Κάθε φορά που πλησιάζει το τέλος μιας μεγάλης κρίσης, είναι λογικό και αναμενόμενο να έρχεται η ώρα της αποτίμησης – του «ταμείου», τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Παράλληλα δε, προχωρά και η αναγκαία επανεξέταση των κανόνων που ίσχυαν μέχρι τότε, όπως και ο ανασχεδιασμός με βάση τα νέα δεδομένα που υπάρχουν.
Η περίπτωση της πανδημίας δεν μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση. Και δεν θα αποτελέσει, όπως θα φανεί και από τη διαδικασία την οποία αναμένεται να εκκινήσει αύριο η Κομισιόν, με σκοπό την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Της «βίβλου», με άλλα λόγια, της ζώνης του ευρώ, την οποία ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρόεδρος της Κομισιόν, Ρομάνο Πρόντι, έχει χαρακτηρίσει από το 2002 ως «ανοησία».
Εξάλλου, όπως παραδέχθηκε σε πρόσφατη συνέντευξή του ένα από τα «γεράκια» της Ευρώπης, ο Κλάους Ρέγκλινγκ, «ο στόχος να παραμένει το χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ είχε νόημα όταν γινόταν η διαπραγμάτευση για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, όμως δεν έχει κανένα νόημα σήμερα».
Παρά δε το γεγονός ότι η διαδικασία αυτή δεν πρόκειται, όπως λένε οι γνωρίζοντες, να ολοκληρωθούν προτού περάσουν αρκετοί μήνες – στο τέλος του 2022 ή ίσως και αργότερα, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Reuters – μπορούμε από τώρα να διακινδυνεύσουμε δύο προβλέψεις: Αφενός, ότι οι διαπραγματεύσεις θα είναι σκληρές και θα συνοδευτούν και από χτυπήματα «κάτω από τη μέση» ανάμεσα στα διάφορα στρατόπεδα. Και αφετέρου, ότι οι αλλαγές που τελικά θα αποφασιστούν θα αποτυπώσουν τους νέους συσχετισμούς στην Ευρώπη.
Γερμανία και Γαλλία, οι πρώτοι «παραβάτες»
Αυτό συνέβη, άλλωστε, και στις τρεις αναθεωρήσεις που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, από το 1997, έτος που το Σύμφωνο πήρε επισήμως σάρκα και οστά, δύο χρόνια πριν την εμφάνιση του ευρώ. Η πρώτη, το 2005, ήταν αποτέλεσμα της υπονόμευσής του από τις δύο υπερδυνάμεις της ευρωζώνης: Τη Γερμανία και τη Γαλλία, οι οποίες τα πρώτα χρόνια παραβίαζαν συστηματικά το όριο του 3% για το δημοσιονομικό έλλειμμα
Οι δύο χώρες, μάλιστα, όχι απλώς αρνούνταν να συμμορφωθούν με τις υποδείξεις της Κομισιόν, αλλά όταν έφτανε η στιγμή να συζητηθεί η επιβολή κυρώσεων, μπλόκαραν τη σχετική απόφαση. Η αντιπαράθεση που ξέσπασε συνοδεύτηκε ακόμη και με προσφυγή της Κομισιόν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατά του συμβουλίου των υπουργών, η οποία δικαιώθηκε.
Ωστόσο, επειδή το κλίμα είχε ήδη δηλητηριαστεί και το ευρώ κινδύνευε να ναυαγήσει προτού καν το συνηθίσουν τα εκατομμύρια των Ευρωπαίων πολιτών, αποφασίστηκε να υπάρξει η πρώτη παρέμβαση. Έτσι, το Σύμφωνο απέκτησε μεγαλύτερη ευελιξία, καθιερώνοντας τη διάκριση ανάμεσα στα «κυκλικά» και τα «δομικά» χαρακτηριστικά των ελλειμμάτων, ενώ οι κυβερνήσεις απέκτησαν περισσότερο χρόνο για να προσαρμόζονται.
Ο ευρωπαϊκός Νότος στο στόχαστρο
Οι επόμενες δύο αναθεωρήσεις, ωστόσο, κινήθηκαν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα οι ρόλοι να αλλάξουν. Κι αυτό διότι έγιναν εν μέσω της χρηματοπιστωτικής κρίσης που συντάρασσε την ευρωζώνη και ειδικά τις χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία. Όσο για τη Γερμανία και τους άλλους «σκληρούς» του Βορρά, επέλεξαν να σφίξουν τα λουριά – με επιχείρημα τη σωτηρία του ευρώ, αλλά στην πράξη για να κατοχυρώσουν την κυριαρχία τους και την αναδιανομή του πλούτου υπέρ τους.
Έτσι, το 2011, υιοθετήθηκε ένα πακέτο έξι μέτρων, που εισήγαγε πιο αυστηρά όρια και προϋποθέσεις για τις δημόσιες δαπάνες, τη μείωση του χρέους και του ελλείμματος και την αντιμετώπιση των «υπέρμετρων ανισορροπιών», καθιστώντας παράλληλα πιο εύκολη την επιβολή καθεστώτος επιτήρησης (με ή χωρίς μνημόνια) και ποινών στους παραβάτες.
