Πουθενά στον κόσμο δεν συμβαίνει αυτό που γίνεται με το Κίνημα Αλλαγής τις τελευταίες μέρες. Ενα κόμμα παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικό, με βαθιά πολιτική επιρροή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης αλλά μικρό εκλογικό ποσοστό την τελευταία δεκαετία βρίσκεται στο κέντρο των εξελίξεων. Το παρατηρούν οι αντίπαλοί του, εκείνοι που το ψήφιζαν κάποτε αλλά έχουν να το κάνουν πριν από τα μνημόνια, το παρατηρούν εκείνοι που ανέκαθεν το έβλεπαν με συμπάθεια και εκείνοι που το περιέγραφαν με πάθος ως «ξοφλημένο». Οπουδήποτε αλλού, η ασθένεια ενός προέδρου δεν θα άλλαζε τον ρου της ιστορίας – σ’ αυτή την παράταξη, διαχρονικά η ασθένεια δεν ήταν μια, αλλά πολλές, και η πορεία της δέθηκε αναπόσπαστα μαζί τους, στα καλά και τα άσχημα. Δεν υπάρχει κόμμα με περισσότερα «αν» από το ΠΑΣΟΚ.
Η Φώφη Γεννηματά έφερε δύο πράγματα στην Κεντροαριστερά, που θα της τα χρωστάει για πάντα: το πρώτο ήταν ότι, ακόμα και με επιλογές που μπορεί να ξένισαν ή να δυσαρέστησαν, κατάφερε να κρατήσει έναν κομματικό μηχανισμό σε πολύ δύσκολες εποχές, άνοιξε πόρτες και έκλεισε το μάτι προκλητικά σε όσους είχαν το ΠΑΣΟΚ για τελειωμένο – λέει «ναι» και είναι «ναι», λέει «όχι» και είναι «όχι». Το δεύτερο είναι ότι, με την ανακοίνωση της απόσυρσής της από την κούρσα για την ηγεσία, έδωσε πίσω στο κόμμα της το συναίσθημα που είχε χάσει όσο έδινε τη μάχη για την πολιτική επιβίωσή του. Το ρεαλπολιτίκ του πολιτικού παζαριού, για λίγες ώρες, αντικαταστάθηκε με κάτι πιο ανθρώπινο, πιο πραγματικό -στις μάχες που έχουν πραγματική σημασία να κερδίζεις και στην αξιοπρέπεια με την οποία οφείλεις (στον εαυτό σου) να το κάνεις. Ηταν αυτό το συναίσθημα το σημείο καμπής για τα όσα ακολούθησαν; Σίγουρα δεν καθόρισε τις επιλογές όλων των εμπλεκόμενων ή όλων των υποψηφίων. Καθορίζει όμως πλέον τον τρόπο που όσοι βρίσκονται έξω από αυτό παρατηρούν τα τεκταινόμενα. Και όποιος δεν το καταλαβαίνει, είναι εκείνος που κοιτώντας τους αριθμούς, έχασε τα στοιχήματα για τις πιο συναισθηματικές ψηφοφορίες που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα.
Γι’ αυτό τώρα, που όλα τα χαρτιά και όλα τα ονόματα έχουν πέσει στο τραπέζι, που ακόμα και ένας πρώην πρωθυπουργός ρίχνεται στη μάχη, χρειάζεται αυξημένη προσοχή. Λίγο πριν οι κεντροαριστερές φυλές ριχτούν στη μάχη για τον υποψήφιο της καρδιάς τους, πριν κοιτάξουν πώς θα χτυπήσουν καλύτερα τον αντίπαλό τους, ας θυμηθούν γιατί υπάρχει κόμμα σήμερα για να παλεύουν γι’ αυτό. Το αυξημένο ενδιαφέρον που προκάλεσε το ανακάτεμα της τράπουλας μπορεί πολύ εύκολα να εξανεμιστεί αν η προεκλογική περίοδος αναλωθεί στα τραύματα του παρελθόντος, που θεωρείται μαθηματικά βέβαιο πως θα χρησιμοποιηθούν στην πολιτική μάχη. Ενα κόμμα που απέδειξε πως είναι πολύ σκληρό για να πεθάνει, μπορεί τελικά να χαθεί από ατύχημα, από έναν λάθος χειρισμό, από μια κουβέντα παραπάνω τη λάθος στιγμή – γιατί εκείνοι που αποφάσισαν να το σώσουν είτε δεν ξέρουν πώς να το κάνουν είτε δεν είχαν εξαρχής αυτή την πρόθεση και προσπαθούσαν απλά να σώσουν τον εαυτό τους. Αυτή η συγκυρία είναι, πράγματι, η τελευταία του ευκαιρία: όχι γιατί αποκλείεται, από τα ξαφνικά, να υπάρξει και στο μέλλον μια καινούργια, αλλά γιατί μετά από κάποια στιγμή και οι νέες ευκαιρίες θα αποπνέουν μόνο γραφικότητα.