Tουλάχιστον ένα εργατικό ατύχημα τους προηγούμενους 12 μήνες, ανέφερε ότι είχε το 2,4% των ατόμων που εργάζονταν ή που δεν εργάζονταν αλλά είχαν εργαστεί κατά τη διάρκεια του έτους πριν από την διενέργεια της έρευνας της Eurostat που αφορά στο 2020.
Το εν λόγω ποσοστό είναι πολύ χαμηλότερο από το 2,8% που καταγράφηκε το 2013, γεγονός που μπορεί εν μέρει να οφείλεται στην πανδημία της COVID-19. Αυτές οι πληροφορίες προέρχονται από δεδομένα που δημοσιεύθηκαν σήμερα από τη Eurostat για ατυχήματα στην εργασία και προβλήματα υγείας που σχετίζονται με την εργασία.
Η επαγγελματική κατηγορία με το μεγαλύτερο μερίδιο ατόμων που ανέφεραν εργατικό ατύχημα σε επίπεδο ΕΕ το 2020 ήταν οι εργαζόμενοι σε βιοτεχνίες και συναφείς επαγγελματίες (4,4%), ακολουθούμενοι από τους χειριστές και συναρμολογητές μηχανημάτων σε εργοστάσια και τους ειδικευμένους εργαζόμενους στη γεωργία και την αλιεία (3,4 %). Τα άτομα με χειρωνακτικά επαγγέλματα (3,3%) κατέγραψαν επίσης μερίδιο που ξεπερνά το 3% το 2020.
Σε εθνικό επίπεδο, η ευρεία ομάδα εξειδικευμένων εργαζομένων στον τομέα της γεωργίας, της δασοκομίας και της αλιείας, των βιοτεχνών και των συναφών επαγγελματιών κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό ατόμων που ανέφεραν ατύχημα σε 15 από τα 18 κράτη μέλη της ΕΕ, για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για όλες τις ομάδες. Εστιάζοντας μόνο σε αυτήν την επαγγελματική ομάδα, τα υψηλότερα ποσοστά ατόμων που ανέφεραν ατύχημα καταγράφηκαν στη Φινλανδία (19,1%), τη Σουηδία (11,7%) και το Λουξεμβούργο (10,2%). Αντίθετα, κάτω του 2% βρέθηκαν στη Λετονία, την Κροατία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και τη Λιθουανία.
Οι κουραστικές ή επώδυνες θέσεις εργασίας ήταν ο πιο κοινός παράγοντας σωματικού κινδύνου στην εργασία.
Για το 13,2% των εργαζομένων σε επίπεδο ΕΕ, οι κουραστικές ή επώδυνες θέσεις ήταν ο σοβαρότερος παράγοντας κινδύνου για τη σωματική τους υγεία στον εργασιακό χώρο. Ακολούθησαν δραστηριότητες που αφορούσαν έντονη οπτική συγκέντρωση (10,0%), χειρισμό μεγάλων φορτίων (9,1%) και επαναλαμβανόμενες κινήσεις χεριών ή βραχιόνων (8,7%).
Άνδρες και γυναίκες
Οι κουραστικές ή επώδυνες θέσεις θεωρούνταν συχνότερα ως κίνδυνος από τις γυναίκες παρά από τους άνδρες (14,5% έναντι 12,2%). Το ίδιο παρατηρήθηκε για επαναλαμβανόμενες κινήσεις, οι οποίες δηλώθηκαν ως ο πιο σοβαρός παράγοντας φυσικού κινδύνου από το 10,8% των γυναικών έναντι του 7,0% των ανδρών.
Το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των φύλων παρατηρήθηκε στη χρήση μηχανών ή εργαλείων χειρός και οχημάτων, καθώς το 10,3% των ανδρών το θεώρησε ως τον πιο σοβαρό παράγοντα κινδύνου στην εργασία σε σύγκριση με το 2,4% των γυναικών.
Περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους με ψυχικό κίνδυνο στην εργασία
Τα δεδομένα έδειξαν επίσης ότι το 44,6% των εργαζομένων ηλικίας 15-64 ετών ανέφεραν ότι αντιμετωπίζουν παράγοντες κινδύνου για την ψυχική τους υγεία στην εργασία.
Σε 11 από τα 27 κράτη μέλη, το ποσοστό των ατόμων που ανέφεραν ψυχικούς κινδύνους που σχετίζονται με την εργασία ξεπέρασε το ήμισυ του συνόλου των απασχολούμενων ατόμων. Η Σουηδία (76,4%), η Ελλάδα (69,1%) και το Λουξεμβούργο (67,4%) κατέχουν τα υψηλότερα ποσοστά, ενώ η Τσεχία (33,8%), η Λιθουανία (26,7%) και η Γερμανία (25,8%) κατέχουν τις χαμηλότερες θέσεις στη σχετική κατάταξη.