Οι πρόσφατες βίαιες επιθέσεις από φασιστικές ομάδες ήρθε να υπενθυμίσει ότι η καταδίκη της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής δεν σήμαινε το τέλος του προβλήματος με την απήχηση παραλλαγών της ακροδεξιάς σε τμήματα της κοινωνίας, στοιχείο που το είχαμε ούτως ή άλλως οδυνηρά αντιληφθεί και από την εκλογική απήχηση της Χρυσής Αυγής σε κατά τεκμήριο λαϊκές περιοχές, και που έχει παρατηρηθεί και στην εκλογική απήχηση άλλων ακροδεξιών σχηματισμών στην Ευρώπη.
Το στοιχείο αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε οποιαδήποτε προσπάθεια να κατανοήσουμε το συγκεκριμένο φαινόμενο – και άρα να το αντιπαλέψουμε – ιδίως εάν δεν θέλουμε να ακολουθήσουμε ούτε την ομολογουμένως ανιστόρητη θεωρία των «δύο άκρων», που με διάφορους τρόπους αναπαράγεται, ούτε τα κατά βάση απλουστευτικά σχήματα που προσπαθούν να στριμώξουν διαφορετικά φαινόμενα υπό την γενικευτική κατηγορία της «ριζοσπαστικοποίησης», ούτε να μείνουμε μόνο στην αντίληψη ότι έχουμε να κάνουμε με μια ακόμη εκδοχή παραβατικότητας που αναμένει την ανάλογη κατασταλτική παρέμβαση.
Πολιτικές μετατοπίσεις που ευνοούν τον φασισμό
Μια πρώτη αφετηρία για την κατανόηση αυτού του προβλήματος είναι να δούμε τον τρόπο με τον οποίο η διαρκής επανεμφάνιση παραλλαγών της ακροδεξιάς (σε όλο το φάσμα από τα ακροδεξιά κόμματα που διεκδικούν να γίνουν τμήμα του πολιτικού mainstream μέχρι τις βίαιες φασιστικές συμμορίες) συνδέεται με συνολικότερες μετατοπίσεις του πολιτικού και ιδεολογικού επιπέδου σε μια συγκυρία κοινωνικής κρίσης και αδυναμίας άρθρωσης θετικών ηγεμονικών προταγμάτων.
Η εντεινόμενη τάση αυταρχικότερων εκδοχών διακυβέρνησης, σε όλο το φάσμα από τις «κυβερνήσεις ειδικά σκοπού» για την προώθηση προγραμμάτων λιτότητας στην Ευρώπη στην περίοδο της κρίσης μέχρι την αστυνομική αντιμετώπιση των κοινωνικών διαμαρτυριών (π.χ. από την κυβέρνηση του Εμανουέλ Μακρόν στην περίοδο των κινητοποιήσεων των «Κίτρινων Γιλέκων»), έδωσε νέα αίγλη σε λογικές «βοναπαρτιστικής» διαχείρισης της εξουσίας. Την ίδια ώρα η μετατόπιση της διαχείρισης των ζητημάτων που αφορούν τη μετανάστευση και τους πρόσφυγες προς μια λογική που συντονίζεται με την ακροδεξιά ρητορική για τα κλειστά σύνορα και την υποτιθέμενη «αδυναμία υποδοχής άλλων», έδωσε ξανά νομιμοποίηση σε ρατσιστικές λογικές, ενισχυμένες από τον διαρκή πειρασμό της καταφυγής στην εθνικιστική ρητορική ελλείψει άλλου νομιμοποιητικού πεδίου. Το γεγονός ότι πλευρές της ακροδεξιάς ιδεολογίας αποτελούν πλέον ιδεολογική ταυτότητα σημαντικών τμημάτων των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, είναι ενδεικτική διάσταση αυτού του συνδυασμού ανάμεσα σε «αυθόρμητες» ιδεολογικές δυναμικές και κρατικές πολιτικές.