Δύο χρόνια αργότερα, το 2013, προστέθηκαν άλλα δύο σημαντικά μέτρα – με πιο βασικό αυτό που αφορά στην κατάθεση από κάθε κράτος-μέλος στην Κομισιόν του σχεδίου του για τον ετήσιο προϋπολογισμό, ως τις 15 Οκτωβρίου. Εφόσον δε αυτό κρίνεται ανεπαρκές ή μη συμβατό με τους ισχύοντες κανόνες και το Σύμφωνο, τότε μπορεί να επιστρέφεται στην πρωτεύουσα και την κυβέρνηση που το έστειλε, με την εντολή να ξαναγραφεί.
Η «ανατροπή» που έφερε η πανδημία
Για μια ακόμη φορά, η πανδημία που ξέσπασε στις αρχές του 2020 ήρθε να φέρει τα πάνω-κάτω. Το πρωτόγνωρο θανατικό που έπληξε την Ευρώπη (όπως και όλο τον κόσμο), σε συνδυασμό με το «πάγωμα» πολλών ζωτικής σημασίας κλάδων της οικονομίας, ανάγκασε τις κυβερνήσεις που μέχρι τότε δεν ανέχονταν… μύγα στο σπαθί τους σε σχέση με τη δημοσιονομική πειθαρχία να ανακρούσουν πρύμναν.
Το αποτέλεσμα είναι η αναστολή της ισχύος των βασικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάκαμψης, έτσι ώστε τα κράτη να ανταπεξέλθουν στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης και νοικοκυριά και επιχειρήσεις να μην καταρρεύσουν πλήρως. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έλαβαν την πρωτόγνωρη – τουλάχιστον μέχρι πριν δύο χρόνια – απόφαση να εκδώσουν το πρώτο ευρωομόλογο, για να χρηματοδοτηθεί το Ταμείο Ανάκαμψης.
Έτσι πιέζουν οι «σκληροί»
Παρ’ όλα αυτά, είναι προφανές ότι υπάρχουν αρκετοί που δεν έχουν αλλάξει επί της ουσίας τις απόψεις τους και θεωρούν ότι όλο αυτό που ζήσαμε αποτελεί μια παρένθεση η οποία πρέπει να κλείσει όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Όσο πλησιάζει δε το τέλος της κρίσης (αν και ακόμη δεν αποκλείονται οι δυσάρεστες εκπλήξεις…), εντείνουν τις πιέσεις τους με δύο τρόπους.
Ο ένας είναι προβάλλοντας την απαίτηση η εκταμίευση των χορηγήσεων και των δανείων από το Ταμείο να συνοδεύεται με σκληρούς όρους – από άτυπα μνημόνια, πολύ απλά. Ο άλλος είναι με το προκαταβολικό βέτο σε κάθε πρόταση περί μόνιμης χαλάρωσης των όρων του Συμφώνου και θεσμοθέτησης του κοινού δανεισμού από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης.
Λογικά, θα έπρεπε κανείς να αναμένει ότι η διαδικασία που ξεκινά αύριο, με τη δημοσιοποίηση της πρότασης της Κομισιόν, θα οδηγήσει σε χαλάρωση του δημοσιονομικού πλαισίου, παρατείνοντας την «ανάσα» στις οικονομίες – ειδικά τις πιο αδύναμες – για αρκετά χρόνια. Ωστόσο, αυτό κάθε άλλο παρά αυτονόητο είναι.
Μεταρρυθμίσεις αντί για δείκτες
Πράγματι, όπως διαφάνηκε και από τις δηλώσεις Ρέγκλινγκ, είναι πολύ πιθανό να υπάρξει αλλαγή όσον αφορά ανώτατο όριο του δημόσιου χρέους, μιας και σήμερα ο μέσος όρος στην ευρωζώνη κινείται κοντά στο 100% του ΑΕΠ, πολύ πάνω δηλαδή από το προβλεπόμενο 60%. Δεν αποκλείεται, επίσης, να υπάρξει ένας συμβιβασμός όσον αφορά στις δαπάνες που έχουν να κάνουν με την «πράσινη μετάβαση», για τις οποίες αρκετές χώρες (μεταξύ τους η Γαλλία και η Ιταλία) ζητούν να μην προσμετρώνται στο έλλειμμα και το χρέος.
Ακόμη κι έτσι να γίνει, πάντως, ουδείς πρέπει να έχει την αυταπάτη ότι οι όποιες αλλαγές και υποχωρήσεις δεν θα συνοδευτούν από αυστηρούς όρους, όπως επιβάλει η – κυρίαρχη ακόμη στον Βορρά – «γραμμή Σόιμπλε». Ίσως, όμως, κάποιοι να επιχειρήσουν να επιβάλουν τις θέσεις τους με πιο «έξυπνο τρόπο από ό,τι στο παρελθόν: Αντί για προσήλωση στους δείκτες, η έμφαση να δοθεί στις «δομικές μεταρρυθμίσεις».
Και ο νοών, νοείτο…
Πηγή: ΟΤ