Ηχθεσινή μέρα μας επιφύλαξε δύο οδυνηρές αναχωρήσεις. Η πρώτη, η εκδημία του Νικηφόρου Αντωνόπουλου, αφορά κατ’ αρχάς έναν στενό κύκλο επαγγελματιών του Τύπου, και ιδίως των «ΝΕΩΝ», αλλά και έναν ευρύτερο κύκλο πολιτικοποιημένων που στη διαδρομή του ταυτίστηκαν μαζί του – με τη συνέπειά του, το παράδειγμά του, την ηθική διάσταση της παρουσίας του. Η δουλειά του ταυτίστηκε με τα πιστεύω του: αριστερός και συντάκτης της «Αυγής» τη δεκαετία του 1960, διωγμένος από το καθεστώς της δικτατορίας μετά το 1967, συντάκτης στα «ΝΕΑ» και αργότερα αρχισυντάκτης τη Μεταπολίτευση, διευθυντής ειδήσεων και αργότερα γενικός διευθυντής της κρατικής τηλεόρασης. Σε όλες τις περιπτώσεις, ήταν προσηλωμένος στη δεοντολογία, στο υψηλό επίπεδο του παραγόμενου δημοσιογραφικού προϊόντος σε όλα τα επίπεδα (με ιδιαίτερη φροντίδα για τη γλώσσα) και μαχητικός δημοκράτης. Πίστευε στην καλλιέργεια, με την οποία είναι συνυφασμένη η δουλειά του δημοσιογράφου και δεν ενέδωσε στιγμή στις ευκολίες της εποχής μας: δεν ενέδωσε ούτε στην επιδερμικότητα ούτε στο σταρ σύστεμ ούτε στις μόδες – και ποτέ ούτε που διανοήθηκε να επιβραβεύσει την αγραμματοσύνη, όπως κάνουν κατά κόρον τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, ανταγωνιζόμενα την κακή πλευρά των κοινωνικών δικτύων.
Ακέραιος και εναργής, σφράγισε τα τελευταία χρόνια της ζωής του με τη στάση του τα χρόνια της χρεοκοπίας και των Μνημονίων. Η πίστη του στη δημοκρατία και στην Ευρώπη, ο πραγματισμός του και η αναλυτική του δεινότητα τον υποχρέωσαν να παρεμβαίνει συστηματικά, από τα κοινωνικά δίκτυα κυρίως όπου μπορούσε να συνεχίζει να δραστηριοποιείται, εναντίον του αντιμνημονιακού λαϊκισμού και των συμμαχιών της εξουσιαστικής και λούμπεν Αριστεράς τού «ή εμείς ή αυτοί». Αυτός ο πραγματισμός και αυτή η οξυδέρκεια στην ανάλυσή του είναι το πιο αξιοζήλευτο στοιχείο της συνεχούς παρουσίας του στη δημόσια ζωή.
Η δεύτερη εκδημία αφορά το πολιτικό σύστημα, τη λειτουργία της πολιτικής και, κατά τούτο, ολόκληρη την Ελλάδα. Ο θάνατος της Φώφης Γεννηματά γέννησε ένα πανελλαδικό κύμα συμπάθειας, εύλογο μια που η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ αντιμετώπισε με μαχητικότητα και σθένος την κατάστασή της, παλεύοντας πολλά χρόνια με τον καρκίνο αλλά και παραμένοντας στο προσκήνιο, μαχητική πολιτικός για τις ιδέες της και την πρόοδο της χώρας. Η αξιοπρεπής στάση της, η διακριτικότητά της, η προφύλαξη από τη δημόσια θέα του προσωπικού της βίου και των δυσκολιών του και το πάθος της για ζωή και δραστηριότητα κάνουν τη Φώφη Γεννηματά πρότυπο.
Προσωπικώς, δεν ήμουν οπαδός των περισσότερων από τις πολιτικές επιλογές της – και πολλές φορές, όπως ίσως θα θυμάστε οι συστηματικοί αναγνώστες, την επέκρινα, συχνά με οξύτητα. Σε ανάλογες περιπτώσεις, άλλοι συνάδελφοί της δεν θα είχαν αποδεχτεί ούτε την κρίση μου ούτε το ύφος μου και μου έχει συμβεί συχνά (και σε άλλους συναδέλφους δημοσιογράφους) πολιτικοί να διαμαρτύρονται στη διεύθυνση της εφημερίδας ζητώντας χαμηλότερους τόνους ή και σιγή.
Αλλά η Φώφη Γεννηματά ουδέποτε ασχολήθηκε με τις επικρίσεις εναντίον της. Συνέχισε να με διευκολύνει δημοσιογραφικά παρέχοντάς μου εύκολη πρόσβαση στην κομματική δραστηριότητα και στις ενημερώσεις, ενώ και στις τυχαίες δημόσιες συναντήσεις μας παρέμενε θερμή, εν γνώσει της ότι έτσι παίζεται το παιχνίδι, ότι έτσι είναι η δημοκρατία: οι άνθρωποι μπορούν να διαφωνούν πολιτικά, να συγκρούονται – αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία επειδή, στο βάθος, εργάζονται για τον ίδιο σκοπό: την ασφάλεια, τις ελευθερίες, την πρόοδο της χώρας και των πολιτών της.