Τροπικές νύχτες, αύξηση των θερμικών επεισοδίων, της μέσης θερμοκρασίας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες έως και 3 βαθμούς, καθώς και των πλημμυρικών φαινομένων, επιφυλάσσει η κλιματική κρίση στις ελληνικές πόλεις, οι οποίες θα γίνουν αρκετά πιο ζεστές και ιδιαίτερα ευάλωτες.
Αθήνα, Καλαμάτα και Πάτρα θα δουν τη μεγαλύτερη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας, ενώ θα αυξηθούν σημαντικά και οι νύχτες κατά τις οποίες η θερμοκρασία δεν θα πέφτει κάτω από τους 20 βαθμούς Κελσίου.
Την ίδια στιγμή, ο καθένας από τους κατοίκους της Ελλάδας εκτιμάται ότι εκλύει περί τους επτά τόνους διοξειδίου του άνθρακα το χρόνο, με τους μισούς εξ αυτών να προέρχονται από δραστηριότητες που σχετιζονται με τις μεταφορές και τη μετακίνησή μας, τόσο με ΙΧ, όσο και με το αεροπλάνο.
Αυτό επισημαίνεται σε μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό της «Διανέοσις», με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνο Καρτάλη και αναμένεται να παρουσιαστεί αύριο, Τρίτη, στο πλαίσιο του συνεδρίου 1st Athens ESG & Climate Crisis Summit.
Αφόρητοι καύσωνες και ακραία φαινόμενα
Βάσει των αποτελεσμάτων της μελέτης, στο πλαίσιο της οποίας εκτιμήθηκαν οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής σε εννέα επιλεγμένες πόλεις, με την αποδοχή των τριών σεναρίων που έχουν αναπτυχθεί από την «Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος» του ΟΗΕ (αισιόδοξο, μέτριο και απαισιόδοξο), το επόμενο διάστημα θα αυξηθούν τα θερμά επεισόδια σε όλη την Ελλάδα.
Με αυτή την προοπτική, ενώ την περίοδο 1971 – 2000 στο κέντρο της Αθήνας είχαμε κατά μέσο όρο 1,4 «θερμά επεισόδια» το χρόνο, ακόμα και με το καλύτερο σενάριο, την ερχόμενη 25ετία θα έχουμε κατά μέσο όρο έξι. Αντίστοιχα, με το μεσαίο σενάριο, μέχρι τα μέσα του αιώνα, θα έχουμε πάνω από εννέα.
Επιπλέον, η μέση θερμοκρασία θα αυξηθεί παντού, αλλά περισσότερο στην Πάτρα, την Καλαμάτα και την Αθήνα. Αν ισχύσει το πιο απαισιόδοξο σενάριο, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας τους καλοκαιρινούς μήνες στην Πάτρα και την Καλαμάτα θα φτάσει πάνω από τους 3 βαθμούς, ενώ στην Αθήνα θα ξεπεράσει τους 2 βαθμούς όποιο σενάριο κι αν επαληθευτεί, κάτι το οποίο επισημαίνεται από τους μελετητές ως ιδιαιτέρως σοβαρό.
Επιπλέον, σε περιοχές όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και η Λάρισα, οι ημέρες στις οποίες η μέγιστη θερμοκρασία θα υπερβαίνει τους 37 βαθμούς θα αυξηθούν πολύ. Οι «τροπικές νύχτες» (νύχτες κατά τις οποίες η θερμοκρασία δεν πέφτει κάτω από τους 20 βαθμούς) θα δουν επίσης άνοδο.
«Αυτό είναι σημαντικό, καθώς αυτός ο δείκτης συνδέεται με τα ποσοστά θνησιμότητας και καρδιαγγειακών παθήσεων – είναι οι νύχτες κατά τις οποίες τα κτίρια δεν προλαβαίνουν να ‘κρυώσουν’», σημειώνουν οι μελετητές.
