του Τάσου Αναστασάτου
Η παρέμβαση του Πρωθυπουργού στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης είθισται να σηματοδοτεί τις προτεραιότητες της Κυβέρνησης για το επερχόμενο οικονομικό έτος. Φέτος, αυτό συμβαίνει μέσα στις ιδιάζουσες συνθήκες που δημιουργούνται από την προσπάθεια της οικονομίας να ανατάξει το πλήγμα που επέφερε η πανδημία και τα σχετικά περιοριστικά μέτρα. Αυτό αναμφισβήτητα θέτει περιορισμούς στην ανάπτυξη των κυβερνητικών προτεραιοτήτων που είχαν τεθεί pro Covid. Από την άλλη όμως, η ελληνική οικονομία μπορεί να υπολογίζει σε €32διαθέσιμων πόρων από το NGEU (δάνεια κι επιδοτήσεις), τα οποία δεν θα ήταν διαθέσιμα χωρίς την πανδημία. Ταυτόχρονα διαθέτει τους δημοσιονομικούς βαθμούς ελευθερίας για να ασκήσει πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική λόγω της εφαρμογής της ρήτρας διαφυγής από τους δημοσιονομικούς στόχους (με την αντίστοιχη επιβάρυνση στο χρέος φυσικά): φέτος, η Ελλάδα θα παρουσιάσει πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα άνω του 7% αντί για πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 2% που προέβλεπε η μετα-προγραμματική εποπτεία.
Με αυτά κατά νου, οι κυβερνητικές παρεμβάσεις δημοσιονομικού ενδιαφέροντος μπορούν να ομαδοποιηθούν σε 3 βασικές κατηγορίες: (1) τα μέτρα αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας, (2) τις παρεμβάσεις μείωσης της φορολογίας που εντάσσονται στον μακροχρόνιο σχεδιασμό της κυβέρνησης όπως αυτός διατυπώθηκε από την αρχή της τετραετίας και προτού ξεσπάσει η πανδημία και (3) λοιπές διαρθρωτικές παρεμβάσεις.
Από τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας, το πλέον δαπανηρό είναι αυτό της περικοπής των ποσοστών επιστροφής της επιστρεπτέας προκαταβολής (δημοσιονομικό κόστος για το 2021 €660 εκατ., πολύ μεγαλύτερο στο σύνολο) αλλά υπάρχουν και αρκετά άλλα: επέκταση εφαρμογής των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ, αναστολές πληρωμής τελών, επιδοτήσεις διαφόρων θέσεων εργασίας και δανείων, αποζημιώσεις, επέκταση εφαρμογής προγραμμάτων «Γέφυρα» και «Συν-εργασία» κτλ. Πέραν της ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής, τα μέτρα αυτά έχουν την χρησιμότητα της αποτροπής απώλειας παραγωγικού ιστού, καθώς ένα ενδεχόμενο μαζικών πτωχεύσεων κατά τ’ άλλα βιώσιμων επιχειρήσεων θα καθυστερούσε την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας και θα διακινδύνευε μόνιμες απώλειες δυναμικότητας. Από την άλλη, μία αδιάκριτη εφαρμογή τέτοιων μέτρων ενέχει τον κίνδυνο να παραμείνουν εν ζωή σχήματα τα οποία δεν θα ήταν βιώσιμα ανεξαρτήτως της πανδημίας. Κάτι τέτοιο θα στερούσε πολύτιμους πόρους από βιώσιμες δραστηριότητες και θα νόθευε τον ανταγωνισμό, καθυστερώντας τον απολύτως αναγκαίο μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας. Επομένως, απαιτείται προσοχή στα κριτήρια απονομής. Δημοσιονομικά, το θετικό είναι ότι η πλειονότητα αυτών των δαπανών δεν είναι επαναλαμβανόμενες.
Από τις παρεμβάσεις μείωσης της φορολογίας, οι πλέον δαπανηρές είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης που αθροιστικά κοστίζουν άνω του €1,5 δις. για το 2022, ενώ η μείωση του φόρου επιχειρήσεων από το 24% στο 22% έχει κόστος €183 εκατ. για το 2022. Ωστόσο είναι αυτά τα μέτρα που έχουν και τη μεγαλύτερη προσδοκώμενη επίδραση στις αναπτυξιακές προοπτικές. Μελέτες έχουν δείξει ότι η μείωση των φόρων στο εισόδημα και των ασφαλιστικών εισφορών έχει τις μεγαλύτερες πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στο ΑΕΠ, ενώ ταυτόχρονα αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας εφόσον μειώνουν το μη μισθολογικό κόστος. Ειδικώς για την ελληνική οικονομία με την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η μείωση της παράλογα υψηλής φορολόγησης της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα (διότι οι μισθωτοί κυρίως την επωμίζονται), μειώνει τα κίνητρα παραμονής στη μαύρη οικονομία και την κατάφωρη κοινωνική αδικία. Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι σημαντικό να ευρεθεί ο δημοσιονομικός χώρος ώστε τα μέτρα αυτά να μονιμοποιηθούν.
Στις λοιπές διαρθρωτικές παρεμβάσεις περιλαμβάνονται κάποια μέτρα που στοχεύουν στη μείωση της φοροδιαφυγής, όπως φορολογικά κίνητρα για τη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, φορολοταρίες κτλ, τα οποία αποτελούν συνέχεια παλαιότερων παρεμβάσεων. Υπάρχουν όμως και κάποιες παρεμβάσεις, με μικρότερο μεν κόστος, οι οποίες όμως σηματοδοτούν κάποιες προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής, όπως φορολογικά κίνητρα για «πράσινες» δαπάνες, κίνητρα για τη μείωση της ανεργίας των νέων και τον ψηφιακό εγγραματισμό, παρεμβάσεις στην Υγεία κτλ. Αξίζει να αναφερθεί το παράδειγμα των φορολογικών κινήτρων για συγχωνεύσεις κι εξαγορές επιχειρήσεων (μείωση κατά 50% του φόρου στην συγκέντρωση κεφαλαίου). Το μικρό μέγεθος της μέσης επιχείρησης αποτελεί βασικό δομικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, στο βαθμό στον οποίο οι μικρότερες μονάδες επενδύουν λιγότερο, εξάγουν λιγότερο κι παράγουν λιγότερη έρευνα και τεχνολογία, όλα βασικοί παράγοντες στην επιθυμητή στροφή στο παραγωγικό μοντέλο. Αρκετές δε από αυτές τις μικρότερες επιχειρήσεις κατ’ ουσίαν υπάρχουν επειδή αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μέσω φοροδιαφυγής. Επομένως, αποτελεί ορθό στόχο πολιτικής η κινητροδότηση της αύξησης μεγέθους. Είναι αυτονόητο ότι η αποτελεσματικότητα όλων αυτών των παρεμβάσεων θα κριθεί στην πράξη και θα εξαρτηθεί καίρια από την συνεκτική εφαρμογή μίας ολοκληρωμένης στρατηγικής, ώστε οι μεταρρυθμίσεις να αποκτήσουν την αναγκαία κρίσιμη μάζα και τις μεταξύ τους συνέργειες.