώσει απρόθυμη να συναινέσει στην ανανέωση του μοντέλου διακυβέρνησης του «μεγάλου συνασπισμού» (αν και δεν αποκλείεται τελικώς να το υιοθετήσει, ειδικά εάν είναι στη θέση του «οδηγού) – ενώ η βάση εμφανίζεται πρόθυμη να συζητήσει με όλους τους άλλους, πλην φυσικά της ακροδεξιάς AfD.
Οι Πράσινοι θέλουν SPD
Με αυτό ως δεδομένο, τόσο η CDU-CSU όσο και το SPD δηλώνουν προθυμία συνεργασίας με τους Πράσινους. Όσο για τους Όλαφ Σολτς και Άρμιν Λάσετ, ρίχνουν τα δίχτυα τους προς αυτή την κατεύθυνση, υποσχόμενοι κυριολεκτικά (και προκαταβολικά)… λαγούς με πετραχήλια.
Η αλήθεια είναι ότι η βάση των Πρασίνων γέρνει αποφασιστικά την πλάστιγγα προς την πλευρά του Σολτς, όπως δείχνει και η σχετική δημοσκόπηση που διενήργησε η Civey για λογαριασμό του Der Spiegel. Όποιον εταίρο και εάν επιλέξουν, όμως, είναι σχεδόν βέβαιο ότι, για πρώτη φορά μεταπολεμικά, θα απαιτηθεί η σύμπραξη και τρίτου κόμματος για να διασφαλιστεί κυβερνητική πλειοψηφία στην Bundestag.
Κάτι τέτοιο, αναδεικνύει στη θέση των ρυθμιστών αφενός τους Φιλελεύθερους και, αφετέρου, την Αριστερά – η οποία, έστω και αγκομαχώντας, αναμένεται ότι θα ξεπεράσει το 5% για να βρεθεί (αρκετά αποδυναμωμένη, είναι αλήθεια) και στη νέα βουλή. Όπως είναι δε φανερό, το τι θα γίνει τελικώς εξαρτάται και από τα μέλη και τους ψηφοφόρους των δύο αυτών κομμάτων.
Δημοσιονομική χαλαρότητα ή πειθαρχία;
Για την Αριστερά δεν τίθεται καν ερώτημα: Τα δίνει όλα για να συνεργαστεί με SPD και Πράσινους, με τους οποίους έχει και εμπειρία συγκυβέρνησης σε κρατίδια. Θεωρώντας, προφανώς, ότι η γερμανική κοινωνία είναι ώριμη για να δεχθεί μια ελεγχόμενη αριστερή-φιλολαϊκή στροφή και μια πιο φιλοευρωπαϊκή στάση – κάτι, ωστόσο, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο.
Όσο για το FDP, η εικόνα που δίνει η παραπάνω δημοσκόπηση είναι επίσης σαφής: «Όχι» στη συνεργασία με τους Πράσινους υπό την ηγεσία του SPD, «ναι» όμως στη συμμετοχή μαζί τους σε μια κυβέρνηση της οποίας το τιμόνι θα κρατά ο Λάσετ.
«Με εμάς δεν πρόκειται να υπάρξει αριστερή στροφή στη Γερμανία», έχει άλλωστε ξεκαθαρίσει προκαταβολικά ο ηγέτης των Φιλελευθέρων, Κρίστιαν Λίντνερ – υπέρμαχος της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, του λιγότερου κράτους, του τερματισμού το συντομότερο δυνατό των κρατικών επιδοτήσεων που επέβαλε η πανδημία και τη διάλυση των αυταπατών περί μόνιμης έκδοσης «ευρωομολόγων» από την ΕΕ.
Το γερμανικό κράτος έχει συνέχεια
Ασφαλώς, πλανώνται πλάνην οικτράν όσοι πιστεύουν πως η επόμενη γερμανική κυβέρνηση, όποια και αν είναι η σύνθεσή της, θα αλλάξει ριζικά την κατεύθυνση της πολιτικής του Βερολίνου, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Ωστόσο, η σημασία που θα έχει η τελική επιλογή δεν είναι άνευ σημασίας – ειδικά στο φόντο της ανάκαμψης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε επίπεδο ΕΕ.
Οι διαπραγματεύσεις, σε κάθε περίπτωση, δεν αναμένεται να καταλήξουν σύντομα και εύκολα σε αποτέλεσμα.