Την ίδια στιγμή, σε πόλεις της Δυτικής Ελλάδας, όπως η Πάτρα και τα Ιωάννινα, θα υπάρξει μεγάλη αύξηση στις ημέρες υψηλής βροχόπτωσης, που αυξάνουν τον κίνδυνο πλημμυρικών φαινομένων.
Συνολικά στις υπό μελέτη πόλεις της Ελλάδας, τα αποτελέσματα του δείκτη των ημερών με ύψος υετού (βροχή, χιονόνερο, χαλάζι, χιόνι κ.λπ.) μεγαλύτερο από 20mm υποδεικνύουν αύξηση του κινδύνου πλημμυρικών φαινομένων. Οι εκτιμήσεις σχετίζονται με την αύξηση της συχνότητας των ημερών πολύ υψηλής βροχόπτωσης, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να εντοπίζονται στη Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, τη Λάρισα και τον Βόλο, αλλά και γενικότερα σε περιοχές της Κεντρικής, Βόρειας και Δυτικής Ελλάδας.
Σύμφωνα με τις επιστημονικές εκτιμήσεις, μέχρι το 2050, οι ημέρες με καύσωνα στην Ελλάδα θα αυξηθούν κατά 15 – 20 ετησίως, η βροχόπτωση θα μειωθεί από 10% έως 30%, οι ημέρες υψηλού κινδύνου πυρκαγιάς θα αυξηθούν από 15% έως και 70% και τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι πολύ πιο συχνά.
Συνολικά στο επίπεδο της χώρας, αν ισχύσει το «αισιόδοξο» σενάριο. η θερμοκρασία θα αυξηθεί περί τους 2 βαθμούς μέχρι τα μέσα του αιώνα. Αν ισχύσει το «μεσαίο» θα αυξηθεί μέχρι και 2,5 βαθμούς, ενώ αν ισχύσει το εφιαλτικό σενάριο, η αύξηση θα φτάσει τους 3,4 βαθμούς στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όπως γράφουν οι ερευνητές, «η χώρα αποκτά σταδιακά θερμότερο και ξηρότερο κλίμα, με ακραία καιρικά φαινόμενα, που θα είναι εντονότερα, συχνότερα και με μεγαλύτερη διάρκεια».
Στη συντριπτική πλειοψηφία των κλιματικών παραμέτρων και γεωγραφικών περιοχών που εξετάζονται, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα είναι αρνητικές, αν και δεν είναι πάντα της ίδιας έντασης και δεν αποτυπώνονται ισότιμα σε όλες τις παραμέτρους ή τις περιοχές της χώρας.
Η μέση θερμοκρασία στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας την περίοδο 1971 – 2000, για παράδειγμα, ήταν 15,6 βαθμοί Κελσίου. Η μεταβολή που προβλέπεται οδηγεί στο συμπέρασμα πως θα φτάσει γύρω στους 17 βαθμούς σύμφωνα με τα καλύτερα σενάρια, αλλά θα αγγίξει τους 18 αν ισχύσει το «χειρότερο».
Παράλληλα, εξαιτίας του φαινομένου της «Αστικής Θερμικής Νησίδας», δηλαδή της αυξημένης θερμοκρασίας του αέρα στις πόλεις σε σχέση με άλλες κοντινές περιαστικές περιοχές, η εν λόγω διαφορά θερμοκρασίας στην πρωτεύουσα μπορεί να φτάνει ακόμα και τους 8 – 10 βαθμούς. Το φαινόμενο αυτό είναι ενδεικτικό της πίεσης που θα υποστούν οι πόλεις της Ελλάδας και αναμένεται να είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στην επαρχία, στο επόμενο διάστημα.