Όμως, εάν αυτά μπορούν να εξηγήσουν γιατί πλευρές της ακροδεξιάς ιδεολογίας μπορούν σήμερα να διεκδικούν σημαντικό χώρο της δημόσιας σφαίρας, με τρόπους που συχνά υπερβαίνουν την όποια επιρροή των ίδιων των ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών, ακριβώς γιατί συντονίζονται με πλευρές των κρατικών πολιτικών, εντούτοις παραμένει το ερώτημα της απήχησης τέτοιων ιδεολογιών σε τμήματα των υποτελών τάξεων. Σίγουρα μια διάσταση είναι το πώς διάφοροι ακροδεξιοί σχηματισμοί υιοθετούν πλευρές μιας δήθεν συγκρουσιακής αισθητικής ή αυτοπαρουσιάζονται ως εχθροί του «κατεστημένου», έστω και εάν στην πραγματικότητα ο πυρήνας της ιδεολογίας τους είναι η αποδοχή άκαμπτων κοινωνικών και εξουσιαστικών ιεραρχιών. Όμως, αυτό είναι μια πλευρά του προβλήματος.
Το κόστος από την υποτίμηση του κόσμου της εργασίας
Πιο σημαντικό θα ήταν ίσως να αναλογιστούμε μια άλλη κρίσιμη διάσταση. Παρ’ όλη την προσπάθεια που έγινε στον 20ο αιώνα, ιδίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εργατική ταυτότητα να γίνει πυρήνας μιας αντίληψης της δημοκρατίας που είναι ταυτόχρονα κοινωνική και πολιτική και την αντίληψη ότι το ισχυρό εργατικό κίνημα είναι παράγοντας ιστορικής προόδου, η αποδιάρθρωση των οικονομικών πρακτικών που όριζαν αυτή την εργατική ταυτότητα, συνδυάστηκε με την απουσία μιας ανάλογης προσπάθειας να συγκροτηθεί μια σύγχρονη εργατική ταυτότητα, ακόμη και από τους πολιτικούς σχηματισμούς που διεκδίκησαν την εκλογική εκπροσώπηση τέτοιων σχημάτων, σχηματισμούς που προτίμησαν τη λειτουργία εκλογικού μηχανισμού από αυτή του εργαστηρίου νέων μορφών μαζικής διανοητικότητας που ο Γκράμσι θεωρούσε ότι πρέπει να είναι αναπόσπαστο στοιχείο του «σύγχρονου Ηγεμόνα».
Αυτή η υποτίμηση της σύγχρονης εργατικής πραγματικότητας, το γεγονός ότι ως φιγούρα αγωνιστικότητας προκρίθηκε περισσότερο αυτή του πανεπιστημιακής παιδείας ακτιβιστή, τα αποτελέσματα αποσυσπείρωσης και αποδιάρθρωσης των ιδεολογιών ατομισμού που συνόδευσαν συχνά την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και τον κατακερματισμό των εργασιακών χώρων, αντικειμενικά άφησαν χώρο για την εκ νέου απήχηση ακροδεξιών και ρατσιστικών ιδεολογιών, υποβοηθούμενων από φαινόμενα κοινωνικής απομόρφωσης που ενίσχυαν απλουστευτικές και συνωμοσιολογικές ερμηνείες της πραγματικότητας. Στοιχεία που υποδεικνύουν ότι η ανασύνθεση μιας δημοκρατικής αγωνιστικότητας του κόσμου της εργασίας – σε πείσμα της νεοφιλελεύθερης δυσανεξίας για τη συλλογική διεκδίκηση – είναι ταυτόχρονα δρόμος για την αντιμετώπιση του φασισμού.
Ο εργατικός αντιφασισμός
Η ιστορία του 20ου αιώνα έχει πλήθος παραδείγματα εργατικών αντιστάσεων σε φασιστικές πρακτικές, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι βασική πλευρά των φασιστικών εκδοχών εξουσίας ήταν πάντα η αποκατάσταση της εργοδοτικής εξουσίας. Η αλληλεγγύη, η αίσθηση των κοινών υποτελών συμφερόντων, η αυθόρμητη αντίσταση σε συνθήκες καταπιεστικές όλα αυτά συντελούσαν σε αυτή την κατεύθυνση, με αποκορύφωμα τα ισχυρά εργατικής βάσης κινήματα αντίστασης στη διάρκειας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Νήμα περισσότερο παρά ποτέ επίκαιρο.