Το βράδυ της Τρίτης, την ώρα που ο Τζο Μπάιντεν κατέβαινε τη σκάλα του προεδρικού αεροσκάφους, επιστρέφοντας από την περιοδεία του στην Ευρώπη, ένας ενθουσιασμένος Ρεπουμπλικανός που μόλις είχε κερδίσει τον κυβερνητικό θώκο της Βιρτζίνια, ο Γκλεν Γιάνγκιν, αυτοσχεδίαζε μερικά χορευτικά βήματα πάνω στη σκηνή, για να το γιορτάσει: ήταν ανώμαλη η προσγείωση του αμερικανού προέδρου στην εσωτερική πολιτική.
Η ήττα του δημοκρατικού υποψήφιου, του πρώην κυβερνήτη Τέρι Μακόλιφ, σε μία πολιτεία που ο Μπάιντεν είχε κερδίσει προ διετίας με διαφορά δέκα μονάδων, η αναπάντεχα δύσκολη, οριακή νίκη ενός άλλου δημοκρατικού υποψήφιου, του απερχόμενου κυβερνήτη του Νιου Τζέρσι, Φιλ Μέρφι, σε μία ακόμη πολιτεία που είχε κερδίσει άνετα, με 16 μονάδες διαφορά, ο Μπάιντεν, επιβεβαίωσαν ότι οι Δημοκρατικοί κινδυνεύουν: κινδυνεύουν να χάσουν του χρόνου, στις ενδιάμεσες εκλογές για την ανανέωση του Κογκρέσου, τον έλεγχο του ενός ή και των δύο σωμάτων του. Και να διευκολύνουν έτσι, νομοθετικά σακατεμένοι και πολιτικά αμήχανοι, τον Ντόναλντ Τραμπ να οδεύσει προς μια νέα νίκη στις προεδρικές εκλογές του 2024.
Οι εκλογές της Τρίτης κατέδειξαν όμως και πόσο πεπερασμένη είναι μια στρατηγική δελεασμού των ψηφοφόρων με βάση όχι τόσο τα κυβερνητικά επιτεύγματα, άλλωστε είναι πενιχρά, όσο το πόσο τρομακτικός είναι ο αντίπαλος – ο Τραμπ, πάντα παρών, κι ας είχε υποσχεθεί μετά τις προεδρικές εκλογές ο Μπάιντεν στους υποστηρικτές του πως δεν θα χρειαζόταν πια να ανησυχούν, ή να σκέφτονται, το διαρκές «drama» της προηγούμενης κυβέρνησης. Ηταν τέτοια η απογοήτευση από τα εκλογικά αποτελέσματα, που κάποιοι παρατηρητές καλούν ήδη το Δημοκρατικό Κόμμα να κοιτάξει πέραν του Τζο Μπάιντεν, αλλά και της αντιπροέδρου, της Καμάλα Χάρις, για το 2024.
Ναι, η Βιρτζίνια, ένα ρεπουμπλικανικό οχυρό για σχεδόν μισό αιώνα που μεταπήδησε στο δημοκρατικό στρατόπεδο το 2008, τείνει να τιμωρεί το κυβερνών κόμμα στην Ουάσιγκτον. Ναι, ο Μπάιντεν έχει δίκιο να επισημαίνει ότι «κανένας υποψήφιος κυβερνήτης της Βιρτζίνια προερχόμενος από το ίδιο κόμμα με τον πρόεδρο δεν κέρδισε ποτέ» – ή σχεδόν, μόνο μία εξαίρεση υπήρξε στις 11 τελευταίες εκλογικές μάχες της πολιτείας, ήταν ο ίδιος ο Τέρι Μακάλιφ, το 2013. Ναι, η παράδοση θέλει το κόμμα του προέδρου να χάνει έδρες κατά την πρώτη του θητεία. Σε μία πολιτεία όμως όπου οι εκλογές τείνουν να είναι αλληλένδετες με την εθνική πολιτική, λόγω της εγγύτητάς της με την Ουάσιγκτον, είναι δύσκολο να διαχωριστεί η ήττα που εισέπραξε αυτή τη φορά ο Μακάλιφ από την πτώση της δημοτικότητας του Μπάιντεν, που είναι ήδη, στο συγκεκριμένο χρονικό στάδιο της θητείας του, ο δεύτερος λιγότερο δημοφιλής πρόεδρος των ΗΠΑ -μετά τον Τραμπ. Ακόμα πιο ανησυχητικό για τους Δημοκρατικούς: σημαντική πλειοψηφία των πολιτών πιστεύει πως η χώρα ακολουθεί λάθος κατεύθυνση.
