Οι εξελίξεις στο Κίνημα Αλλαγής απέδειξαν πως ο εν λόγω χώρος, παρότι έχει υποχωρήσει ραγδαία από το 2012, διατηρεί μια δυναμική και μια κομβική θέση στο ενδιάμεσο του πολιτικού τόξου. Απέδειξαν ακόμη πως η γενναία και σαφής επιλογή της Φώφης Γεννηματά να μη συμμετέχει στην κούρσα της νέας αρχηγίας μετά την υποτροπή της υγείας της δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως η ίδια αποτελεί σήμερα έναν αποσυρμένο παίκτη. Το αντίθετο. Διατηρεί εκείνο το ταυτοτικό βάρος που μάλλον είχαν υποτιμήσει οι εσωτερικοί της αντίπαλοι και η απουσία αυτού ήταν που ανακίνησε όλες τις νέες διεργασίες. Η Φώφη εξάλλου είναι εκείνη που συγκράτησε δυνάμεις σε δύο φάσεις: όταν ερχόταν το κύμα ΣΥΡΙΖΑ. Και όταν ερχόταν το κύμα Μητσοτάκη.
Το Κίνημα μπήκε σε μια επικίνδυνη ρευστοποίηση αμέσως μετά την ανακοίνωση της προέδρου του. Κι αυτό γιατί, κανονικά, θα έπρεπε η όλη διαδικασία να τεθεί απ’ την αρχή με εγγυήτρια την παλιά φρουρά και με άνοιγμα στον κόσμο. Παρά τις μικρές του εκλογικές επιδόσεις, το ΚΙΝΑΛ εξάλλου συνεχίζει να έχει αναφορά στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και τα συνδικάτα, αλλά και δεσμούς με τις λαϊκές οικογένειες. Είναι το ιστορικό μα και μοιραίο κόμμα της Μεταπολίτευσης και της κοινωνικής κινητικότητας.
Κι όμως η κούρσα φάνηκε για λίγο σαν διαγκωνισμός βαρόνων. Εξαιρώ από αυτό τον Λοβέρδο, τον Ανδρουλάκη, τον Καστανίδη που είχαν έγκαιρα θέσει τους εαυτούς τους στη μάχη της διαδοχής. Η κούρσα φάνηκε σαν διαδικασία ενός μικρού κόμματος που νομίζει πως είναι μεγάλο, και όχι ενός ρυθμιστικού πόλου του πολιτικού συστήματος με προοπτικές να συγκυβερνήσει τη χώρα.
Υπό αυτή την έννοια, η νέα φάση των διεργασιών μετά την ενεργοποίηση του πρώην πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου μεταβάλλει εντελώς το σκηνικό στη Χαριλάου Τρικούπη. Και αυτό για ορισμένους σαφείς λόγους και ανεξάρτητα αν στο τέλος ο ίδιος θα είναι στην κούρσα ή θα κόψει το νήμα πρώτος – την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές το σενάριο καθόδου του ζωήρευε όλο και πιο πολύ. Γιατί ζούμε σε μια χώρα προσώπων και συμβόλων. Τα κόμματά μας, τα περισσότερα, είναι κόμματα προσωποκεντρικά. Ακόμη κι αν εκφράζουν ρεύματα. Ζούμε σε μια κοινωνία που συχνά κινητοποιείται απ’ το συγκινησιακό. Και όχι το αμιγώς πολιτικό. Ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου φοράει μια βαριά φανέλα, πολύ περισσότερο σήμερα που μια σειρά κοινωνικών κεκτημένων υποχωρούν ή αφαιρούνται.
Μα θα πει κάποιος: ο Παπανδρέου συνδέθηκε με το Καστελλόριζο. Με την ιδρυτική στιγμή της βαθιάς κρίσης και τη μνημονιάδα που ξεχαρβάλωσε την κοινωνική συνοχή. Συνδέθηκε με το «λεφτά υπάρχουν» και την υπαγωγή στο ΔΝΤ. Ναι, όμως, υπάρχει κάποιος εκ των συνυποψηφίων του που έθεσε αντιρρήσεις σε όλα αυτά; Οποιος διαφώνησε με το πρώτο το Μνημόνιο, έφυγε. Οσοι έμειναν, από όσο θυμάμαι, μας έλεγαν από το πρωί ως το βράδυ για το πόσο επώδυνο μα και αναπόφευκτο είναι. Αφήστε που και η μετέπειτα εξέλιξη βρήκε κι άλλους μηχανοδηγούς των μνημονίων.
Τώρα που η τράπουλα στο ΚΙΝΑΛ ανακατεύεται, ένα άλλο είναι το ερώτημα. Αν το εν λόγω κόμμα θα δει τον εαυτό του ως μέτοχο σε μια μεγάλη νέα Σοσιαλδημοκρατία ή θα επικρατήσουν εκείνες οι δυνάμεις που θεωρούν πως η καλύτερη αντιπολίτευση γίνεται αν αντιπολιτεύεσαι την αντιπολίτευση. Να τους θυμίσουμε πως κόμματα εξουσίας είναι αυτά που αντιπολιτεύονται τις κυβερνήσεις.