Στον αντίποδα, ενώ την περίοδο 1971 – 2000 η ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων γνώριζε κατά μέσο όρο περίπου 31 ημέρες παγετού (το σύνολο των ημερών κατά τις οποίες η ελάχιστη ημερήσια θερμοκρασία δεν υπερβαίνει τους μηδέν βαθμούς Κελσίου) το χρόνο, με το «καλό» – αλλά πολύ δύσκολο – σενάριο, τα επόμενα 40 χρόνια θα έχει κατά μέσο όρο περίπου 19 ημέρες παγετού το χρόνο. Αν ισχύσει το «μεσαίο» σενάριο, θα έχει 12 ημέρες παγετού την επόμενη 25ετία. Και αν ισχύσει το χειρότερο σενάριο, τα Ιωάννινα θα έχουν μόνο 5 ημέρες παγετού το χρόνο μέχρι τα μέσα του αιώνα.
Μέτρα προστασίας
Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, αυτή τη στιγμή, οι πόλεις μας δεν είναι καθόλου καλά προετοιμασμένες, ώστε να αντεπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες που έρχονται.
Προτείνουν, μεταξύ άλλων, τον ανασχεδιασμό του Εξοικονομώ-Καινοτομώ, ώστε να λαμβάνει υπ’ όψιν το κριτήριο της θερμικής έκθεσης, δηλαδή το πόσο εκτεθειμένοι είναι σε υψηλές θερμοκρασίες οι πολίτες λόγω της μεγάλης ηλικίας των κατασκευών, της μεγαλύτερης πυκνότητας πηγών θερμότητας, της έλλειψης χώρων πρασίνου, αλλά και την αναθεώρηση του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων.
Προτείνουν επίσης την καθιέρωση συγκεκριμένων στόχων σε επίπεδο δήμου (π.χ. μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030), την πεζοδρόμηση δρόμων και τη μετατροπή άλλων σε δρόμους ήπιας κυκλοφορίας.
Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στη δημιουργία «πράσινων οροφών» σε δημόσια και ιδιωτικά κτίρια και την ανάπτυξη αστικών (μικρού ή μεσαίου μεγέθους) πάρκων μέσα στον αστικό ιστό.
Στο πλαίσιο αυτό, εξετάστηκαν οι «πράσινες οροφές« στα ελληνικά σχολεία, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το 144ο Δημοτικό Σχολείο της Αθήνας στα Σεπόλια και αξιολογώντας τι θα σήμαινε για τις συνθήκες της περιοχής, αν υλοποιούνταν μια σειρά από παρεμβάσεις στο συγκεκριμένο κτίριο και την αυλή του.
Όπως διαπιστώθηκε, οι παρεμβάσεις που περιλαμβάνουν τη δημιουργία «πράσινης οροφής», την τοποθέτηση ανακλαστικών υλικών στο προαύλιο και τη φύτευση στην αυλή, μεταξύ άλλων, θα μείωναν τη θερμοκρασία του αέρα κατά περίπου 1 – 3 βαθμούς Κελσίου στους χώρους και την περίμετρο του σχολείου, επιδρώντας ευεργετικά, όχι μόνο στο προαύλιο, αλλά και στην ευρύτερη γειτονιά μέχρι και σε απόσταση 80 – 100 μέτρων.
Εάν μάλιστα τέτοιες παρεμβάσεις γίνονταν στο σύνολο των σχολείων του δήμου Αθηναίων, η «δροσιστική» επίδρασή τους θα κάλυπτε 8 τετραγωνικά χιλιόμετρα – σχεδόν το 20% της έκτασης του δήμου Αθηναίων, επισημαίνεται.
Η επίπτωση αυτών των μέτρων κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική, καθώς είναι γνωστό ότι η μείωση της θερμοκρασίας του αέρα στην Αθήνα, έστω και κατά ένα βαθμό, οδηγεί στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη κατά 4,1%, των φωτοχημικών αερίων ρύπων κατά περίπου 7 – 8% και της θνησιμότητας (ειδικά όταν η θερμοκρασία είναι πάνω από 40 βαθμούς Κελσίου) από πνευμονολογικά και καρδιολογικά νοσήματα κατά 8%.
Επτά τόνους διοξειδίου του άνθρακα εκλύει ετησίως κάθε Έλληνας
Στην έκλυση επτά τόνων διοξειδίου του άνθρακα εκτιμάται το ετήσιο περιβαλλοντικό αποτύπωμα της μέσης Ελληνίδας και του μέσου Έλληνα.