Επιμένει ο ιός
Ο Μπάιντεν τους είχε υποσχεθεί γρήγορη επιστροφή στην προ-Covid κανονικότητα. Αντ’ αυτού, είδαν μία πανδημία που επιμένει, φέρνοντας άνοδο στις τιμές και ελλείψεις σε αγαθά, έναν ισχυρό πληθωρισμό, συν μία καταστροφική αποχώρηση από το Αφγανιστάν, συν τις εικόνες δεκάδων χιλιάδων μεταναστών από την Αϊτή στα σύνορα με το Μεξικό, συν ένα κυβερνών κόμμα στο έλεος των διχασμών του: τα δύο μεγάλα μεταρρυθμιστικά σχέδια του Μπάιντεν, το ένα για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, ύψους 1,2 δισ. δολαρίων, το άλλο για τις κοινωνικές και κλιματικές δαπάνες, που έχει ήδη συρρικνωθεί στο μισό, στο 1,7 δισ. δολάρια, παραμένουν μπλοκαρισμένα στο Κογκρέσο, λόγω της διελκυνστίδας μεταξύ προοδευτικής και μετριοπαθούς πτέρυγας των Δημοκρατικών. «Ξέρω πως ο κόσμος θέλει να γίνονται αυτά που πρέπει, για αυτό συνεχίζω να πιέζω δυνατά ώστε να προχωρήσει το Δημοκρατικό Κόμμα και να τα ψηφίσει», δήλωσε ο Μπάιντεν την Πέμπτη.
Εχει ένα δίκιο. Ο Μακάλιφ ήλπιζε καιρό να ψηφιστούν αυτά τα νομοσχέδια, να υπάρχει κάτι να δείξει στους ψηφοφόρους. Αυτό δεν έγινε όμως και ο ίδιος δεν είχε κάποιο πολιτικό όραμα να προτείνει. Εξάντλησε λοιπόν την προεκλογική του εκστρατεία στην προσπάθεια να παρουσιάσει τον αντίπαλό του, ένα νεόκοπο στην πολιτική, πρώην μεγαλοστέλεχος επενδυτικής εταιρείας, ως τσιράκι του Τραμπ. Ο Γκλεν Γιάνγκιν, ωστόσο, είχε φροντίσει εξαρχής να καλλιεργήσει μια στρατηγική αμφισημία έναντι του πρώην προέδρου, αναγνώρισε τη νίκη του Μπάιντεν αλλά ζήτησε έλεγχο του συστήματος ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στη Βιρτζίνια, δέχθηκε μεν σεβαστικά τις ευλογίες της υποψηφιότητάς του από τον Τραμπ αλλά απέφευγε να τον αναφέρει στις ομιλίες του ή να τον καλέσει σε κάποια προεκλογική συγκέντρωση, προσέφερε έτσι έναν οδικό χάρτη στους Ρεπουμπλικανούς για τις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 – αν και οι «New York Times» αμφιβάλουν κατά πόσο θα ξαναδεχθεί ο Τραμπ να καθίσει στην άκρη, δεν συνηθίζει να αφήνει άλλους Ρεπουμπλικανούς να πιστώνονται την οποιαδήποτε πολιτική επιτυχία, έσπευσε μάλιστα να χαιρετίσει τη «βάση μου» μετά τη νίκη στη Βιρτζίνια.
Το βέβαιο είναι πως οι Ρεπουμπλικανοί θα επιμείνουν στις ενδιάμεσες εκλογές σε μια άλλη συνιστώσα της επιτυχίας του Γιάνγκιν, στην επικέντρωσή του στα δημόσια σχολεία, την ανάγκη γονικού ελέγχου επί του σχολικού προγράμματος, την καταγγελία της critical race theory, μιας παιδαγωγικής προσέγγισης που επιμένει στην ύπαρξη θεσμοποιημένου ρατσισμού στην αμερικανική ιστορία: οι αναλυτές ήδη προβλέπουν πως τα culture wars, οι «πολιτισμικοί πόλεμοι» που τόσο συνεγείρουν τους συντηρητικούς θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις στις ΗΠΑ.