Με δεδομένο το στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μείωση των εκλύσεων κατά 55% μέχρι το 2030, θα πρέπει έως τότε να μην εκπέμπουμε περισσότερους από τρεις τόνους ο καθένας.
Βάσει των στοιχείων, ένα υπολογίσιμο μέρος των εκλύσεων κάθε πολίτη (σχεδόν το 10%) προέρχεται από την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στο σπίτι. Επιβαρυντικοί είναι και άλλοι παράγοντες, όπως για παράδειγμα η κατανάλωση κρέατος, η παραγωγή του οποίου σε όλα τα στάδια εκλύει τεράστιες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, αλλά και οι καυστήρες πετρελαίου, στους οποίους οφείλεται το 6-7% των εκπομπών μας.
Ωστόσο, ο παράγοντας που κάνει τη διαφορά, φαίνεται πως είναι οι μετακινήσεις. Η χρήση βενζινοκίνητων ή πετρελαιοκίνητων ΙΧ και τα αεροπορικά ταξίδια ευθύνονται έως και για τις μισές εκπομπές CO2 των πολιτών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η χρήση ενός ΙΧ για ένα χρόνο από μια τετραμελή οικογένεια εκλύει περίπου όσο CO2 εκλύει ολόκληρη η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας του σπιτιού της όλο τον χρόνο!
Ένας πολίτης που ταξιδεύει τέσσερις φορές το χρόνο από την Αθήνα στην Θεσσαλονίκη μετ’ επιστροφής με το αεροπλάνο εκλύει 1,28 τόνους ισοδύναμου CO2, ενώ αν έκανε το ίδιο ταξίδι με τρένο, οι εκπομπές δεν θα ξεπερνούσαν τους 0,28 τόνους ισοδύναμου CO2.
Παρόλα αυτά, όπως υπογραμμίζουν οι μελετητές, η λύση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να έρθει από ευαισθητοποιημένους πολίτες που μειώνουν την κατανάλωση κρέατος ή παίρνουν πιο συχνά τα ΜΜΜ. «Η επίπτωση του καθενός και της καθεμίας είναι απειροελάχιστη και, πραγματικά, αμελητέα μπροστά στις εκπομπές του τομέα της ενέργειας, των κατασκευών, της κτηνοτροφίας ή κάποιων κλάδων της βιομηχανίας», τονίζουν.
Ως εκ τούτου – όπως αναφέρεται στη μελέτη – το σημαντικότερο πράγμα που μπορούν να κάνουν οι πολίτες είναι να πιέζουν τις κυβερνήσεις τους προς τη σωστή κατεύθυνση.
Οι συνέπειες στον αγροτοκτηνοτροφικό τομέα
Στη Λάρισα και την Θεσσαλονίκη εκτιμάται ότι οι καλλιέργειες θα επηρεαστούν πολύ και από ακραία φαινόμενα.
Οι περισσότερες καλλιέργειες και η κτηνοτροφία θα επηρεαστούν αρνητικά κυρίως στο Ηράκλειο της Κρήτης, την Ηλεία, την Κορινθία και τη Λάρισα.
Αντίθετα, ανάμεσα στις περιοχές που θα επηρεαστούν λιγότερο είναι ο Έβρος, η Φθιώτιδα και η Αιτωλοακαρνανία.
Οι ερευνητές, εστιάζοντας σε οκτώ από τις πιο σημαντικές γεωργικές και κτηνοτροφικές περιοχές της Ελλάδας (Αιτωλοακαρνανία, Θεσσαλία, Φθιώτιδα, Ηλεία, Έβρο, Ηράκλειο, Νομό Θεσσαλονίκης και Κορινθία), χαρτογράφησαν την υφιστάμενη παραγωγή, αξιολόγησαν τις πιέσεις που θα προκύψουν στις συγκεκριμένες περιοχές και για συγκεκριμένες καλλιέργειες στο κοντινό μέλλον και πρότειναν στοχευμένα μέτρα.
Ιδιαίτερα κρίσιμο είναι οι παραγωγοί να λάβουν υπ’ όψιν τις επερχόμενες αλλαγές και να προσαρμόσουν τις καλλιέργειές τους κατάλληλα, να δοθεί μεγάλη έμφαση στη διαχείριση των υδάτων και την αποδοτικότητα της άρδευσης. Παράλληλα, προτείνεται:
- Η διαφοροποίηση και η εναλλαγή καλλιεργειών.
- Η επιλογή καλλιεργειών που προσαρμόζονται καλύτερα στις νέες κλιματικές συνθήκες ανά περιοχή.
- Η επιλογή καλυμμένων καλλιεργειών και η παραγωγή σε θερμοκήπια.
- Η πολύ προσεκτικά στοχευμένη αποστράγγιση γεωργικής γης (που μειώνει τη διάβρωση του εδάφους και τις επιπτώσεις των πλημμυρών).
- Η έμφαση στη «γεωργία ακριβείας», που χρησιμοποιεί σύγχρονες τεχνικές και τεχνολογικά εργαλεία (αισθητήρες στο έδαφος, GPS και εργαλεία τηλεπισκόπησης της παραγωγής).
- Η διοργάνωση εκστρατειών ενημέρωσης των καλλιεργητών και των εκτροφέων τόσο για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη δουλειά τους, όσο και για τα διαθέσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση αυτών των επιπτώσεων.
Κλιματική αλλαγή και τουρισμός
Αντίστοιχα με το γεωργικό κλάδο, τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής θα μπορούσαν προσωρινά να έχουν θετικό αντίκτυπο στον τουρισμό, λόγω της επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου. Ωστόσο, η κατάσταση δεν είναι ακριβώς έτσι, καθώς η συχνότερη εμφάνιση καυσώνων θα κάνει την εμπειρία εκατομμυρίων τουριστών που επισκέπτονται τη χώρα μας το καλοκαίρι χειρότερη.
Περιοχές όπως η Χαλκιδική, η Ρόδος, η Κρήτη και τα νησιά του Αργοσαρωνικού θα έχουν πολύ περισσότερες θερμές ημέρες κάθε καλοκαίρι. Περισσότερες «τροπικές νύχτες» θα έχει όλη η επικράτεια, αλλά κυρίως τα δυτικά παράλια, τα Ιόνια Νησιά, η Δυτική Πελοπόννησος και η Κεντρική Μακεδονία, ενώ εάν επαληθευτούν τα χειρότερα σενάρια, σε αυτή τη λίστα προστίθενται και η Κρήτη, η Εύβοια, η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη (στα παράλια) και άλλες περιοχές.
Οι καύσωνες θα είναι πολύ περισσότεροι παντού, ενώ η μεταβολή της θερμοκρασίας μπορεί να οδηγήσει στην περαιτέρω μείωση της – ήδη βραχείας – χιονοδρομικής περιόδου, καθιστώντας μη βιώσιμη τη λειτουργία χιονοδρομικών κέντρων στην Ελλάδα.
Για να αναλύσουν το φαινόμενο διεξοδικά, οι ερευνητές επέλεξαν 91 τουριστικές περιοχές, χωρισμένες σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το αν είναι πολύ αναπτυγμένες (όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Ρόδος, η Χερσόνησος Ηρακλείου), απλά αναπτυγμένες (η Μονεμβασιά, το Ναύπλιο, η Σύρος) ή αναπτυσσόμενες (η Κάρπαθος, η Αιδηψός, τα Κύθηρα, οι Παξοί).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, αν ισχύσει το δυσμενές σενάριο, στις 52 από αυτές τις περιοχές η αύξηση της θερμοκρασίας, μέχρι τα μέσα του αιώνα, θα ξεπεράσει τους 2,5 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με την περίοδο 1971-2000.